Απο την μια η νέα εποχή κυρώσεων λόγω πολέμου στην Ουκρανία με το «πάγωμα» των Ρωσικών στοιχείων ενεργητικού στην Δύση, από την άλλη η συνολική αντίληψη του πώς το νόμισμα/το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα πορεύεται πλέον σε ανεξερεύνητα εδάφη, δίνει σ’ αυτό το βιβλίο – που αρχικά κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις Belknap του Harvard U. Press λίγο πριν την εισβολή στην Ουκρανία – μια διαφορετική επικαιρότητα. Πράγματι οι προϋπάρχουσες δυνατότητες που παρέχουν τα ψηφιακά νομίσματα φωτίζονται με γεωπολιτική πλέον ένταση: Το να μένουν κρατικά ή και ιδιωτικά στοιχεία ενεργητικού «εκτός ραντάρ πιθανών κυρώσεων» αποκτά αξία νέου τύπου…
Εδώ πάντως, ο ινδικής καταγωγής Εσουάρ Πράσαντ, καθηγητής Εμπορικής Πολιτικής στο Cornell ενισχύει την παρουσίαση του πώς «η φρενήρης τεχνολογική επανάσταση αλλάζει ραγδαία τον χρηματοπιστωτικό τομέα» με την επιπρόσθετη παρατήρηση ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες «θα συμβάλουν στην διεύρυνση της χρηματοοικονομικής ένταξης και θα επιτρέψουν να ενισχυθεί η αποδοτικότητα της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης».
Δεν παραλείπει όμως να καταγράψει και κάτι που συχνά ο (υπερ)ενθουσιασμός για τα ψηφιακά νομίσματα κρύβει από τη δημόσια συζήτηση: Ότι όσο κι αν οι νέες τεχνολογίες «υπόσχονται εκδημοκρατισμό […] και διεύρυνση της πρόσβασης σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και προϊόντα», πλην όμως καθώς «οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ψηφιακά μέσα και είναι οικονομικώς αναλφάβητοι, μερικές από τις [επερχόμενες] αλλαγές θα μπορούσαν να βλάψουν αυτά τα τμήματα του πληθυσμού όσο και να τα βοηθήσουν».
Ή, με άλλα λόγια, «ας μην παρασυρθούμε από μια υπεραισιόδοξη εικόνα της μετασχηματιστικής δύναμης της τεχνολογίας». Πράγματι, ενώ στην ανάλυσή του ο Πράσαντ ναι μεν καταγράφει/αναλύει το ενδεχόμενο κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες να προσπεράσουν στάδια της χρηματοοικονομικής εξέλιξης, με ανάπτυξη ψηφιακών μέσων πληρωμών προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των δικών τους λιγότερο εξελιγμένων χρηματοοικονομικά πληθυσμών, όμως δεν χάνει από τα μάτια του και κινδύνους και όρια.
Το πρώτο του κεφάλαιο, «Ρίχνοντας τα θεμέλια», περιλαμβάνει ήδη την παρατήρηση της υποδιοικήτριας της κεντρικής τράπεζας της Σουηδίας ότι, με βάση τις έως τις αρχές της τωρινής δεκαετίας εξελίξεις, «μέχρι το 2030, το τελευταίο (εν κυκλοφορία) χαρτονόμισμα θα έχει επιστραφεί στη Sveriges Riksbank». Τα θεμέλια που αναφέρονται στον τίτλο περιλαμβάνουν μια συνολική εισαγωγή στην χρηματοοικονομική λειτουργία, την οποία ο αναγνώστης καλείται να ενσωματώσει στην αντίληψη των πραγμάτων που έχει ως χρήστης του χρήματος – αυτού του παντού παρόντος στοιχείου της ζωής των ανθρώπων. Ως μονάδας μέτρησης· ως μέσου ανταλλαγών. ως μέσου διακράτησης αξίας. Ο συγγραφέας περιγράφει το πώς Κινέζοι φίλοι του τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, οσάκις έβγαζε το πορτοφόλι του για να πληρώσει έναν καφέ, την στιγμή που οι ίδιοι πλήρωναν τα πάντα με το κινητό τους. (Επισημαίνει βέβαια ο Πράσαντ το ιστορικό παράδοξο: Στην ίδια αυτή Κίνα είναι που πρωτοκυκλοφόρησε χαρτονόμισμα, πριν πολλούς αιώνες, με την εμπιστοσύνη μεταξύ εμπόρων να συμπληρώνει το κάλυμμα του νομίσματος σε πολύτιμα μέταλλα…). Ήδη, προαναγγέλλει ο Πράσαντ, Κίνα και Σουηδία βρίσκονται στην πρωτοπορία της μετάβασης στο ψηφιακό χρήμα το εκδιδόμενο από τις κεντρικές τους τράπεζες (CBDCs).
