Μακράς διάρκειας θα είναι η πολιτική συζήτηση για την επαναθεμελίωση της προοδευτικής παράταξης που θα διεξαχθεί ενώπιον της ελληνικής κοινωνίας. Μία κοινωνίας εξουθενωμένης από το 4ο -ανομολόγητο- μνημόνιο που έχει ουσιαστικά επιβάλει η κυβέρνηση, ιδίως στα χαμηλά και μεσαία στρώματα, κυρίως μέσω του πληθωρισμού. Με ανείπωτο, πλην υπαρκτό, δημοσιονομικό στόχο, μέσα από τα υπερέσοδα, κυρίως των έμμεσων φόρων, να επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται κι έτσι να εξισορροπηθεί η ασύγγνωστη δημοσιονομική επέκταση της πρώτης 4ετίας, των περίπου 60 δισ. ευρώ που διανεμήθηκαν χωρίς αυστηρότητα και δικαιοσύνη.
Ωστόσο, η επαναθεμελίωση της προοδευτικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει στη βάση ενός νέου δημοσιονομικού εκμαυλισμού της ελληνικής κοινωνίας. Θα πρέπει εξ αρχής να απορριφθεί μία πολιτική ρητορική που θα έχει στον πυρήνα της μία νέα δημοσιονομική πλειοδοσία, κάποιον παλαιοκομματικού χαρακτήρα πακτωλό υποσχέσεων για παροχές ύψους δεκάδων δισ. ευρώ.
Έναν τέτοιο πακτωλό είχε εξαγγείλει ο κ. Στ. Κασσελάκης λίγο πριν τις ευρωεκλογές. Κίβδηλες εξαγγελίες, για τις οποίες -όπως είχα πει και στον ίδιο κατά τη διάρκεια συνεδρίασης των αρμοδίων οργάνων- ούτε μου ζητήθηκε η σύμφωνη γνώμη ούτε υπήρχε, ποτέ, πιθανότητα να τη δώσω.
Ο κ. Κασσελάκης έχει προβεί σε υποσχέσεις, στην καλύτερη περίπτωση συνολικού ύψους 25 δισ. ευρώ. Οι δύο προτάσεις νόμου για την έμμεση και άμεση φορολογία που έχει ανακοινώσει θα έχουν ένα δημοσιονομικό κόστος της τάξης των 9,5 δισ. ευρώ τουλάχιστον. Οι υποσχέσεις για οριζόντιο διπλασιασμό των αμοιβών των υγειονομικών και για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων θα είχαν μία επίπτωση της τάξης των 5 δισ. ευρώ περίπου. Ενώ η αύξηση των δαπανών για την υγεία που υποσχέθηκε, επίσης θα είχε ένα δημοσιονομικό κόστος περίπου 10-11 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για υποσχέσεις που προφανώς είναι αδύνατον να υλοποιηθούν, ακόμη και σε βάθος δεκαετίας ή, αν υλοποιηθούν, θα οδηγήσουν τη χώρα σε πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 6-7% του ΑΕΠ, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για νέα μνημονιακά μέτρα σε βάρος των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Με την ίδια αποφασιστικότητα θα πρέπει να απορριφθεί και ο συνοδός νεοπαλαιοκομματικός λαϊκισμός που προσπαθεί να αναβιώσει τη δημαγωγία του ότι, δήθεν, η καλή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους δεν έχει καμία σημασία για το λαό, διότι «δεν τρώγεται». Δεν έχουν περάσει παρά λίγα, μόλις, χρόνια από τότε που η άρνηση των διεθνών οίκων να μας δώσουν μια καλή αξιολόγηση οδήγησε τον ελληνικό λαό στη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος που γνώρισε μετά τον πόλεμο και, κατά κυριολεξία, σε μία οικονομική κρίση που πράγματι οδήγησε χιλιάδες συμπολίτες μας να μην έχουν να φάνε.
Κι επειδή όλοι έχουμε γράψει τη μικρή δημοσιονομική μας ιστορία, είτε ως δήμαρχοι είτε ως μέλη κυβερνήσεων, σε κανέναν δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μας εντάξει στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Στην πλευρά, δηλαδή, που συνωστίζονται όσοι χρεοκόπησαν τη χώρα και όσοι νεόκοποι λαϊκιστές αδιαφορούν εάν θα χρεοκοπήσει ξανά.