Δεν θα προσεγγίσουμε το βιβλίο αυτό του Νίκου Μπακουνάκη με τη ματιά στη λογοτεχνική του διάσταση, αν και η γραφή του έχει ένα τέμπο και μια περιγραφικότητα που, από μόνα τους, το κάνουν εκείνο που οι παλιοί αποκαλούσαν «ανάγνωσμα».
Ούτε γιατί αποτελεί συνέχεια και συνάμα αλλαγή πορείας του δημοσιογράφου που – πρώτος, στο «ΒΗΜΑ» – δημιούργησε και κράτησε ένθετο του βιβλίου, ή πάλι προσέγγισε την διάσταση της αφήγησης στον Ελληνικό Τύπο του 19ου-20ου αιώνα με το «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ» , κι ακόμη την χαρά της ανακάλυψης της ανάγνωσης (και από εκεί της γραφής) με το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο». Με Νομική Αθηνών και EHESS Παρισίων στην πορεία του, με διδασκαλία Δημοσιογραφίας στο Πάντειο και ήδη με την ιδιότητα Προέδρου του εγχειρήματος ΕΛΙΒΙΠ/του Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού (Για το τελευταίο αυτό βήμα, ευχές για κουράγιο και αντοχές).
Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση του «Γκούτλαντ» -ψέματα! μια σειρά από άλλες διαστάσεις – με τις οποίες η στήλη, στις προτάσεις ανάγνωσής της, αισθάνεται περισσότερο εξοικειωμένη. Πράγματι, η δουλειά αυτή του Ν. Μπακουνάκη αποτελεί την εξιστόρηση, βασισμένη σε μεγάλο όγκο πρωτογενούς αρχειακού υλικού, της διαδρομής μιας επιχείρησης που άντεξε στον χρόνο (της Αχαΐας-Κλάους), ενός παραγωγικού κλάδου που έπαιξε σημαντικό ρόλο διαχρονικά στην ελληνική οικονομική ιστορία και στην τοπική ιστορία της Αχαΐας/των Πατρών (της οινοποιίας), συν των προσπαθειών ανοίγματος της Ελλάδας προς τη μεγάλη (για την εποχή) ευρωπαϊκή αγορά με προϊόντα υψηλότερων απαιτήσεων. Ακόμη, συμπεριλαμβάνει την παρακολούθηση της διαδρομής μιας σημαντικής οικογένειας Γερμανών επιχειρηματιών/επενδυτών στον 19ο αρχές 20ου αιώνα (με αγγίγματα Forsyth Saga), αλλά και την κοινωνιολογική/σχεδόν εθνολογική προσέγγιση σε ένα φαινόμενο της γερμανικής/εντροευρωπαϊκής παρουσίας στην Ελλάδα, της Colonie των Πατρών.
Αν ξεκινήσει από το τελευταίο αυτό στοιχείο, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει/ να ξεναγηθεί στο πώς, στα μέσα του 19ου αιώνα, οι ήδη υφιστάμενοι εμπορικοί δεσμοί με Κεντρική Ευρώπη ( ο Γουσταύος Κλάους Βαυαρός, η Ελλάδα των πρώτων βημάτων με Βαυαρό βασιλέα, τον Όθωνα) προς μιαν Ελλάδα που αναζητά τα πατήματά της, με φόντο την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα της Ανατολής (διόλου τυχαία, το βιβλίο ξεκινά με έναν πλου του καραβιού Αυστριακού Λλόϋδ από Τεργέστη προς Πάτρα), αλλά και με φαινόμενα κρίσης στην τότε Γερμανία να έχουν ωθήσει εμπορευόμενους/ εραστές της επιχειρηματικής περιπέτειας στην Ελλάδα της εποχής.
Η κοινότητα που δημιουργείται στην πόλη των Πατρών, η Colonie που περιλαμβάνει μια πολυεθνική ομάδα όπου δίπλα στους Έλληνες και τους Γερμανούς συναντά κανείς Ιταλούς και Μαλτέζους, αναδεικνύει ένα ντόπιο κρασί στην εν συνεχεία εμβληματική και ποιοτικά προωθημένη Μαυροδάφνη, η οποία διεκδικεί την θέση της μέχρι και στις αυλές της Ευρώπης. Ενώ το πλέγμα της τότε Ελληνικής ομογένειας φέρνει τα προϊόντα της οινοποιίας Κλάους στην πολυεθνική επίσης Βομβάη, των Ralli Brothers και της Αθλητικής Λέσχης Gymkhana (με φόντο εμπόριο του βαμβακιού), αλλά και στην Νέα Υόρκη.
Εκείνο που αναφέραμε ως ηθογραφική ματιά του Μπακουνάκη δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή της ζωής της γερμανικής κοινότητας στην Πάτρα (την οποία οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι επέπρωτο να διαταράξουν βίαια, με τις επιχειρήσεις να περιέρχονται σε μεσεγγύηση ως εχθρικές περιουσίες), ούτε καν στους γάμους και τις πυραμίδες συγγένειας με Έλληνες (η Θωμαϊς Καρβούνη παντρεύεται τον Γουσταύο Κλάους: ένα από τα πολλά ζευγάρια που την δημιουργία τους ευνοούσε-προωθούσε μεταξύ Γερμανών αξιωματούχων και Ελλήνων/Ελληνίδων η Οθωνική αυλή).
