Περιπετειώδης η μικρή ιστορία αυτού του βιβλίου, με το οποίο το Ιστορικό Αρχείο της Τραπέζης της Ελλάδος και το αντίστοιχο της Alpha Bank σηματοδότησαν – τέλη του 2021, ημέρες πανδημίας Covid… – τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Εμβληματικός και ο τόπος συζητήσεων: Το Βουλευτικόν στο Ναύπλιο. Σπεύδουμε να καταθέσουμε ότι αυτή η διοργάνωση, σε αντίθεση με τόσες και τόσες άλλες (ακόμη και από τις πλέον επίσημες…) είχε ουσιαστικό περιεχόμενο. Αυτό και επιχείρησε να αποστάξει αυτός ο τόμος – που είναι αλήθεια ότι μεταξύ των συμμετεχόντων της διοργάνωσης είχε καταλήξει να είναι οικογενειακό αστείο, το «πότε επιτέλους θα βγει το βιβλίο!». Πάντως άξιζε.
Να προσθέσουμε εδώ, για την μικρή ιστορία, ότι έτσι που η διοργάνωση έγινε υπό πλήρεις συνθήκες covid-19 κάθε πρωί ξεκινούσε με test όλων για κορωνοϊό (στο φιλόξενο, παρακείμενο κατάστημα της Alpha Bank), συν μάσκες και όλα τα σχετικά, πράγμα που «χρωμάτισε» ιδιαίτερα την όλη υπόθεση. Να προσθέσουμε επίσης ότι – πέρα από τις 11 εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό – αληθινό ενδιαφέρον είχαν και άλλες παρεμβάσεις και συζητήσεις, oι οποίες δεν κατορθώθηκε/δεν κρίθηκε χρήσιμο να αποτελέσουν μέρος της έκδοσης. Όπως άλλωστε και οι κεντρικές τοποθετήσεις/keynotes τόσο του Γιάννη Στουρνάρα όσο και του Βασίλη Ράπανου, αμφιτρυώνων της διοργάνωσης. Αμφότερες ουσιαστικές. Κρίμα…
*** *** ***
Πάμε τώρα στο κυρίως σώμα, στο βιβλίο: Υπάρχει στην διάταξη της ύλης μια ενδιαφέρουσα επιλογή – τόσο στο άνοιγμα της συζήτησης, όσο και στο κλείσιμο. Τι εννοούμε; Στο ξεκίνημα γίνεται η επιλογή να προταχθεί μια ανάλυση της δημογραφικής ιστορίας της Ελλάδας, μιας ιστορίας που κατά πολύ επικαθορίζει την λειτουργία της οικονομίας από το σκέλος του ανθρώπινου δυναμικού. Και μάλιστα την ανάλυση αυτή του Βύρωνα Κοτζαμάνη (καθηγητή δημογραφίας στο Παν/μιο Θεσσαλίας) ακολουθεί ευθύς αμέσως η συνεισφορά της Αντιγόνης Λυμπεράκη (καθηγήτριας στο Πάντειο) με τον αιχμηρό ως συνήθως τίτλο «Γυναίκες εν κινήσει: ο μακρύς δρόμος προς την ισότητα».
Η κατάληξη αυτού του δίδυμου καταθέσεων τι μας λέει: Ότι «η μείωση του πληθυσμού τις επόμενες τρεις δεκαετίες θα είναι – ανεξαρτήτως σεναρίων – συνεχής», ενώ παράλληλα το ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων θα παραμείνει αρνητικό σε ορίζοντα 2050, με ταυτόχρονη και την δημογραφική γήρανση. Ότι την τελική έκβαση «θα προσδιορίσει καθοριστικά η καθαρή μετανάστευση». Ότι – περνώντας στην πλευρά των γυναικών – υπάρχει μια κατάσταση «πικρής δυσφορίας από την διάψευση των προσδοκιών», καθώς μπορεί μεν να θεωρείται ότι «έχει ανοίξει ο δρόμος των ίσων ευκαιριών», πλην όμως «τα κενά φροντίδας τραβάνε πίσω σαν λάστιχο τις κατακτήσεις». Ότι, η αγορά εργασίας χωρίς ευκολία πρώτης εισόδου και χωρίς ευελιξία για τις γυναίκες, μαζί με την «γυάλινη οροφή στις αμοιβές» και την «τιμωρία της μητρότητας» κρατά χαμηλά το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών. Αυτή η δίδυμη στρέβλωση δεν συζητείται συχνά, όπως γίνεται εδώ από Β. Κοτζαμάνη/Αντ. Λυμπεράκη, όμως βαραίνει αποφασιστικά στις οικονομικές προοπτικές.
