Ο σχεδιασμός της ενιαίας ενεργειακής αγοράς τη δεκαετία του 1990 έγινε έχοντας ως δεδομένο ότι οι τεχνολογίες παραγωγής, τα δίκτυα και οι διασυνδέσεις ήταν σταθερά και γνωστά. Σήμερα η ενεργειακή αγορά είναι πολύ διαφορετική. Οι τεχνολογίες παραγωγής εξελίσσονται, τα δίκτυα είναι πιο πολύπλοκα, οι διασυνδέσεις πολυάριθμες, πολυμερής (κόμβοι) και διάσπαρτες, και οι εισροές (προσφορά ενέργειας) και οι εκροές (ζήτηση ενέργειας) του συστήματος δεν είναι πλέον γνωστές με βεβαιότητα. Αυτή η πολυπλοκότητα συνεπάγεται πολλούς και αλληλένδετους κινδύνους στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.
Η αγορά από μόνη της και οι ρυθμιστικοί κανόνες που εφαρμόζονται δεν φαίνεται να είναι επαρκείς για την αποτελεσματική διαχείριση αυτών των κινδύνων. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι εντείνουν τις όποιες ανισορροπίες.
Κάτι τέτοιο είναι και αυτό που βιώνουμε σήμερα. Οι υψηλές θερμοκρασίες στη νοτιοανατολική Ευρώπη αύξησαν, όχι υπερβολικά, τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η παραγωγή ήταν ήδη μειωμένη λόγω περιορισμών στη λειτουργία μονάδων άνθρακα και λόγω συντήρησης στον πυρηνικό σταθμό στο Κοζλοντούι. Ο βασικός παράγοντας, όμως, για την υπερβολική αύξηση των τιμών ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή είναι η μείωση της δυνατότητας μεταφοράς ενέργειας, η οποία οφείλεται σε αλγοριθμικά ζητήματα βελτιστοποίησης των ροών ενέργειας και όχι σε τεχνικές ανεπάρκειες των διασυνδέσεων.
Με άλλα λόγια, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας σήμερα οφείλεται κυρίως στους κανόνες λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, η εφαρμογή των οποίων μετέτρεψε, ουσιαστικά, μια μικρή συγκυριακή αλλαγή στα δεδομένα προσφοράς και ζήτησης σε περιφερειακή ενεργειακή κρίση, κάτι που έχει συμβεί και στο παρελθόν.
Το κύριο πρόβλημα της ενιαίας αγορά ενέργειας είναι ότι έχει δοθεί δυσανάλογη μεγάλη έμφαση στην παραγωγική αποτελεσματικότητα του συστήματος και όχι στους καταναλωτές που εξυπηρετεί. Για την ακρίβεια, οι καταναλωτές δεν αντιμετωπίζονται ως απλή χρήστες ηλεκτρικής ενέργειας που καλύπτουν τις καθημερινές τους ανάγκες, αλλά ως «συμμετέχοντες» στην αγορά που κάνουν εμπορικές συναλλαγές, στη βάση των συμβάσεων λιανικής που επιλέγουν. Γι' αυτό τον λόγο, απαιτείται άμεσα επανεξέταση του σχεδιασμού και της λειτουργίας της ενιαίας ενεργειακής αγοράς έχοντας ως δεδομένο τις πολυπλοκότητες και αβεβαιότητες του παρόντος και ως επίκεντρο τους καταναλωτές και τα συμφέροντά τους.
Η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τα παραπάνω μάλλον είναι πιο προβληματική. Η ελληνική αγορά ενέργειας έχει δομικές και λειτουργικές ιδιαιτερότητες που την καθιστούν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε εξωτερικές ανισορροπίες. Για παράδειγμα, α) ο ανταγωνισμός στην εγχώρια αγορά είναι αρκετά περιορισμένος, συγκριτικά με την ένταση του ανταγωνισμού άλλων ευρωπαϊκών χωρών, β) οι διασυνδέσεις, αν και έχουν αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, είναι, λόγω και της γεωγραφικής θέσης της χώρας, αρκετά περιορισμένες και, κυρίως, γ) η εγχώρια τιμή ενέργειας προσδιορίζεται αποκλειστικά χρηματιστηριακά καθώς οι προμηθευτές δεν έχουν διμερείς μακροχρόνιες συμβάσεις με παραγωγούς και αγοράζουν όλες τις ζητούμενες ποσότητες στην αγορά άμεσης παράδοσης (spot market).
Αυτές οι ιδιαιτερότητες, προφανώς, συνδέονται με τις γενικά υψηλότερες τιμές ενέργειας στην Ελλάδα σε σχέση με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Συμβάλλουν, επίσης, σημαντικά και στην αύξηση της ευαισθησίας που δείχνει η ελληνική αγορά σε εξωγενής μεταβολές και κρίσεις, γεγονός που σε συνδυασμό με τις ρήτρες αναπροσαρμογής, που επιβάλλονται καθολικά σχεδόν στις συμβάσεις λιανικής, εκθέτουν τους Έλληνες καταναλωτές σε περισσότερους κινδύνους και αβεβαιότητες.
(*) Ο Νικόλαος Ε. Λιωνής είναι Συνεργάτης Έρευνας και Διδασκαλίας του ΕΚΠΑ και Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου ΕΝΑ