Την καλύτερη/παραστατικότερη αποτύπωση αυτής της ηθογραφικής προσέγγισης δίνει ήδη το εξώφυλλο του «Γκούτλαντ» του Μπακουνάκη: Μια φωτογραφία των στελεχών και των εργαζόμενων της εταιρείας, με τις ρεντιγκότες δίπλα στις φουστανέλες με πάλλευκα φορέματα κυριών δίπλα στην καθημερινή φορεσιά εργατριών με μαντίλα, με πλήθος παιδιά καθισμένα στην πρώτη σειρά. μια φωτογραφία που συνειδητά θέλει να φέρει όλους, δίπλα-δίπλα, και γι αυτό… επεκτείνεται μέχρι και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, με τα κτίρια της οινοποιίας και τα βαρέλια ως φόντο. (Άλλωστε, στο ευρύτερο κτήμα ο Κλάους – εν μέρει τειχισμένο και με κτίρια που θύμιζαν οχυρό σε ορισμένα σημεία: Οι ληστές δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στα μέσα του 19ου αιώνα – είχε φροντίσει να υπάρχει και Ορθόδοξη και Καθολική εκκλησία).
Ο Νίκος Μπακουνάκης έχει αξιοποιήσει το πελώριο, αλλά και ιδιαίτερα μεθοδικά τηρημένο αρχείο της Αχαΐας-Κλάους, όμως παράλληλα έχει αναλάβει και μια διερεύνηση σε περιοχές της Κεντρευρώπης για να διαμορφώσει – προς όφελος του αναγνώστη – ένα ταξίδι αναζήτησης και ανακάλυψης. Ένα ταξίδι στο χρόνο και στον τόπο – το δεύτερο έρχεται να προστεθεί στον ρόλο που παίζει ο τόπος της ίδιας της Γκούτλαντ, το κτήμα σε μικρή απόσταση από την Πάτρα όπου διαδραματίζεται το κυρίως έργο... Στο ταξίδι αυτό, στην ανακάλυψη, συμπεριλαμβάνεται και η τεχνική του αμπελιού και του κρασιού/της οινοποιίας και της εμπορικής παρουσίασης και αναβάθμισης της Μαυροδάφνης ή του λευκού Santa Helena: δεν είναι χωρίς αυτή την διάσταση η επίσημη επίσκεψη της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ/Σίσσυ στην οινοποιία, ή σε άλλες προσεγγίσεις εκείνου που τώρα πρόσφατα γνωρίσαμε ως wine tasting. Εκεί όμως και το συναπάντημα με Κατίνα Παξινού ή και Δημήτρη Μητρόπουλο στην μεταπολεμική Αμερική. Δείχνει σαγηνευμένος ο συγγραφέας/ερευνητής/αφηγητής ακόμη και με την chaptalization, την ενίσχυση του γλεύκους που ζυμώνεται προς κρασί με ζάχαρα, πρακτική αρκετά γνωστή στους ασχολούμενους με την οινοποιία.
Τεχνικά συναρπαστική και η διεξοδική περιγραφή της μεταβίβασης των μετοχών και του ελέγχου της επιχείρησης μετά τη μεσοπολεμική «μεσεγγύηση των εν Ελλάδι περιουσιών των υπηκόων εχθρικών κρατών» για να καταλήξουν – μετά από ένα πέρασμα από Λαδόπουλους της Χαρτοποιίας – με την οικογένεια Αντωνόπουλου, σταφιδεμπόρων της Αχαΐας αλλά και με πολιτική (Βενιζελική) δράση. «Στόχος [τους] η διεύρυνση της αγοράς για τους οίνους και τα ποτά, τόσο στο εσωτερικό – ιδιαίτερα της νέες χώρες, Μακεδονία, Δυτική Θράκη αλλά και στην Ανατολική Θράκη – αλλά και τη δεκαετία του ΄30 κι ενώ η οικονομική κρίση και τα σύννεφα του πολέμου πλησιάζουν…
Πάντως, καθώς η τελική ευθεία της αφήγησης καταλήγει να φιλοξενεί – στο Βιβλίο Επισκεπτών του συγκροτήματος της Κλάους – δίπλα σε Γερμανούς (και με φόντο απαγχονισμούς κομμουνιστών στην Πάτρα, από τα Τάγματα Ασφαλείας) το όνομα μιας νεαρής Επονίτισσας. Αλλά – με ωραία αίσθηση της σκηνικότητας – ο Νίκος Μπακουνάκης κλείνει το βιβλίο, στους τελευταίους μήνες του Εμφυλίου με προσερχόμενο έναν επισκέπτη, με το επώνυμο Ασημάκης, ο οποίος αφού φυλλομέτρησε το Βιβλίο Επισκεπτών, έγραψε/σχολίασε: «Πέρασαν μεγάλοι, πέρασαν σπουδαίοι, πέρασαν Γερμανοί, Ελασίτες, Άγγλοι και Αμερικάνοι, περάσαμε κι εμείς!».