Ας μεταφερθούμε τώρα στο κλείσιμο του βιβλίου, δηλαδή στην χαρτογράφηση της ελληνικής (ακριβέστερα: Ελληνόκτητης) εμπορικής ναυτιλίας στους δυο αιώνες που καλύπτονται, από την Κατερίνα Παπακωνσταντίνου – από ΕΚΠΑ/ΠαΠει και με ερευνητική δουλειά για την ναυτιλία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο . Γιατί ξεχωρίζει αυτός ο κλάδος που, όπως τον χρονικογραφεί, κατόρθωσε να ανταποκριθεί αξιόπιστα στις κατά καιρούς προκλήσεις και να ανθεί, ακόμη και σε περιόδου δοκιμασίας; Διότι το κύριο χαρακτηριστικό ήταν – και παραμένει – η επέκταση κυρίως εκτός συνόρων, καθώς διαχρονικά έχει «εκμεταλλευθεί τις διεθνείς συγκυρίες και διαθέτει τεράστια διεθνή παρουσία», όσο κι αν τελευταίως διαμορφώνεται στην Ελλάδα ως ναυτιλιακή cluster ο Πειραιάς. Η επίδραση της ναυτιλίας στην κυρίως Ελληνική οικονομία είναι από κάποια απόσταση – κι αυτό μάλλον βοήθησε την ίδια την ναυτιλία με δεδομένες τις ακαμψίες της Ελληνικής πραγματικότητας.
*** *** ***
Το κομβικό ζήτημα των αλληλεπιδράσεων Κράτους και οικονομίας σ’ όλη την διαδρομή των δυο αιώνων, από το 1821 και μέχρι τώρα, προσέγγισε ο Γιώργος Αλογοσκούφης φέροντας – αναγκαστικά θα ‘λεγε κανείς – στις αποσκευές του δίπλα στην ακαδημαϊκή διαδρομή σε LSE, Fletcher/Tufts και τελικώς Οικονομικό Πανεπιστήμιο την θητεία του ως υπουργού Οικονομικών και την εκ των έσω γνώση «του Κράτους». Βλέποντας τους τρεις μείζονες ιστορικούς κύκλους – ο πρώτος από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το 1828 και μέχρι την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898, ο δεύτερος μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο/την Κατοχή/τον Εμφύλιο, ο τρίτος από την ανασυγκρότηση /δεκαετία του ΄50, με την ανάπτυξη, την ένταξη στην ΕΟΚ και μέχρι σήμερα – ξεχωρίζει εξωτερικές επιρροές, «δυναμικές αλληλεπιδράσεις των εγχώριων κοινωνικών πολιτικών» αλλά και ιδέες που, διαδοχικά, επικράτησαν.