Σε επόμενο κεφάλαιο, έρχεται να ασχοληθεί με το πώς «Καινοτομίες» είναι εκείνες οι οποίες – όπως η προσέγγιση blockchain του Bitcoin ή η πιο προηγμένη του Etheraeum – φέρνουν την υπόσχεση για καλύτερη και πιο αξιόπιστη λειτουργία του κόσμου των χρηματοοικονομικών. Φέρνουν στο προσκήνιο ακόμη και εκείνο που, κατά κύματα, ζήσαμε ως μανία των κρυπτονομισμάτων, την οποία είδαμε να καταλήγει μέχρι και σε σκάνδαλα, άλλωστε. (O Prasad δεν πρόλαβε το μεγάλου βάθους σκάνδαλο του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων Binance, του Τσάνγκπενγκ Τσάο, με αναγωγές σε Αλ- Κάιντα, Χαμάς κ.α., ούτε εκείνο της FTX του Μπάνκμαν Φριντ). Εδώ, ο Πράσαντ εμφανίζεται αρκετά πιο συγκρατημένος: ‘Ήδη η καταγραφή του πώς η πρωτοβουλία του Facebook να εκδώσει το δικό του κρυπτονόμισμα – το Libra, που μετονομάσθηκε σε Diem – έφερε αντίδραση από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, λόγω ανησυχίας για την πιθανή επίδραση στην άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Όπως συγκρατημένος εμφανίζεται και στο κεφάλαιο περί των «Επιπτώσεων» απ’ όλη αυτή την διαδρομή, που κάνει «ένα λαμπρό μέλλον να μας γνέφει» - παρευθύς όμως ο ίδιος σπεύδει να σχετικοποιήσει, προσθέτοντας, «-ίσως». Κομβικής σημασίας, εδώ, η επίδραση που μπορεί να έχει η επίπτωση στις κεντρικές τράπεζες, δηλαδή στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Βέβαια, σε περιπτώσεις όπως της Ελλάδας στη φάση των Μνημονίων και της αγχώδους αναζήτησης δημοσιονομικών εσόδων (σωστότερα: Περιορισμού της διαρροής φόρων με τη μετάβαση σε ψηφιακό χρήμα…) περισσότερο ενδιέφερε αυτή η πλευρά των πραγμάτων. Όμως και στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, η πρόσκτηση φορολογικών εσόδων με την γενίκευση του ψηφιακού χρήματος (και τον περιορισμό της χρήσης μετρητών) δεν παύει να ανακινεί το μόνιμο ερώτημα: Υπέρ ποίου θα διατεθούν αυτοί οι πόροι;
Σ’ αυτό το σημείο, πάντως, παρεμβάλλεται η επιχειρηματολογία για το «Χρήμα των Κεντρικών Τραπεζών» - δηλαδή περί των ψηφιακών νομισμάτων των ίδιων των κεντρικών τραπεζών – θέμα στο οποίο, ας σημειωθεί, εδώ και αρκετά χρόνια τακτικά επανέρχεται ο Γιάννης Στουρνάρας της ΤτΕ, ακόμη και πριν γίνει του συρμού η συζήτηση για ψηφιακό χρήμα των κεντρικών τραπεζών (CBDCs), που ήδη έχει κινητοποιήσει και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια συζήτηση που – ας μας επιτραπεί – θυμίζει κάπως την προσπάθεια των θρύλων της Ανατολής, όταν επιχειρείται να ξαναμπεί το τζίνι στο λυχνάρι!
Στο πολυπρισματικό αυτό βιβλίο του Εσουάρ Πράσαντ, πρέπει κανείς να του το αναγνωρίσει, μέσα σ’ όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, τις χρηματοοικονομικές αιχμές, τις μακροοικονομικές αναζητήσεις, δεν λείπει η μέριμνα – το είδαμε ήδη! – για τόσα κατά πόσον μερικές από τις [επερχόμενες] αλλαγές θα μπορούσαν να βλάψουν τμήματα του πληθυσμού όσο και να τα βοηθήσουν»…