Η πρόσφατη χρηματιστηριακή αναταραχή στην Άπω Ανατολή και στην Αμερική, εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο σε διάστημα πέντε ημέρων (31 Ιουλίου ως 1 Αυγούστου).Είναι προϊόν τεσσάρων ανεξάρτητων δυναμικών που συνέκλιναν πολύ γρήγορα και δυο συμπεριφορικών αντιδράσεων που τις ενίσχυσαν.
Η άνοδος του γεν: H κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας είχε κρατήσει από το 2007 τα επιτόκια στο μηδέν και αρνητικά, στην προσπάθειά της να επιταχύνει την οικονομία. Αυτό, ανεξάρτητα από τον μακροοικονομικό αντίκτυπο, έκανε το γεν ένα φτηνό νόμισμα στο οποίο μπορούσαν να δανείζονται επενδυτές. Εκμεταλλευόμενοι τη μακρά περίοδο μηδενικών επιτοκίων, πολλοί άντλησαν κεφάλαια σε γεν για να χρηματοδοτήσουν τοποθετήσεις, τα λεγόμενα carry trades. Η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας στις 31 Ιουλίου να ανεβάσει το επιτόκιο συμπίεσε τις τιμές των μετοχών στα ιαπωνικά χρηματιστήρια (ο TOPIX μειώθηκε κατά 20% μέσα σε 5 μέρες) και έβαλε μεγάλη πίεση στα carry trades, καθώς οι επενδυτές έκλειναν τις θέσεις τους με ταχύτητα.
Οι εταιρείες τεχνολογίας: Εταιρείες τεχνολογίας. κυρίως στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, άρχισαν να συναντάνε εμπόδια στην εκθετική τους ανάπτυξη. Η Nvidia, πρωταθλήτρια στο σχεδιασμό των ειδικών για τεχνητή νοημοσύνη microchips, διαπίστωσε τεχνικού χαρακτήρα δυσκολίες στην ανάπτυξη της τελευταίας γενιάς (Blackwell) και ανακοίνωσε τρίμηνη τουλάχιστον καθυστέρηση της έναρξης της παραγωγής. Αυτό είχε άμεση επίπτωση στις τιμές των μετοχών όλων των εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης και των υπεργολάβων της, TSCM και Samsung, που είναι γίγαντες της παγκόσμιας παραγωγής microchips. Η πτώση 15% της τιμής της μετοχής της Nvidia παρέσυρε τις μετοχές στην Ταϊπέι και στη Σεούλ, στο ίδιο διάστημα που τα χρηματιστήρια της νοτιοανατολικής Ασίας πιέζονταν από την αύξηση των επιτοκίων του γεν.
Η κίνηση του Μπάφετ: Οι επενδυτές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η σχέση των αποτιμήσεων εταιρειών στην ευρύτερο χώρο της τεχνολογίας, αλλά και αλλού, με τα οικονομικά αποτελέσματα και τις χρηματορροές ήταν αδύναμη. Αυτό οδήγησε σε μετακινήσεις επενδυτικών κεφαλαίων , με μεγαλύτερη την πώληση του 5% μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 της Apple από την Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ. Μεταξύ 10 και 31 Ιουλίου ο δείκτης SP Tech έχασε 12% της αξίας του και άλλο ένα 8% μέχρι τις 5 Αυγούστου, ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας VIX ανέβηκε στα υψηλότερα επίπεδα μετά το 2020. Έτσι προστέθηκε μια ακόμη δύναμη στην αναταραχή του γεν και των κακών νέων για τις εταιρίες τεχνητής νοημοσύνης και microchips.
Η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ: Στις 2 Αυγούστου ανακοινώθηκε ότι ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ μειώθηκε λίγο και η ανεργία αυξήθηκε ελαφρά. Σε συνδυασμό με τη μη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) στις 31 Ιουλίου, που σε σημαντικό βαθμό ήταν αναμενόμενη, ενισχύθηκε η αίσθηση του κινδύνου μιας επερχόμενης ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην εβδομάδα η JP Morgan ανέβασε την πιθανότητα ύφεσης από το 25% στο 35%, η Goldman Sachs από το 15% στο 25% . Η διόγκωση του κινδύνου ύφεσης στις ΗΠΑ είχε άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές των μετοχών.
Αλγόριθμοι και διαχειριστές: Ένα σημαντικό μέρος του συναλλακτικού όγκου στα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια είναι αλγοριθμικό και στηρίζεται στην αναγνώριση τάσεων και αναμενόμενων μετατοπίσεων από αυτές. Όταν οι μη προσδοκώμενες μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον είναι μεγάλες, οι αλγόριθμοι αναστατώνονται και σχεδόν ακαριαία επιχειρούν να κλείσουν τις ζημιογόνες θέσεις. Έτσι ενισχύουν τις αρνητικές δυναμικές της αγοράς και μεγαλώνουν το αποτύπωμα τους. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η συμπεριφορά των διαχειριστών κεφαλαίων, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι την απομείωση της αξίας των θέσεων τους τις κλείνουν ταχύτατα, για να «κλειδώσουν» τα κέρδη του παρελθόντος –και, μαζί, το μπόνους τους.
Έτσι, σε χρονικό διάστημα ελάχιστων ημερών, τέσσερις, πρακτικά ανεξάρτητες, δυναμικές συγχρονίστηκαν και έφεραν τα πάνω κάτω στις χρηματιστηριακές αγορές.
Είναι ενδεικτικό ότι ενώ την ίδια περίοδο εξελισσόταν η κατάσταση στη Μ. Ανατολή με τις δολοφονίες ηγετικών στελεχών της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, αυτά δεν είχαν ουσιαστική επίπτωση στον τρόπο που η αγορά βλέπει το μέλλον.
Η μεγάλη ευαισθησία των διαχειριστών κεφαλαίων σε αρνητικά οικονομικά νέα, η ισχυρή διασύνδεση των κεφαλαιαγορών, η ταχύτατη ανταπόκριση τους σε ερεθίσματα και ο κολοσσιαίος συναλλακτικός όγκος οδήγησαν σε μικρό χρονικό διάστημα σε μια παγκόσμια χρηματιστηριακή πτώση, αναντίστοιχη της κατάστασης της πραγματικής οικονομίας.