Από τις γεωπολιτικές συνθήκες στην αφετηρία του ελληνικού εγχειρήματος μέχρι και τις ημέρες μας αλλά και την προσέλευση σε διαδοχικές φάσεις οικονομικής παγκοσμιοποίησης/ «ανοίγματος» της Ελληνικής οικονομίας, δίνει μιαν εικόνα συνεχούς αναζήτησης της προόδου – πλην με μια τάση «αναβολής μεταρρυθμίσεων οι οποίες συνεπάγονται μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό κόστος ή προκαλούν έντονες αντιδράσεις από ισχυρές οργανωμένες μειοψηφίες». Κάπως αδύναμη η αυτοκριτική διάθεση – αυτό είχε σημειωθεί και στο Συνέδριο, στο Ναύπλιο – σχετικά με την εποχή άμεσης ευθύνης των πραγμάτων, αλλά με αξιοπρόσεκτη έμφαση στο πώς προέκυψε η «πολιτική χειραφέτηση της μεσαίας τάξης. […] όταν σταμάτησαν οι διακρίσεις εις βάρος των οπαδών της Αριστεράς που είχε ηττηθεί στον Εμφύλιο» ως στοιχείο της αναπτυξιακής ολοκλήρωσης της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης. Επίσης με ενδιαφέρον η επισήμανση ότι οι πτωχεύσεις του 19ου αιώνα, η πτώχευση του 1932 και η κρίση χρέους του 2010 ήταν όλες τους «αποτέλεσμα της προσπάθειας ένταξης της Ελλάδας στις διεθνοποιημένες αγορές χρήματος και κεφαλαίου […] χωρίς να πληροί τις απαραίτητες οικονομικές και δημοσιονομικές προϋποθέσεις. (Πάντως ο Γ. Αλογοσκούφης θεωρεί ότι οι εξελίξεις «ίσως θα ήταν χειρότερες» αν η Ελλάδα είχε επιλέξει την αυτάρκεια μη επιχειρώντας ενεργό συμμετοχή στην παγκόσμια οικονομία).
Το νήμα της συζήτησης για τα δημοσιονομικά παίρνουν εν συνεχεία οι Παντελής Καμμάς (Οικονομικό Πανεπιστήμιο) και Φραγκίσκος Κουτεντάκης (Παν/μιο Κρήτης, αλλά και με θητεία ως Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής και Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή), δίνοντας μιαν καταγραφή των περιπετειών των δημοσίων οικονομικών μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γιατί μόνο έως εκεί; Επειδή η λειτουργία του μεταπολεμικού Ελληνικού Κράτους «ήταν θεμελιωδώς διαφορετική, οπότε από κοινού εξέτασή του θα παρουσίαζε ερμηνευτικά προβλήματα». Σημασία του εξωτερικού δανεισμού, των πολεμικών δαπανών, του Εθνικού Διχασμού, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος και παγκόσμια οικονομική κρίση δίνουν το φόντο αυτής της ξενάγησης στα δημόσια οικονομικά του πρώτου αιώνα του Ελληνικού Κράτους. Με μια κατάσταση «σχετικά ισορροπημένη σε ομαλές συνθήκες», πλην με ανατροπές, με τις στρατιωτικές δαπάνες «είτε για επιβολή της εσωτερικής τάξης (δεκαετία του 1830) είτε για επέκταση των συνόρων (δεκαετίες του 1880 και του 1930)» να προκαλούν σημαντικές υπερβάσεις των δαπανών έναντι των εσόδων «οδηγώντας τελικά στις τρεις κρατικές χρεωκοπίες».
Η διεξοδική οικονομετρική στοιχειοθέτηση αυτής της κατάθεσης ξεφεύγει αρκετά από τις πιο πρόσφατες θεωρητικές/πολιτικές αναγωγές στην ρίζα της δημοσιονομικής προβληματικότητας της Ελλάδας. Μάλιστα οι Καμμάς-Κουτεντάκης προχωρούν ακόμη περισσότερο: σε αντίθεση με την ιστορική εμπειρία των Κρατών της Δυτικής Ευρώπης, «η Ελλάδα δεν διένυσε μια ιστορική διαδικασία πολιτικής και φορολογικής διαπραγμάτευσης […] με συμμετοχή οργανωμένων κοινωνικών ομάδων στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και την κατανομή των δημοσίων πόρων [ως] προϋπόθεση για να εξασφαλισθεί η συναίνεσή τους στην φορολογία». Οι θεσμοί αντιπροσώπευσης δεν άσκησαν στατιστικά σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της δημοσιονομικής ικανότητας του ελληνικού κράτους είναι το συμπέρασμά τους… Μελαγχολεί κανείς, άμα επιχειρήσει (ιστορικά μη έγκυρες!) αναλογίες με την πρόσφατη εμπειρία δημοσιονομικής ανώμαλης προσγείωσης επί Μνημονίων.
