Να το πούμε ευθέως: Δεν είναι ένα αισιόδοξο ανάγνωσμα, αυτό το βιβλίο του Γ. Σιακαντάρη – κοινωνιολόγου, με ακαδημαϊκή τεχνοκρατική αλλά και αρθρογραφική παρουσία τα τελευταία χρόνια, καθώς και κομβικού συνεργάτη πολιτικών ινστιτούτων από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ/ της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης – στο μέτρο που στην κατακλείδα του μελαγχολεί για μια πραγματικότητα όπου στην πολιτική και γενικότερα στη δημόσια ζωή «αμφισβητείται στο όνομα των ιδεολογιών της παρακμής η [ίδια η] έννοια της προόδου». Με την επιπρόσθετη μάλιστα παρατήρηση ότι «αυτό που το αυταρχικά καθεστώτα επεδίωκαν να πετύχουν με τη βία, σήμερα το κατορθώνει το διαδίκτυο από μόνο του», αφού σήμερα «ζούμε με ό,τι μας σερβίρει το διαδίκτυο, με ό,τι δηλαδή θέλουμε να ξέρουμε και όχι με ό,τι πραγματικά συμβαίνει».
Το «μετά-» που ιχνηλατεί ο Σιακαντάρης στον Καστοριαδικά γενικευμένο κομφορμισμό της εποχής «όχι μόνο ως προς την κατανάλωση, αλλά και ως προς την πολιτική, τις ιδέες, την κουλτούρα» έρχεται να επιχρωματίσει – και ως εκ τούτου να στρεβλώσει – την ίδια την πολιτική, τους φορείς της που είναι/θα ‘πρεπε να είναι τα κόμματα, τη λειτουργία της δημοκρατίας, είναι κάτι που (όπως παρατηρεί προλογικά ο Ξενοφών Κοντιάδης) απηχεί «γνήσια αγωνία για τις μεγάλες προκλήσεις της σύγχρονης (μετα)δημοκρατίας και των συγκρούσεων της με τους μεγάλους αντιπάλους της». Σ’ αυτούς τους τελευταίους έχει ενδιαφέρον να δει κανείς κατά τον Σιακαντάρη πώς/πόσο δίπλα στις σχεδόν αυτονόητες απειλές – την ακροδεξιά, τον ρατσισμό, τον τραμπισμό, τον εθνολαϊκισμό – βρίσκει κανείς την μονόδρομη σκέψη, την ΤΙΝΑ/there is no alternative. Προσέγγιση που αποστρατεύει τον πολίτη εκ των προτέρων: Αφού δεν υπάρχει εναλλακτική… τι να κάνουμε!
Περιθωριοποίηση των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών θεσμών (με την ουσιαστική νομιμοποίηση όλο και περισσότερο σε ρόλο ζητούμενου). Τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής και «δημοκρατία της συνηγορίας» (με την πολιτική σε λογική ΜΚΟ ή πάλι με την αναζήτηση νομιμοποίησης στις ταυτότητες, ως υποκατάσταση της διάκρισης Δεξιάς και Αριστεράς). Προεδροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας και δικαστικοκρατία (εδώ κάπου θα κουνήσει ο αναγνώστης ακόμη πιο πικρά το κεφάλι του με τις πιο πρόσφατες – μετά την κυκλοφορία του βιβλίου – εξελίξεις στη λειτουργία της δικής μας Δικαιοσύνης σε θέματα όπως των παρακολουθήσεων, αλλ’ ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση «εξαρτημένων ανεξάρτητων αρχών»). Μετάλλαξη των παραδοσιακών εθνικισμών ή πάλι του πολυσυζητημένου εθνολαϊκισμού προς «λαϊκίστικο αντιλαϊκισμό της ελίτ» (με την «περιφρόνηση προς τους λαούς, που εμπνέει τμήματα της κυρίαρχης ελίτ [σας θυμίζει ίσως κάτι;…] και που οδηγεί πολλούς στον Ευρωσκεπτικισμό και την άνοδο της ευρωπαϊκής και αμερικανικής Ακροδεξιάς»). Μαζί, αυτό, και με την αναρρίπιση του θρησκευτικού αισθήματος σε νέα βάση. Επίδραση της παγκοσμιοποίησης, με φόντο τις μείζονες κρίσεις του 21ου αιώνα, από μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα μέχρις εκφάνσεις της κλιματικής κρίσης.
Μέρες που ζούμε/φάση που περνάμε στην Ελλάδα του 2024, η μελέτη του πώς εκφυλιστικά μετασχηματίζονται τα πολιτικά κόμματα σε τεχνοκρατικά «μετακόμματα» και κόμματα-σουπερμάρκετ -η άλλη πλευρά εκείνου που ζήσαμε από την δεκαετία του ΄80 κι ακόμη περισσότερο του ΄90- στην Ελλάδα ως θριαμβεύουσα πολυσυλλεκτικότητα – έχει πολλά να δείξει. Όπως, αντίστοιχα, και το ρίζωμα του αρχηγισμού με βάση μιαν αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη με τους ψηφοφόρους σε ρόλο πιστών.
Το καταθέτει με σαφήνεια ο Σιακαντάρης: «Η διάκριση Αριστερά-Δεξιά είναι για τις δημοκρατίες ό,τι το οξυγόνο για την αναπνοή όλων των ζώντων ειδών». Πλην όμως το παιχνίδι της τεχνοκρατικοποίησης στην αναζήτηση λύσεων ακόμη και για τα σημαντικότερα των κοινωνικών προβλημάτων, η απομάκρυνση από «το ιδανικό της ισότητας και τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης», των κατά Μπόμπιο μη-διαπραγματεύσιμων αξιακών αφετηριών, δεν καταλήγει σε αισιόδοξα συμπεράσματα.
Θα μας επιτραπεί, πέρα από την πρόσκληση στον αναγνώστη να τόχει διαβάσει αυτό το βιβλίο αν του λέει κάτι η διερώτηση για το μέλλον/για τον ορίζοντα του 2050, να καταθέσουμε μιαν αίσθηση ότι λανθάνουσα απάντηση στο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν;» κινείται πολύ κοντά στο «άσε καλύτερα!».