ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Erinnerungen: Mein Leben in der Politik, του Wolfgang Schaeuble (με την συνδρομή των Jens Ηacke και Hilmar Sack), Klett-Cotta Verlag, Stuttgart 2024, σελίδες 656

Τώρα που τελειώνει το καλοκαίρι και πλησιάζει η αρχή της φθινοπωρινής εκδοτικής περιόδου – στην Ελλάδα αλλά και ανά τον κόσμο – ένα βιβλίο που ασφαλώς αναμένεται με ισχυρή αίσθηση σασπένς είναι τα πολιτικά απομνημονεύματα της Άνγκελα Μέρκελ: Έχουν προαναγγελθεί για το Νοέμβριο (από τον εκδότη Kiepenheuer & Witch. στην Ελλάδα από το Μεταίχμιο), πλην ήδη από τον Σεπτέμβριο είναι περίπου βέβαιο ότι θα αρχίσουν να κυκλοφορούν πληροφορίες και στοιχεία για το περιεχόμενό του (τίτλος: «Freiheit» /Ελευθερία), με τις διαρροές να είναι αναπόφευκτες καθώς το βιβλίο ήδη μεταφράζεται – για παράλληλη κυκλοφορία – σε δυο ντουζίνες γλώσσες!

Αυτή η προσδοκία για την «οριστική κατάθεση» της Άνγκελα Μέρκελ σχετικά με την διαδρομή της στο πηδάλιο της Γερμανίας, διαδρομή που σημάδεψε την χώρα της και την Ευρώπη, και πάντως τις δυο μείζονες κρίσεις που ενέπλεξαν καθοριστικά την Ελλάδα – το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό του 2015-16 και ακόμη περισσότερο την προσγείωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης/κρίσης χρέους στην ΕΕ, σε παρολίγον Grexit και στα Μνημόνια με Τρόικα κ.ο.κ. του 2010-18 – ξαναφέρνει πάντως στην επικαιρότητα ένα άλλο βιβλίο: Το «Erinnerungen»/Απομνημονεύματα, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Του ανθρώπου που εύλογα ταυτίστηκε με τα όλα παραπάνω, ως καθοριστικός υπουργός Οικονομικών της περιόδου Μέρκελ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη: Στην Ελλάδα, εκείνα που αποθησαυρίστηκαν και σχολιάστηκαν ήταν τα πιο αιχμηρά/πικάντικα απ’ όσα μας αφορούν άμεσα (αποτελούν κάτι σαν 1/6 του βιβλίου, άλλωστε). Αυτά ακριβώς,  θα μπορέσουμε τώρα, σε λίγες εβδομάδες, να τα διασταυρώσουμε με τις καταθέσεις της πρώην Καγκελαρίου.

Όμως, από τα Απομνημονεύματα Σόιμπλε – που, παρά την επιμέλεια δυο σημαντικών νεότερων ιστορικών, των Χίλμερ Ζακ και Γιενς Χάκε, διατηρούν ζωντανή τη σκληρή πλην έως και χιουμοριστική διατύπωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: Η ίδια του η κόρη, η  δημοσιογράφος Κριστίνε Στρόμπλ, έλεγε ότι περίπου άκουγε την φωνή του πατέρα της διαβάζοντάς τα – αξίζει αληθινά να έχει κρατήσει κανείς πολύ περισσότερα. Ενδεχομένως δε και βαρύτερα, καθώς φωτίζουν τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή και το πώς χαρασσόταν η πολιτική/πώς γραφόταν η ιστορία γύρω μας τις τελευταίες δεκαετίες.

*** *** ***

Θα μας επιτραπεί να διεξέλθουμε πρώτα τα γερμανικά πολιτικά και τα ευρωπαϊκά διεθνή, αφήνοντας για το τέλος «τα δικά μας». νομίζουμε ότι θα προκύψει εύκολα το γιατί.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες των Απομνημονευμάτων, βλέπει κανείς πώς βιώθηκαν από τον Σόιμπλε τα χρόνια του μεταπολεμικού «γερμανικού θαύματος»/τα Wirtshaftswunderjahre, αλλά και πώς «η αποναζιστικοποίηση δεν άγγιξε τον πατέρα μου» ο οποίος, συνεχίζει, «δεν είχε καμιά συμπάθεια προς τους Ναζί [πλην] δεν ανεμείχθη και σε αντίσταση». Και ακόμη: «Για αυτά είχαμε μιλήσει λίγο μόνο». Οπότε σχεδόν αυτονόητα ήρθε η ένταξή του στο κόμμα-προπομπό της μετέπειτα Χριστιανοδημοκρατίας. Η μητέρα του, πάλι, προερχόταν από σοσιαλδημοκρατική οικογένεια και δύσκολα συμβιβαζόταν να λειτουργεί ως νοικοκυρά...