Μια διαφορετική διάσταση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας (και της επιδίωξης ανάπτυξης) εισφέρει η Καλλιόπη Σπανού, καθηγήτρια Διοικητικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ, αλλά και με εμπειρία της διοίκησης ως Συνήγορος του Πολίτη, αναλύοντας τον «εξωοικονομικό παράγοντα» που αποτελεί η διαμόρφωση και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης. Με θεσμοποιημένη βάση τον επαγγελματικό της χαρακτήρα: αυτό αναδεικνύει ήδη στον τίτλο της η Κ. Σπανού. Ανηφορική μετάβαση από το «σύστημα των λαφύρων»/ spoils-system της ημετέρας Πλατείας Κλαυθμώνος σε «επαγγελματική διοίκηση βεμπεριανού τύπου» με διαδοχικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες – τομή: η συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων – και μάλιστα με κλιμάκωση τα χρόνια της Μεταπολίτευσης – άλλη τομή: Διαδικασίες ΑΣΕΠ – προκύπτει «σταδιακή θεσμική αποκρυστάλλωση, εύθραυστη αλλά υπαρκτή».
Για την Κ. Σπανού, η ριζική κοινωνική κινητικότητα από την δεκαετία του 1980 και μετά δεν ενισχύει απλώς την παρουσία της μεσαίας τάξης, αλλά και «το είδος της πίεσης προς τα [εκάστοτε] κυβερνητικά κόμματα». (Αυτή, θα ‘λεγε κανείς, είναι η γνώριμη διάσταση «των δικών μας των παιδιών»). Παράλληλα, «η ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία ενίσχυσε τον κομματικό ανταγωνισμό», που ως εκ τούτου άνοιξε νέους διαδρόμους στα πελατειακά δίκτυα «γύρω από την κομματική γραφειοκρατία». Η Κ. Σπανού δεν κλείνει τα μάτια στα φαινόμενα των προσλήψεων συμβασιούχων (και των συνακόλουθων μονιμοποιήσεων), ούτε στην «συχνή εναλλαγή του θεσμικού πλαισίου για την δημοσιοϋπαλληλία». Ενώ κάπως έμμεσα ενσωματώνει και την πίεση του Ευρωπαϊκού παράγοντα: «ήδη από την δεκαετία του 1990, η χώρα κλήθηκε να υπερασπιστεί την συμμετοχή της στην ΕΕ». Μας έλλειψε, ωστόσο, από την ανάλυσή της μια στιβαρή πραγμάτευση της επίδρασης της εποχής των Μνημονίων…
*** *** ***
Τον κυρίως κορμό της ανάλυσης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μια διαδοχή παρουσιάσεων/αξιολογήσεων βασικών οικονομικών κλάδων και τομέων.
Προτάσσεται η ανατομία του πώς η ελληνική γεωργία/ο πρωτογενής τομέας έκανε την μετάβαση από την αυτοκατανάλωση στην αγορά (και μάλιστα στην περίοδο της πρώτης παγκοσμιοποίησης του 19ου/αρχών 20ου αιώνα), για να περάσει ύστερα σταδιακά σε συνθήκες κρατικής ρύθμισης (ιδίως από τον Μεσοπόλεμο) και να καταλήξει σε λειτουργία στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Με οδηγό τον Αλέξη Φραγκιάδη, οικονομικό ιστορικό και μελετητή της γαιοκτησίας, ξεναγούμαστε στις κρίσεις της σταφίδας και την μείωση των αποδόσεων των σιτηρών μετάβαση στις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1920 και την επανεκκίνηση της μεταπολεμικής περιόδου. που όμως δεν απέτρεψε την υποχώρηση του αγροτικού πληθυσμού («μεταξύ 1961 και 1971, οι αγρότες μειώθηκαν κατά 700.000 άτομα, περνώντας από 56% σε 39% του εργαζόμενου πληθυσμού»), για να καταλήξουμε στις μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές στον πρωτογενή τομέα μεταπολεμικά που «οδήγησαν σωρευτικά σε σημαντική αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων και της παραγωγικότητας». Κυρίως όμως στην πραγματικότητα της λειτουργίας στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία έφερε τις επιδοτήσεις να αντιστοιχούν στο 50% του αγροτικού εισοδήματος. Την ίδια στιγμή, το πλήθος των αγροτών μειώνεται ακόμη ταχύτερα, για να καταλήξει ήδη σε 25% του ενεργού πληθυσμού το 1989 – και η εξέλιξη αυτή να συνεχίζεται επιταχυνόμενη.
