ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η πειστικότητα του πορίσματος και η πραγματικότητα των υποκλοπών

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αποφάσισε λοιπόν ότι δεν υπάρχει καμία ευθύνη κρατικών οργάνων και αξιωματούχων στην υπόθεση των υποκλοπών. Ό,τι έγινε, λέει το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης, έγινε νόμιμα, δεν υπήρξε κανένα «σκάνδαλο υποκλοπών». Κι ας ενέπλεξε τόσα δημόσια πρόσωπα κι ας συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα.

Η απόφανση είναι απόφανση και παράγει έννομες συνέπειες τις οποίες όλοι υποχρεούνται να σεβαστούν. Αυτό δεν αναιρεί, όμως, παρά τα μαθήματα συνταγματικού δικαίου που έσπευσαν να δώσουν κυβερνητικοί παράγοντες, τα δικαιώματα κριτικής και αμφισβήτησης, που είναι επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα.

Θεωρώ ότι έχουμε, ειδικά για μια υπόθεση τέτοιας σημασίας, χρέος να ασκήσουμε αυτά τα δικαιώματα. Η χθεσινή ανακοίνωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προκαλεί μια σειρά από ερωτήματα που περιμένουν απάντηση και ήδη δημιουργούν προβληματισμό.

Η Εισαγγελέας ανακοίνωσε ότι από το αποδεικτικό υλικό συνάγεται «αναντίλεκτα» ότι δεν υπήρξε «απολύτως καμία» εμπλοκή κρατικής υπηρεσίας ή παράγοντα με το κακόβουλο λογισμικό predator. Μήπως αυτό έρχεται σε αντίθεση με πορίσματα οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, παραδοχών στον Τύπο και τη Βουλή, ακόμα και με την προχτεσινή αποκάλυψη ότι ΕΥΠ και διαχειριστές του συγκεκριμένου λογισμικού παρακολουθούσαν αμφότεροι πολλά κοινά πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και μια τότε Προϊστάμενη της ΕΛΑΣ; Κι αν πράγματι υπάρχει αυτή η σύγκρουση πορισμάτων, μήπως θα έπρεπε -θα όφειλε- να μην έχει δημιουργήσει τέτοια κατηγορηματική βεβαιότητα ότι «όλα καλά» και να μην είχε οδηγήσει στη θέση της υπόθεσης στο αρχείο; Πόσο μάλλον όταν η εισαγγελική αρχειοθέτηση είναι εξαιρετικά σπάνια, ακόμα και για μικρότερης σημασίας υποθέσεις;

Το πόρισμα κάνει λόγο για ενδελεχή και πλήρη διερεύνηση όλων των σχετικών με τις υποκλοπές στοιχείων. Πέραν του αδόκιμου κομπασμού, που επιτείνεται από την προσθήκη ότι τέτοια έρευνα δεν έχει λάβει χώρα «σε καμία άλλη χώρα», μήπως ο χαρακτηρισμός είναι και αντικειμενικά ανακριβής; Έλαβε άραγε υπόψη η «εξαντλητική διερεύνηση» όλα τα κρίσιμα γεγονότα; Ισχύει αυτό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για τα ακόλουθα γεγονότα;

* Για τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στη λειτουργία δυο τουλάχιστον ανεξάρτητων Αρχών, της ΑΔΑΕ- αμφισβήτηση ελεγκτικής αρμοδιότητας, λοιδορίες μελών, παράνομη αλλαγή σύνθεσης, ενώ συζητούνταν ακόμα οι υποκλοπές- και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων; 

* Για τις παρεμβάσεις στο έργο της ειδικής Επιτροπής της Βουλής: καταχρηστική κάλυψη πίσω από το «απόρρητο», κλήση μαρτύρων κατά βούληση, πρόωρο τέλος διαδικασίας;

* Για την επανειλημμένη επίκληση του «δημοσίου συμφέροντος», που κρίθηκε, σε σχέση με τη δικαιολόγηση των παρακολουθήσεων, μη αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

* Για την αγνόηση από τα κρατικά όργανα απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και εν συνεχεία της ΑΔΑΕ, περί υποχρέωσης ενημέρωσης του Ν. Ανδρουλάκη για τις εις βάρος του παρακολουθήσεις;

Όλα αυτά δεν συνέβησαν, δεν λήφθηκαν υπόψη ή κρίθηκαν τόσο ασήμαντα, ώστε να μη δικαιολογούν περαιτέρω εξέταση;

Άλλο ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης κι άλλο πειστικότητα των αποφάσεων της. Στην προκείμενη περίπτωση, η κραυγαλέα έλλειψη πειστικότητας δημιουργεί εύλογη δυσπιστία ως προς την αντικειμενικότητα. Η οποία είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει, και πολύ πιθανό ότι θα καταδικάσει, τη χώρα μας από τη διεθνή, κι εξίσου ανεξάρτητη, δικαιοσύνη.

(*) Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!