Όσο για τον εαυτό του, δεν διστάζει να τον δηλώσει από νωρίς ως «παιδί του Ψυχρού Πολέμου». Οπότε, ναι μεν καταγράφει τον εαυτό του ως Χριστιανοδημοκράτη, όμως αρνείται το χαρακτηρισμό του Συντηρητικού. σε μια αποστροφή του λόγου του, αναφέρει πως την τότε δημόσια συζήτηση είχε «ηλεκρίσει» το πέρασμα του Τζων Κένεντι. Άλλωστε, με το κλείσιμο της εποχής Αντενάουερ βρέθηκε ο ίδιος σε αποστασιοποίηση. Ένα ανέκδοτο με σημασία: Ο κορυφαίος της οικονομίας εκείνης της εποχής Λούντβιχ Έρχαρντ ήταν τόσο πιστός στην έννοια της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς/Sozialer MarktWirtshaft ώστε, όταν ήταν να τιμηθεί με δεξίωση επί Χέλμουτ Κολ, ζήτησε ο ίδιος να μην προσκληθούν οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων, αφού εκείνος είχε ως ιδεώδες την προκοπή της περιβόητης Mittelstandgesellshaft/ των μεσαίων επιχειρήσεων, που λειτουργούσαν έκτοτε ως ραχοκοκαλιά της Γερμανίας.

Στα ακούσματά του, Μπαχ! Αλλά και ευθεία αναγνώριση ότι – όσο κι αν π.χ. ο πατέρας του δεν ήταν της εκκλησίας «πλην της λειτουργίας των Χριστουγέννων» – για τον ίδιο «η Εκκλησία αποτέλεσε αναγκαίο στοιχείο της δομής της κοινωνίας». Και η πολιτική του στράτευση δεν υπήρξε ασύνδετη απ’ αυτό…

Δώσαμε κάποιαν έκταση σε τέτοια κοινωνιολογικά στοιχεία, επειδή όταν η προσωπικότητα του Σόιμπλε ήρθε σε άμεση τριβή/αντιπαράθεση με την Ελλάδα και την ελληνική υπόθεση και την ελληνική πολιτική (όχι δε μόνο με τον Γιάνη Βαρουφάκη…) οι συνομιλητές του μάλλον είχαν αγνοήσει τη διαδρομή της ζωής του. Αλλά και τι αντιπροσώπευε. Μπορεί δε όλοι να γνώριζαν πώς μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του τον είχε καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι, όμως πόσοι μάντευαν ότι π.χ. στην πρώτη κρίσιμη διαπραγμάτευση που κρινόταν με την απειλή Grexit το αρχικό πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, ο Σόιμπλε πήγε με έκτακτη πτήση «πέρα από κάθε ιατρική λογική», συνοδευόμενος από τη γυναίκα του, καθώς περνούσε κρίση καρκίνου. Από καρκίνο άλλωστε έπασχε επί χρόνια και χρόνια, πράγμα που έμεινε άγνωστο σε όλους στην δημόσια σφαίρα μέχρι το τέλος: Το γνώριζε μόνον η άμεση οικογένειά του – και η Καγκελάριος Μέρκελ.