Κυρίως όμως, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει πλέον η γεωργία – με την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής, τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις, την προτεραιοποίηση της βιοποικιλότητας - αλλάζουν χαρακτήρα. Και τούτο ενώ «η μεγάλη βιομηχανική καλλιέργεια, όνειρο γενεών γεωπόνων μηχανικών και οικονομολόγων, δεν κατάφερε να επεκταθεί στην Ελληνική ύπαιθρο […]. Ειρωνεία της ιστορίας: το γεγονός αυτό φθάνει σήμερα να θεωρείται ευλογία υπό οικολογική, κοινωνική και αναπτυξιακή σκοπιά». Η προσέγγιση Φραγκιάδη καταλήγει με την δυσοίωνα προφητική του επισήμανση (2021, θυμίζουμε!) πως περιοχές με μεγάλη μηχανική καλλιέργεια – όπως η Θεσσαλική πεδιάδα «αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρά και δυσεπίλυτα οικολογικά και οικονομικά προβλήματα».
Η συνέχεια του συλλογικού έργου στρέφεται στον δευτερογενή τομέα και την περιπέτεια της εκβιομηχάνισης, με τον Ανδρέα Κακριδή (επίκουρο Καθηγητή στο Ιόνιο και στο Πάντειο, επιστημονικό υπεύθυνο στο Ιστορικό Αρχείο ΤτΕ), τον Τάσο Γιαννίτση (ομότιμο Καθηγητή Οικονομικής Ανάπτυξης στο ΕΚΠΑ, με μακρά ενασχόληση με την βιομηχανία/την βιομηχανική πολιτική και υπουργό σε διαδοχικά υπουργείο με άσβηστο το ίχνος από τον ατυχήσαντα Νόμο Γιαννίτση για την Κοινωνική Ασφάλεια ήδη…) και την Δανάη Διακουλάκη (ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ) που κάλυψε την διάσταση του εξηλεκτρισμού. Η προσέγγιση του Α. Κακριδή στην διαδρομή της εκβιομηχάνισης από τον «μακρύ 19ου αιώνα» και την σταδιακή στροφή της μεταποίησης σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, μέσα από τις καταστροφές των πολέμων και τις νομισματικές περιπέτειες του Μεσοπολέμου στην «μεταπολεμική απογείωση» και την απώλεια εδάφους την δεκαετία του 1980/την πραγματικότητα της αποβιομηχάνισης προσλαμβάνει μια μελαγχολική χροιά. Την οποία ο ίδιος αντιμάχεται, καταλήγοντας ότι «ο οικονομικός ιστορικός οφείλει να σταθεί στην μεγάλη εικόνα η οποία – σε πείσμα της μεμψιμοιρίας που γεννούν αδόκιμες συγκρίσεις – είναι θετική». Για τον Κακριδή, η συμβολή της βιομηχανίας στον μετασχηματισμό της οικονομίας είναι εκείνο που μετράει, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα «συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιότερων του κόσμου». Διερωτάται κανείς μήπως, τότε, η σταθερή υποχώρηση της βιομηχανίας στις μετά το 2000 δεκαετίες – και τούτο παρά τις συνεχείς προτροπές για επαναβιομηχάνιση… – θα ‘πρεπε να χρεώνεται την ευθραυστότητα της οικονομίας συνολικά.
