ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η Αθέλητη Μετατόπιση του Καπιταλισμού

Για να περιορίσουν την εξάπλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες της ΕΕ  και των ΗΠΑ έσωσαν χώρες, τράπεζες και επιχειρήσεις «τυπώνοντας» νέο χρήμα, το οποίο κατέληξε κυρίως στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα έναντι των τίτλων  προβληματικών χωρών και επιχειρήσεων. Έτσι απομακρύνθηκε ο κίνδυνος από τις δυτικές οικονομίες, οι οποίες άρχισαν να αναπτύσσονται ξανά, αλλά με αξιοσημείωτα χαμηλό πληθωρισμό καθώς το νέο χρήμα δεν κατέληξε στην πραγματική οικονομία.

Τα funds, που ήταν οι κύριοι αποδέκτες των κεφαλαίων, τοποθέτησαν ένα μέρος τους σε εισηγμένες μετοχές και ένα άλλο σε μη εισηγμένες και σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Η πλεονάζουσα ρευστότητα, τα επιμόνως χαμηλά επιτόκια και η οικονομική ανάκαμψη μετά την κρίση, εκτόξευσαν τις αποτιμήσεις εισηγμένων και μη εταιρειών, μακριά από τα θεμελιώδη μεγέθη, και τροφοδότησαν την τεχνολογική φρενίτιδα. Την ίδια περίοδο, οι τράπεζες διατήρησαν χαμηλούς τόνους, εξυγιαίνοντας  τους ισολογισμούς τους, και επεκτείνοντας οριακά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία.

Από το 2008 έως το 2022 υπήρξε σχεδόν πλήρης αποσύνδεση του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και των κεφαλαίων που επενδύονταν σε μετοχές και ομόλογα.

Οι τιμές των μετοχών εισηγμένων επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 2,5 φορές ταχύτερα από το πραγματικό ΑΕΠ και η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηριακών αγορών ως ποσοστό του ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία (AUM) στις ιδιωτικές αγορές μεγάλωσαν κατά περίπου 4,7 φορές και ο αριθμός των μονόκερων (νέων εταιρειών με κεφαλαιοποίηση άνω του 1 δισ. δολ. ) πήγε από μόλις 8 στις 1.224. Στην άλλη πλευρά, η μέση οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ και την ΕΕ διατηρήθηκε λίγο πάνω από το 2% και το 1% ετησίως αντίστοιχα, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ  αυξήθηκε ελάχιστα και η παραγωγικότητα έμεινε στάσιμη -λίγο πάνω από τη μακροχρόνια τάση της στις ΗΠΑ, λίγο κάτω από αυτήν στην ΕΕ.

Υπό την πίεση των ρυθμιστικών  αρχών, η αμυντική διαχείριση κινδύνων αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς του τραπεζικού τομέα, περιορίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις. Όμως στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα, οι αποφάσεις βασίζονταν σε αναμενόμενες αποδόσεις χωρίς ρίσκο για τους διαχειριστές.

Με τα έσοδα να παρακολουθούν τη συνεχή διόγκωση των υπό διαχείριση κεφαλαίων συν τα μπόνους από τις διερευνώμενες αποτιμήσεις, οι διαχειριστές κεφαλαίων προτίμησαν  τις τοποθετήσεις σε δημόσια και ιδιωτικά διαπραγματεύσιμους τίτλους, παρά στην πραγματική οικονομία. Προστατευμένα από τη θετική δυναμική των αποτιμήσεων και τις ρευστές ενδιάμεσες αγορές, ελάχιστα επενδυτικά κεφάλαια συρρικνώθηκαν σ’ αυτήν  την περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα, οι FT εκτίμησαν ότι οι συνολικές αμοιβές διαχείρισης των δέκα μεγαλύτερων εταιρειών  private equity στις ΗΠΑ ξεπέρασαν τα 40 δισ. δολ. το 2022, και ο διευθύνων σύμβουλος του Calstres, ενός μεγάλου συνταξιοδοτικού ταμείου, ζήτησε να μοιραστούν αυτόν τον αδικαιολόγητο πλούτο με τους εργαζόμενους των εταιρειών στις οποίες είχαν επενδύσει.

Η κατανομή των οικονομικών πόρων στις δυτικές  οικονομίες χειροτέρεψε μετά το 2008. Σε αντίθεση με τον αρχετυπικό καπιταλιστή του Adam Smith, που διακινδυνεύει συσσωρευμένο πλούτο σε κάθε επένδυση, οι διαχειριστές κεφαλαίων διακινδυνεύουν ουσιαστικά μόνο τις μεταβολές του μπόνους. Αυτή η συστηματική στρέβλωση αντίληψης του κινδύνου από τα funds, τα οποία διαχειρίζονται τον κύριο όγκο των επενδυτικών κεφαλαίων, υπονόμευσε την οικονομική λογική των τοποθετήσεων και μετακίνησε κεφάλαια από την αργή και όχι ιδιαίτερα ρευστή πραγματική οικονομία, στην ταχέως κινουμένη και διαρκώς ρευστή αντανάκλασή της σε διαπραγματεύσιμους τίτλους.

Η χρηματοπιστωτική κρίση σηματοδότησε την μετακίνηση από τον παραδοσιακό καπιταλισμό των δημόσιων αγορών και του «μικρομέτοχου», προς τις ιδιωτικές αγορές και τους θεσμικούς επενδυτές. Αυτή η στροφή απέφερε σημαντικά επιπλέον κέρδη στους διαχειριστές κεφαλαίων, αλλά περιόρισε  το σχηματισμό φυσικού κεφαλαίου σε επίπεδα ανίκανα να προστατεύσουν τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα των δυτικών οικονομιών και συγκράτησε την ανάπτυξη τους.

Απασχολώντας κεφάλαια χωρίς πραγματικό ρίσκο, η Δύση «πλέει» τώρα πίσω από χάρτινες αποδόσεις, χάνοντας ανταγωνιστικότητα απέναντι στις ανερχόμενες οικονομίες και αυξάνοντας το επίπεδο του μακροπρόθεσμου οικονομικού κινδύνου  που αντιμετωπίζει.

Είναι απαραίτητη η απεμπλοκή της συλλογικής επενδυτικής σκέψης από συμβατικές, βραχέως ορίζοντα, αντιλήψεις  και η ταχύτατη μετατόπιση ρευστότητας και πόρων προς φυσικές οικονομικές δραστηριότητες, μέσα από ευφάνταστες αναπτυξιακές πολιτικές και ισχυρότερη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα,. Ευτυχώς, έχουμε μπροστά μας την αναγκαία, απαιτητική και διψασμένη για κεφάλαια ενεργειακή μετάβαση, την οποία η ορθολογική χρηματοδότηση της μπορεί να καταστήσει πηγή οικονομικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!