[Και μπορεί όλα αυτά να αγνοούνταν, ή να μην τους δινόταν σημασία. Πλην όμως, όταν οι Έλληνες διαπραγματευτές ήταν να έλθουν αντιμέτωποι με την ιδιοσυστασία του Σόιμπλε ως καίριου διαπραγματευτή, τούς είχε επισημανθεί εμφατικά ένα άλλο. Κάτι το πασίδηλο, δε. Ότι δηλαδή, ενώ στη Γερμανία κάθε ασφαλισμένος που βρίσκεται, ως παραπληγικός, καθηλωμένος σε αμαξίδιο δικαιούται αυτοκινούμενο, ο Σώϋμπλε ΠΑΝΤΑ επέμενε να κινείται μόνος του με χειροκίνητο αμαξίδιο – και ποτέ δεν πήγε να τον βοηθήσει συνεργάτης ή κλητήρας/huissier στα Συμβούλια. Αυτό, κάτι δείχνει! Ουδείς  όμως των διαπραγματευτών της ελληνικής πλευράς, πλην Στουρνάρα και Τσακαλώτου πρόσεξε/κατάλαβε αυτήν τη διάσταση. Και το τι υποδήλωνε.] Πού να είχαν φαντασθεί, οι Έλληνες συνομιλητές του Σόιμπλε και το άλλο: «Είχα προλάβει να διαβάσω πολλές φορές τις νεκρολογίες μου όλα αυτά τα χρόνια, αφού η καριέρα μου έμενε πάντα ημιτελής [ως ενδεχόμενου Καγκελαρίου, που τελικά δεν έγινε ποτέ]».

Πάμε τώρα σε ένα θέμα με αληθινά κομβική σημασία: Τις σχέσεις Σόιμπλε με την Άνγκελα Μέρκελ. Σύμφωνα με την εκτίμηση του ίδιου του Σόιμπλε, ουδέποτε ο ίδιος ανήκε στο στενό κύκλο υποστηρικτών ή άμεσων συνεργατών της Μέρκελ ως Καγκελαρίου. Πλην όμως είχε συμβάλει στην επιλογή της – το 1998 – ως Γενικής Γραμματέως των Χριστιανοδημοκρατών: «[Ήταν] η καλύτερη και, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, η σημαντικότερη απόφασή μου στην εξουσία». Η συνέχεια γνωστή, αν και μάλλον λησμονημένη: Μετά από δυο χρόνια, η Μέρκελ στράφηκε εναντίον του με αφορμή σκάνδαλο πολιτικών δωρεών κι έτσι του άρπαξε την κομματική εξουσία. Και πάλι, όμως, επιμένει ότι η απόφασή του να την στηρίξει ήταν σωστή, καθώς «η εποχή Μέρκελ αποτελεί μια αξιοσημείωτη φάση ρεαλιστικής πολιτικής».

Πλην βέβαια… δεν λείπει και η φιλική μαχαιριά: Θα προτιμούσε λιγότερους συμβιβασμούς κατά την άσκηση της ηγεσίας. ακόμη κι έτσι, «το πολιτικό στυλ [Μέρκελ] που προσανατολιζόταν σε συμβιβασμούς δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης με τους εταίρους». Πάρθειον βέλος όλης αυτής της αφήγησης: «Το μέλλον θα δείξει ποια θέση θα καταλάβει [η Μέρκελ] στην ιστορία»…

Ενδιαφέρον έχει όμως η αφήγηση Σόιμπλε και για το πώς το 2015 – στο μέσον της μεγάλης μεταναστευτικής κρίσης της εποχής – το συντηρητικότερο δίδυμο των Χριστιανοδημοκρατών, οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές Χόρστ Ζέεχοφερ και Έντμουντ Στόϊμπερ, κινούνταν προς μια κατεύθυνση απομάκρυνσης της Μέρκελ από την ηγεσία – μάλιστα προτείνοντας στον ίδιο να την αντικαταστήσει ως Καγκελάριος. Η άρνησή του και – ιδίως – η διατύπωσή της, που παραπέμπει άλλωστε στην εμπειρία της αντικατάστασης του Χέλμουτ Κολ το 1998,  ήταν ότι «η ανατροπή της ίδιας μας της Καγκελαρίου μόνο κακό θα έκανε στο κόμμα, χωρίς να λύσει τα κυρίως προβλήματα». Και ακόμη: «Έτσι αντιλαμβανόμουν την έννοια της νομιμοφροσύνης, πράγμα που ίσως ακούγεται κάπως πεπαλαιωμένο με τα κριτήρια της τωρινής εποχής».

