Τους τελευταίους μήνες γράφτηκαν πολλά, κυρίως από πολιτική οπτική, για τα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης. Την έζησα ως ενήλικας από το 1974, και προσπάθησα να καταλάβω και να κωδικοποιήσω τα καλά και κακά που έφερε στην χώρα. Κατέληξα σε έξη στοιχεία: πολιτική ευστάθεια, ανάπτυξη και κοινωνική ενσωμάτωση, ενδυνάμωση της κομματικής εξουσίας, χαλάρωση στην τήρηση κανόνων, αδυναμία σύνθεσης μακροπρόθεσμων πολιτικών και ενίσχυση της διεθνούς θέσης μας.
Η μεταπολίτευση άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας των πολιτειακών και πολιτικών θεσμών της χώρας. Μετά τη δικτατορία δημιουργήθηκε μια φιλελεύθερη αστική δημοκρατία με κατοχυρωμένα πολιτικά δικαιώματα, που επέτρεψε μέχρι σήμερα την ομαλή εναλλαγή 14 κυβερνήσεων διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Εξωτερικοί, πολιτειακοί και θεσμικοί παράγοντες, όπως το παλάτι και ο στρατός, έπαψαν να έχουν λόγο για το ποιος και πώς κυβερνά τη χώρα. Ακόμη και στις δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης, οι εναλλαγές ήταν προϊόν μιας αδιαμφισβήτητης δημοκρατικής διαδικασίας.
Η νέα πολιτική τάξη, που εδραιώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεγάλωσε την οικονομία, παρά τις περιόδους στασιμότητας, και αρχικά βελτίωσε την παραγωγικότητα. Ενσωμάτωσε στην λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας στρώματα που είχαν αποξενωθεί, διεύρυνε την εκπαιδευτική βάση της, εξασφάλισε καλύτερα την υγεία των πολίτων και έφτιαξε μια καινούργια γενιά φυσικών και κοινωνικών υποδομών.
Μπορεί να στερεώθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί, αλλά δεν άλλαξε η πολιτική κουλτούρα, η οποία διατήρησε ως κέντρο ενδιαφέροντος το κράτος και μοχλούς επιρροής και επιβολής τα κόμματα. Η ανάδειξη στην εξουσία συνέχισε να σηματοδοτεί και την καθημερινή διοίκηση της χώρας. Η αντίληψη ότι το κράτος, ως μηχανισμός διαχείρισης σχέσεων, διανομής πόρων και κατά περίπτωση επίλυσης προβλημάτων, περιέρχεται στα χέρια του νικητή της δημοκρατικής μάχης των εκλογών ενισχύθηκε από την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία, την προφανή ικανοποίηση των προσδοκιών των κομμάτων όταν την αναλάμβαναν, αλλά και από την ανοχή των πολιτών στις πελατειακές πρακτικές. Έτσι, σταδιακά υποβαθμίστηκε η αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών, υπονομεύθηκε το κύρος τους (όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις) και μειώθηκε η διάκριση μεταξύ εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, αποδυναμώνοντας έτσι την δυνατότητα ελέγχου της πρώτης.
Η ενδυνάμωση της κουλτούρας της πολιτικής εξουσίας επί των μηχανισμών διοίκησης εξασθένισε την θεσμική και αξιακή πειθαρχία, αναγκαία σε κάθε κοινωνία. Η χαλάρωση οδήγησε νομοτελειακά στην αδιαφορία για την τήρηση ηθικών, οικονομικών, και μερικές φορές νομικών, κανόνων και περιορισμών στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας. Η διεύρυνση του ελεύθερου πεδίου οικονομικής δραστηριοποίησης, η άνετη χρηματοδότηση και η αυτόβουλη εξάρτηση από το κράτος διευκόλυναν εν μέρει την ανάπτυξη αλλά εν μέρει την αποπροσανατόλισαν, καθηλώνοντας το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων, συγκρατώντας την ανταγωνιστικότητα και περιορίζοντας την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Η θεσμική ανοχή και η κομματική αντίληψη διοίκησης του κράτους κατέτειναν στην συστηματική χειροτέρευση της δυνατότητας της πολιτείας να αναπτύσσει και να εφαρμόζει μακροπρόθεσμες πολιτικές. Σε συνδυασμό με αυτό, η διασταλτική αντίληψη των κανόνων διαμόρφωσε ένα νέο πλαίσιο οικονομικής διαχείρισης και κατανομής πόρων, τόσο εθνικών όσο και ευρωπαϊκών, που ακόμα αντανακλά κατά κύριο λόγο πελατειακές δοσοληψίες και όχι στρατηγικές επιλογές. Αυτός ο «κρατικοδίαιτος καπιταλισμός», που προϋπήρχε, άνθισε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και δεν επέτρεψε στη χώρα να αξιοποιήσει τα δυνατά της σημεία και να ανέβει σε άλλο επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα στην περίοδο της μεταπολίτευσης, όταν εστίασε σε διεθνή προβλήματα, με τρόπο που τα έκανε ευρύτερα αντιληπτά και αποδεκτά, τα αντιμετώπισε αποτελεσματικά. Τέσσερα παραδείγματα αρκούν. Ένταξη της χώρας το 1979 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, πριν από την Πορτογαλία και την Ισπανία, είσοδος στην ευρωζώνη το 2002, ένταξη της Κύπρου ως ισότιμο μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, και η διεξαγωγή το πολύ επιτυχημένων Ολυμπιακών Αγώνων επίσης το 2004. Είναι φανερό ότι η προσήλωση σε σαφείς, κοινά αποδεκτούς στόχους και η κινητοποίηση από την ισχυρή επιθυμία της επιτυχίας τους, μας κάνει πολύ αποτελεσματικούς σε διεθνές επίπεδο.
Η εξασθένηση των κρατικών δυνατοτήτων, η συρρίκνωση της απόστασης μεταξύ εξουσιών και η κανονιστική ανοχή συμπορεύθηκαν με την γρήγορη ανάπτυξη, που χρηματοδοτήθηκε χωρίς πειθαρχία κυρίως από εξωτερικούς πόρους και κατέληξε στην οικονομική κατάρρευση του 2010. Η μεταπολίτευση τέλειωσε σε αυτό το σημείο, με την απώλεια του ελέγχου πολιτικών επιλογών στους θεσμικούς πιστωτές. Αλλά το ισχυρό πολιτειακό σύστημα που είχε ωριμάσει, επέτρεψε στην Ελλάδα να διαχειριστεί και αυτή την περίοδο. χωρίς πολιτικές ανωμαλίες
Η μεταπολίτευση έκλεισε αλλά η κληρονομιά της κουλτούρας κομματικής διοίκησης του κράτους, που δεν επιθυμεί σκληρούς κανόνες και πειθαρχία εφαρμογής και που το διαπλέκει συνεχώς με την οικονομία, έχει καθηλώσει την χώρα. Είναι προφανές ότι η μετα-μεταπολίτευτικη πορεία θα πρέπει να πατήσει στα ισχυρά σημεία της περιόδου και να άρει τις εγγενείς πλέον αδυναμίες.
(*) Ο Κώστας Σ.Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων