Η αρχιτεκτονική του ανατρέπεται. Βασικές δομές του καταρρέουν. Οι διαδικασίες ρευστοποίησής του επιταχύνονται. Η κρίση του κομματικού συστήματος οδηγείται στην κορύφωση.
Δεν είναι φρέσκια. Αντί για ένα βραχείας διάρκειας βίαιο φαινόμενο, η κρίση του κομματικού συστήματος αποτελεί αργόσυρτη και βασανιστική κανονικότητα μετά το 2012. Η κατάρρευση της κοινωνικής εμπιστοσύνης που είχε αποτυπωθεί στα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων τον Μάιο και Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, με τη μαζική αποστροφή των ψηφοφόρων από τους δύο πυλώνες του, σημάδεψε το τέλος εποχής του δικομματισμού που ήταν κυρίαρχος από το 1977 έως τότε. Από εκείνον τον κλονισμό, το κομματικό σύστημα δεν συνήλθε ποτέ. Η κρίση του έγινε καθεστώς, στοιχείο λειτουργίας της χώρας.
Παρά τις ευκαιρίες που κατά καιρούς του δόθηκαν, ειδικά στα διαλλείματα της ανανεωμένης κοινωνικής αισιοδοξίας και των μεγάλων προσδοκιών, δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει συνθήκες εμπιστοσύνης και σταθερότητας. Τώρα, το διεθνές περιβάλλον είναι δύσκολο: Ειρήνη, διεθνές δίκαιο και διεθνείς οργανισμοί δεν είναι της μόδας, ο κόσμος σκοτεινιάζει από συγκρούσεις, διασπάται σε σφαίρες επιρροής και υψώνει ατελέσφορα τείχη εθνικού προστατευτισμού σε συνθήκες κλιματικής κρίσης. Και καθ΄ ημάς, το κομματικό σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί τα πλείστα φαινόμενα οικονομικής, θεσμικής και ηθικής κρίσης, που διαπλέκονται με τη δική του. Ό,τι δεν έγινε χτες, μοιάζει ακατόρθωτο να γίνει αύριο.
Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, η κρίση του κομματικού συστήματος επιταχύνεται.
Η δραστική αναδιανομή πλούτου σε βάρος του κόσμου της εργασίας, η υποβάθμιση του ΕΣΥ υπέρ του ιδιωτικού τομέα, η πελατειακή διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων, η αίσθηση της γενικευμένης διαφθοράς, η εν γένει αναποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης που δείχνει εξαντλημένη τον έκτο χρόνο της εξουσίας της, εξανέμισαν το 41% και οδηγούν τη ΝΔ σε δημοσκοπική πτώση κάτω από το 28% των ευρωεκλογών. Δείγματα μιας προϊούσας φθοράς, σε συνθήκες «πολέμου πολιτισμών» μεταξύ φιλελεύθερης και ακραίας δεξιάς, με απουσία ενός ελκυστικού εθνικού αφηγήματος και μια δηλητηριώδη υποψία να διεκδικεί έδαφος: Ότι η καθοδική πορεία δεν είναι αναστρέψιμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, καταπονημένος από δεισιδαιμονίες και ιδεοληψίες που εκτόπιζαν τον ορθολογισμό κι έκρυβαν όλο και πιο πολύ τον αστερισμό των ιδεών και αξιών της αριστεράς, σε απόσπαση από την πραγματικότητα και σε (αυτό)απομόνωση από τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, πολιτικά ζαλισμένος και κινηματικά ανύπαρκτος, ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση όταν συναντήθηκε με έναν περαστικό, που αναζητούσε ένα κόμμα-κέλυφος σε τιμή ευκαιρίας. Του παραδόθηκε. Πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μόνο κατ’ όνομα, η μετάλλαξή του είναι οριστική και η συρρίκνωσή του γίνεται με ορμή: Δημοσκοπικά βρίσκεται στην τρίτη θέση, πίσω από το ΠΑΣΟΚ, και τίποτα δεν δείχνει ότι θα μπορέσει να κρατηθεί σε αυτήν.
Ποια θα ήταν η καλύτερη εξέλιξη; Να μην χαθεί άλλος χρόνος! Κι αν δεν προβάλει με ευκρίνεια πώς ακριβώς θα είναι το καινούργιο, ας τελειώνει το παλιό –αρκετό κακό έχει κάνει.
Η ζωή, η παλιότερη και η πρόσφατη ιστορία του τόπου, επιβεβαιώνουν ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αδιέξοδη είναι αυτή καθαυτή η αντίληψη-παγίδα ότι, δήθεν, υπάρχουν ανυπέρβλητα αδιέξοδα. Είναι ένας ισχυρισμός που εξυπηρετεί τους επαγγελματίες διαχειριστές ενός παρωχημένου κομματικού συστήματος, για να κρατούν εγκλωβισμένες ή αμέτοχες, σε αποστρατεία, κοινωνικές/ πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια διαφορετική πορεία του τόπου. Αδιέξοδο είναι το σημερινό κομματικό σύστημα. Λειτουργεί πελατειακά, παρεμποδίζει τη συμμετοχή με όρους ανεξαρτησίας, ανιδιοτέλειας και ευθύνης στην πολιτική ζωή, φοβάται ή δεν θέλει ή δεν μπορεί να οργανώσει συναινέσεις για μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, τελικά λειτουργεί ως φρένο σε αυτές και στην πρόοδο. Με όρους δημοσίου συμφέροντος, αυτό το κομματικό σύστημα δεν έχει λόγους ύπαρξης
Όσο γρηγορότερα σκορπίσουν οι αυταπάτες για αυτό κι όσο πιο τολμηρά γίνει η αποκαθήλωσή του, τόσο το καλύτερο. Όσο πιο αργά, τόσο μεγαλύτερο το κόστος σε δυνάμεις, χρόνο και χαμένες ευκαιρίες.