Ακριβώς όλο αυτό το πλέγμα αφηγημάτων και εκτιμήσεων, θα έχει τώρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το ξαναδεί κανείς μέσα από τα φίλτρα της αφήγησης της Άνγκελα Μέρκελ. Το ίδιο ισχύει και για τρεις άλλες προσεγγίσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: Πρώτον, την κατάθεσή του ότι οι Γερμανοί πολίτες «βρέθηκαν εντυπωσιακά παραπλανημένοι» όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία: Κανείς δεν αγνοεί ότι, ως Καγκελάριος, η Άνγκελα Μέρκελ είναι εκείνη που οδήγησε εν πολλοίς σ’ αυτήν την εγγύτητα – όσο κι αν Σοσιαλδημοκράτες είχαν ανοίξει τον δρόμο, ενώ ο πρώην Καγκελάριος Σρέντερ βρέθηκε να λειτουργεί ως ανώτατο στέλεχος της Gazprom. Δεύτερον, από νωρίς ο Σόιμπλε είχε ταχθεί υπέρ μιας Ευρώπης με «εργαλεία ευέλικτης ενοποίησης» ή/και «μεταβλητής γεωμετρίας» – γι’ αυτό, άλλωστε τιμήθηκε (το 2012) με το Βραβείο Καρλομάγνου: Πόσο μια τέτοια προσέγγιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα βρεθεί να είναι συμβατή με εκείνη της Μέρκελ; Τέλος, η στάση του “Wir shaffen es”/θα τα καταφέρουμε, επί Μέρκελ, απέναντι στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ρεύμα του 2015-16 και το άνοιγμα των συνόρων βρήκε τον Σόιμπλε αρκετά ψυχρό, ενώ σε κομματικό συνέδριο της είχε φωνάξει: «[Έτσι] καταστρέφετε την Ευρώπη». Κι εδώ, η στάση της ίδιας της Μέρκελ, μετά και τις εξελίξεις, μετά την άνοδο της AfD κ.ο.κ. θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Αντιθέτως, ο καθοριστικός ρόλος που είχε ο Σόιμπλε στην διαμόρφωση των όρων με  τους οποίους έγινε η ενοποίηση της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας με εκείνην της Δυτικής – και μάλιστα η ανταλλαγή μάρκου 1:1 και η προσέγγιση της Treuhand για τη μετάβαση των κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων στην αγορά – μάλλον δεν θα συναντήσει κριτική της Άνγκελα Μέρκελ. Άλλωστε, μόλις 9 μέρες μετά την οριστικοποίηση της επανένωσης των δύο Γερμανιών, πυροβολήθηκε ο Σόιμπλε από έναν ψυχικά διαταραγμένο Γερμανό – και έμεινε οριστικά ανάπηρος. (Η συνάντησή του με την μοίρα, του έδωσε την πικρή σοφία του: «Αυτού του είδους τα γεγονότα, δίνουν στον άνθρωπο μια ορισμένη γαλήνη στη ζωή»).

*** *** ***

Πάμε τώρα στα δικά μας, που τα περισσότερα έχουν φιλοξενηθεί ανά τον Τύπο όταν κυκλοφόρησε το “Erinnerungen” του Σόιμπλε, λίγο μετά τον θάνατό του. Θα σταθούμε κυρίως σε εκείνες του τις προσεγγίσεις όπου η τοποθέτηση Μέρκελ θα ‘χει καίριο ενδιαφέρον – ήδη με τις σχετικές διαρροές καθοδόν προς την κυκλοφορία του «Freiheit» της.

Ίσως το ουσιαστικότερο είναι το σύνολο των αναφορών στην εκρηκτική πορεία των πραγμάτων επί Αλέξη Τσίπρα. Πώς, πρώτα-πρώτα, «ενώ ουδείς ήθελε την εποχή  εκείνη [2013] να τον υποδεχθεί στο Βερολίνο» εκείνος τον κάλεσε στο υπουργείο Οικονομικών. Όπου, με ελληνικές πολιτικές εξελίξεις διαφαινόμενες, ο Τσίπρας του ξεκαθάρισε ότι θα κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ πάση θυσία, πλην όμως δεν δεχόταν τον πυρήνα των Μνημονίων, δηλαδή την αιρεσιμότητα της ευρωπαϊκής στήριξης. Τότε, ο Σόιμπλε του είπε εκείνο που και απ’ αλλού ιστορήθηκε, δηλαδή του ευχήθηκε να μην κερδίσει τις εκλογές «για το καλό του», καθώς εκείνη η υπόσχεση δεν θα μπορούσε να τηρηθεί: «Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης χωρίς τις απαραίτητες υποχρεώσεις».