Ο Τάσος Γιαννίτσης, επιλέγοντας να σταθεί στα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου και αποδεχόμενος να ακολουθήσει την καθοδήγηση του κεντρικού θέματος του Συνεδρίου του Ναυπλίου «200 χρόνια μεταξύ Κράτους και αγοράς», κάνει εξαρχής την επιλογή να επισημάνει ότι πίσω από την αναφορά στο Κράτος ως θεσμό «βρίσκονται ενεργά πολιτικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, ισορροπίες δύναμης όπως και συγκρούσεις συμφερόντων […] καθώς και πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που χρησιμοποιούν το Κράτος για τις επιδιώξεις τους». Αλλά και η αναφορά στην δυναμική της αγοράς μπορεί – πέρα από τον ιδιωτικό τομέα ή και τμήματα του δημοσίου, οσάκις λειτουργεί με κανόνες αγοράς – να παραπέμπει σε «κοινωνικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις που διαμορφώνουν την εν λόγω δυναμική». Δεν φθάνει ο Τ. Γιαννίτσης να το διατυπώσει ευθέως, όμως από την ανάλυσή του για Κράτος και αγορά δεν λείπει η επισήμανση μιας υπορρέουσας ιδεολογικής προσέγγισης. [Η οποία, θα μας επιτραπεί να καταθέσουμε, δεν έλλειπε συνολικά από το Συνέδριο του Ναυπλίου όπου οι συμμετέχοντες – και οι όποιες συζητήσεις αναδύθηκαν – κινήθηκαν ΑΝΑΜΕΣΑ σε Κράτος και αγορά…].
Έτσι, ο Γιαννίτσης, τόσο για να καταγράψει την εικοσαετία της εκβιομηχάνισης, 1953-73, όσο και για να δει την αποβιομηχάνιση, 1974-94, με φόντο τις ανατροπές της παγκοσμιοποίησης, βλέπει παράλληλα «τις εξελίξεις στην βιομηχανία [αλλά και] τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν σε σχέση με αυτές». Δεν είναι μόνο τα προβλήματα που αλλάζουν, αλλά και «οι ιδεολογικές και θεωρητικές αφετηρίες της πολιτικής που μεταβάλλονται, το διεθνές περιβάλλον της χώρας που μετατρέπεται, τα συμφέροντα, οι αντιθέσεις, οι συμμαχίες […] που διαρθρώνονται και αλληλοεπιδρούν».
Στην πρώτη μεταπολεμική 20ετία, το κράτος χρησιμοποίησε όλα τα εργαλεία στο πεδίο της εκβιομηχάνισης: παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, την αγορά προϊόντων και κεφαλαίου αλλά και στα θεσμικά θέματα. (Από δίπλα και το κύμα ανοικοδόμησης με την αντιπαροχή…). Στην δεύτερη 20ετία και την συνέχειά της, δεν έχουμε μόνο την υποχώρηση σε όρους οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και την επίπτωση της ενεργειακής πάντως κρίσης στην αποβιομηχάνιση μαζί και με την έξοδο από τους μηχανισμούς προστασίας, με την μεταποίηση από το 21-22% μέχρι το 1980 να περιορίζεται στο 8% το 2020: Ανάλογη, αλλά σαφώς πιο περιορισμένη υποχώρηση π.χ. σε Ισπανία - Πορτογαλία. Το τέλος αυτής της περιόδου, το 1995-2009, ο Γιαννίτσης καταγράφει ως «περίοδο της αργής φθοράς» , πάντως με εκδήλωση μιας κάποιας ανθεκτικότητας. Έτσι, καταλήγουμε στην ανταπόκριση της βιομηχανίας στην κρίση του 2009/τα χρόνια των Μνημονίων (η δεύτερη διατύπωση δική μας…) δηλαδή σε μια κατάσταση όπου ανέβηκαν στην επιφάνεια «σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες σε επίπεδο της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και του ίδιου του παραγωγικού συστήματος […] ωθώντας προς την κρίση». Τότε ακριβώς, αναδείχθηκε μια νέα πραγματικότητα για την μεταποίηση.
Πέρα από την ανάλυση της βιομηχανίας, ο Τάσος Γιαννίτσης προχωρά και σε μια διεισδυτική επισήμανση που αφορά τον τομέα των υπηρεσιών, που κι αυτές δεν στράφηκαν προς «υπηρεσίες έντασης γνώσεων», οι οποίες βοήθησαν άλλες χώρες, ιδίως ευρωπαϊκές, να περάσουν την δική τους φάση αποβιομηχάνισης. Εξέλιξη που αντανακλάται και στην επιδίωξη ή μη (το δεύτερο σ’ εμάς για παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Το τελικό/τελικώς ζητούμενο; «Μια αναπτυξιακή πολιτική που δεν θα σημαίνει αναγκαστικά ενίσχυση της μεταποίησης (παρ’ ότι και αυτό θα ήταν αναγκαίο έως έναν βαθμό), αλλά θα έχει ως στόχο να μετασχηματίσει το παραγωγικό σύστημα της χώρας […] με συνεκτική αναπτυξιακή πολιτική». Ήταν η συμβολή του Τάσου Γιαννίτση , συνάμα, η πιο κριτική και η πιο μελλοντοστραφής του Συνεδρίου του Ναυπλίου.
Η συνεισφορά της Δανάης Διακουλάκη, με την σειρά της, χρονικογραφεί όχι μόνο την πορεία και εξέλιξη του ηλεκτρικού συστήματος στην Ελλάδα/του εξηλεκτρισμού, με την πανσπερμία μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων μέχρι μετά τον Πόλεμο, την δημιουργία ενιαίου εθνικού φορά/εντέλει της ΔΕΗ, τα μείζονα αναπτυξιακά έργα και την διασύνδεση με το συνολικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά και με συνεχή αναζήτηση της συμβατότητας με τις διεθνείς τεχνολογικές/οργανωτικές/ ρυθμιστικές εξελίξεις. Δεν αποφεύγει η προσέγγιση της Δ. Διακουλάκη την επισήμανση των αντιθέσεων σε κάθε επίπεδο, ή και των αντιδράσεων που έχουν σημειωθεί στην τελευταία περίοδο με την στροφή προς τις ΑΠΕ, και τούτο υπό συνθήκες απελευθέρωσης των αγορών.
Τέλος, ο Γιάννης Καλογήρου (ομότιμος Καθηγητής Τεχνολογικής, Οικονομικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ, με τη δημιουργία της Μονάδας Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στο ενεργητικό του και με θητεία ως Γ.Γ. Βιομηχανίας) προσέγγισε τη βιομηχανική ανάπτυξη υπό το πρίσμα της ενσωμάτωσης τεχνολογίας στην ελληνική περίπτωση. Γι αυτόν, η μετάβαση από την συζήτηση περί διάχυσης της τεχνολογικής προόδου στην προσπάθεια ανάπτυξης βιομηχανίας και περί διαφοροποιημένων μονοπατιών για την εκβιομηχάνιση διαφόρων χωρών στις πλέον σύγχρονες εμπειρίες διαρθρωτικής αλλαγής, ή πάλιν η συζήτηση για μια διαφορετική «πολιτική επαναβιομηχάνισης» που να οδηγεί σε «απεγκλωβισμό των ελληνικών επιχειρήσεων από την ενδιάμεση (“stuck in the middle”) θέση που κατέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό» καθώς αυτός ούτε με όρους κόστους αλλά ούτε και με όρους ποιότητας μπορούν να ανταγωνισθούν, είναι σήμερα η κυριότερη πρόκληση. Και τούτο σε «εποχή αυξημένης αβεβαιότητας και πολλαπλών κρίσεων [όπου] δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στην οικονομική πολιτική». Αυτά, δε, σημειώνουμε και πάλι, κατατίθενται υπό συνθήκες τέλους 2021: Ξαναδιαβάστε με όρους μέσων 2024…