Αν σε αυτό το επίπεδο η αναμενόμενη κατάθεση Μέρκελ θα είναι έμμεσα μόνον επιβεβαιωτική ή διαψευστική, το επόμενο επεισόδιο είναι βαρύτερο. Η σκηνή μετά το ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όπου συγκαλείται στην Καγκελαρία σύσκεψη Μέρκελ-Σόιμπλε-Σταϊνμάϊερ (ΥΠΕΞ)-Γκάμπριελ (από SPD) και Άλτμάϊερ (στενός συνεργάτης της Καγκελαρίου). Εκεί, ο Σόιμπλε θέτει στο τραπέζι την πρόταση για “time-out”/προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, την οποία είχε πρωτοαναφέρει στον Βαγγέλη Βενιζέλο (σ’ αυτό θα επανέλθουμε, αλλ’ υπάρχει ήδη διαθέσιμη η μαρτυρία Β.Β.). «Προς έκπληξή μου συμφώνησε επανειλημμένως μαζί μου ο Γκάμπριελ, ενώ ο Στάϊνμάϊερ έμεινε σιωπηλός». Ο Σόιμπλε καταθέτει ότι λογομάχησε με τη Μέρκελ, η οποία είπε ότι «θα το έκανε μόνο σε συμφωνία με τον Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος διαφωνούσε γι αυτό». Και η κορύφωση: «Δεν θα θυσίαζε η Μέρκελ τις γαλλογερμανικές σχέσεις γι αυτό».

Όταν στην συνέχεια φτάνουμε στη λύση του δράματος – στην πολύωρη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών, που οδήγησε στη μεταστροφή Τσίπρα και στο τρίτο Μνημόνιο, ο Σόιμπλε περιγράφει αφοπλιστικά την τακτική «επίτευξης συμφωνίας δια της κόπωσης, η Μέρκελ ήταν κορυφαία σ’ αυτό». Για να εκφρασθεί εν συνεχεία θετικά για τη μεταστροφή Τσίπρα, που θεώρησε ότι «δεν θα ‘πρεπε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να φύγουμε από το ευρώ, όπως θα ήθελαν σκληροπυρηνικοί σαν τον Σόιμπλε»: Αυτό, ο τελευταίος αποφαίνεται ότι αποτελεί «θαρραλέο βήμα». Με αυτό, «ο Τσίπρας αργότερα πέτυχε αξιοσημείωτα πράγματα, που επέτρεψαν στην επόμενη κυβέρνηση να σταθεροποιήσει περαιτέρω την Ελλάδα». Ο Σόιμπλε  δεν είναι πλέον ανάμεσά μας ώστε να διευκρινίσει τι ακριβώς εννοεί – οπότε η κατάθεση Μέρκελ ίσως βοηθήσει. Πάντως το σοϊμπλικό «Αυτό αξίζει να αναγνωρισθεί» είναι εξαρχής σαφές.

Αν τέτοια είναι η κορύφωση του (κατά Σόιμπλε) ελληνικού δράματος, τα προηγούμενα στάδια ήταν ήδη ευρύτερα γνωστά. Η συζήτηση με τον Βαγγέλη Βενιζέλο «εκτενώς και πολύ ανοιχτά», όταν στον ίδιο τον Σόιμπλε είχε ωριμάσει «ως ultima ratio» η έννοια για time-out της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, πάντως με χρηματοδοτική και τεχνική στήριξη. Η πρόσκληση σε ένδοξο εστιατόριο του Βερολίνου ώστε να υπάρχει «μια πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα εις ένδειξιν εκτίμησης», πλην όμως ο συνδαιτημόνας του «δεν έτρωγε σχεδόν τίποτε, όσην ώρα παρέθετα τις δυο εναλλακτικές προσεγγίσεις μου». Δηλαδή είτε το time-out, είτε παραμονή μεν στην Ευρωζώνη αλλά με σκληρές μεταρρυθμίσεις (που τις μάθαμε/ τις «συνηθίσαμε» εκ των υστέρων ως εσωτερική υποτίμηση). Η κατακλείδα των αναμνήσεων Σόιμπλε: «[Ο Β. Βενιζέλος] κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη υπό οιεσδήποτε συνθήκες».

Εδώ, η διασταύρωση από Μέρκελ θα είναι περισσότερο έμμεση. Αντιθέτως, στην περίπτωση της Συνόδου των G-20 στις Κάννες,  που κόστισε στον Γιώργο Παπανδρέου την πρωθυπουργία όταν διενοήθη να μιλήσει για δημοψήφισμα, η κατάθεση Σόιμπλε ότι «έζησε από κοντά πώς μίλησαν στον Παπανδρέου ο Μπαράκ Ομπάμα, ο Νικολά Σαρκοζί, η Άνγκελα Μέρκελ, η Κριστίν Λαγκάρντ [τότε ΔΝΤ] και ο Μάριο Ντράγκι [ΕΚΤ] και τελικά πώς του υπαγόρευσαν την διατύπωση του δημοψηφίσματος» έχει μια καταλυτική βαρύτητα («είτε αποδοχή του προγράμματος βοήθειας [του Μνημονίου], είτε έξοδος από την Ευρωζώνη» [Προσοχή, το καλοκαίρι του 2015, αυτό είχε μετατραπεί σε απειλή εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση]. Εδώ, λοιπόν η μαρτυρία Μέρκελ θα είναι όχι απλώς ενδιαφέρουσα, αλλά καταλυτική για το πώς γράφτηκε η ιστορία.

Απ’ εκεί και πέρα, ας καταχωρηθεί στη μνήμη η έκφραση Σόιμπλε – για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης Σαμαρά – «έτρεφα μεγάλο σεβασμό», πλην όμως με την πρόσθετη εκτίμηση ότι «το παραδοσιακό κομματικό σύστημα στην Ελλάδα έδειχνε να συνθλίβεται μεταξύ των άκρων». Με άλμα στο χρόνο, πάλι, έχουμε τον Σόιμπλε να καταθέτει μεν το «we agree to disagree» μετά την συνάντηση με Γιάνη Βαρουφάκη στο Βερολίνο στο ξεκίνημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με ήπια αποστροφή προς τον «αντισυμβατικό τρόπο» και το «ύφος ποπ-σταρ» του Βαρουφάκη – αλλά και αναφορές στο απειλητικό «όλα τελειώνουν στις 28 Φεβρουαρίου» (μετά την μικρή παράταση του δεύτερου Μνημονίου, που έληγε τέλος Δεκεμβρίου 2014). «Μόνο με ένα τέτοιο τελεσίγραφο η Ελλάδα θα μπορούσε να υποχωρήσει, σε κάποιο βαθμό».

Πάντως, το «σοβαρός και αξιόπιστος» με το οποίο περιγράφει τον Ευκλείδη Τσακαλώτο όταν διαδέχθηκε τον εκπαραθυρωθέντα Βαρουφάκη δείχνει την έκταση που υπήρξε στην αλλαγή κλίματος.

Σε όλα τα βήματα αυτής της διαδρομής, η μαρτυρία της Άνγκελα Μέρκελ – τώρα, με το αναμενόμενο «Freiheit» της – θα έχει μείζον ενδιαφέρον. Υπάρχει όμως ένα τουλάχιστον σημείο, πρόσθετο, απτόμενο της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Όχι, δεν αφορά την de facto άρνηση των ηγετών στις Κάννες να προχωρήσει σε δημοψήφισμα ο ΓΑΠ. ούτε το «άδειασμα» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 από την Κορυφή των Βρυξελλών. Αλλά την πρόταση Σόιμπλε στον Βαγγέλη Βενιζέλο «να ανατεθεί η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος [του δεύτερου Μνημονίου] στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις Βρυξέλλες, ώστε να μην απαιτούνται [πλέον] κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για την υλοποίηση των μέτρων».

Γνωρίζοντας τη νομική ιδιότητα του Β.Β, ο (νομικός και ο ίδιος) Σόιμπλε δεν μπορεί να αμφέβαλλε ότι μια τέτοια πρόταση «που ήξερε [ο Σ.] ότι θα είχε βαθιές συνέπειες στην κυριαρχία της Ελλάδας, την οποία απέρριψε κατηγορηματικά ο Βενιζέλος». Με την άκομψη μάλιστα προσθήκη «ο οποίος θα ήθελε μάλλον  ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός». Αυτήν/ αυτού του είδους την προσέγγιση όχι απλώς στην Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αληθινά αξίζει να δούμε πώς θα την καταγράψει η Άνγκελα Μέρκελ. Προσεχώς επί της οθόνης.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!