Ξηρασία στο Κανάλι του Παναμά. Ισχυρές βροχοπτώσεις στη δυτική Αφρική. Ακραία καιρικά φαινόμενα με όλο μεγαλύτερη συχνότητα. Υψηλές θερμοκρασίας την άνοιξη σε ΗΠΑ και Κίνα. Όλα αποδίδονται στην κλιματική κρίση. Και όλα προκαλούν σημαντικές ανατιμήσεις σε βασικά αγροτικά προϊόντα.
Σε πρόσφατη έκθεση ο ΟΗΕ προειδοποίησε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη σε σχέση με την εποχή πριν τη βιομηχανική επανάσταση, μπορεί να προσεγγίσει τους 3 βαθμούς Κελσίου – επίπεδο διπλάσιο του στόχου που έθεσε προ δεκαετίας η Συμφωνία του Παρισιού. Δεν είναι μόνο τα ακραία καιρικά φαινόμενα που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα και καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Ισχυρά κύματα καύσωνα που συνέβαιναν μια φορά τον αιώνα, από τη δεκαετία του ’80 έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πολύ πιο συχνά. Πλέον αναμένονται μια φορά την εξαετία στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και μια φορά στα 16 χρόνια στη βορειοανατολική Κίνα.
Η αύξηση της θερμοκρασίας περιορίζει τις σοδιές. Συμβαίνει, για παράδειγμα, στο σιτάρι, όταν την άνοιξη η θερμοκρασία φτάσει τους 28 βαθμούς Κελσίου – κάτι που φέτος ίσχυε για καιρό στους σιτοβολώνες της Κίνας και των ΗΠΑ. Αντίστοιχοι φόβοι υπάρχουν για ρύζι, σόγια, καλαμπόκι και πατάτες. Μελέτη, που επικαλείται πρόσφατο δημοσίευμα της Washington Post, αναφέρει ότι η πιθανότητα να υπάρξουν κακές σοδειές ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές του κόσμου, από 6% παλαιότερα θα φτάσει στο 40%, εάν η αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά. Στη Μεσόγειο η ελαιοπαραγωγή έχει υποχωρήσει σημαντικά, εκτοξεύοντας τις τιμές σε υψηλά 20ετίας. Στη Γκάνα και την Ακτή Ελεφαντοστού, όπου βρίσκονται τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής κακάο, ισχυρές βροχοπτώσεις το περασμένο καλοκαίρι δημιούργησαν υψηλά επίπεδα υγρασίας, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας μύκητας που καταστρέφει τους καρπούς αλλά και να γίνει ιδιαίτερα επίπονη η δουλειά στα χωράφια. Η μείωση της σοδειάς στους πορτοκαλεώνες της Βραζιλίας απειλεί όχι απλά να αυξήσει τις τιμές στην Ευρώπη αλλά να αφήσει άδεια τα ράφια, προειδοποιούσε πρόσφατα Έλληνας επιχειρηματίας μεγάλης βιομηχανίας χυμών. Σύμφωνα με το βρετανικό think tank Energy and Climate Intelligence Unit, το 2023 στη Βρετανία το ένα τρίτο των ανατιμήσεων στα τρόφιμα προκλήθηκε από την κλιματική κρίση.
Τον Μάρτιο η ΕΚΤ και το Ινστιτούτο του Πότσδαμ που ερευνά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, δημοσίευσαν έρευνα από την επεξεργασία στοιχείων των 30 τελευταίων ετών για 121 χώρες. Υπολόγισαν ότι για κάθε βαθμό Κελσίου που αυξάνεται η θερμοκρασία, οι τιμές στα τρόφιμα αυξάνονται το επόμενο 12μηνο περίπου κατά 0,2%. Μέχρι το 2035 η αύξηση της θερμοκρασίας θα μπορούσε να προσθέτει ετησίως έως και 3,2 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό των τροφίμων και συνολικά έως και 1,2 μονάδες στον παγκόσμιο πληθωρισμό.
Οι τιμές στα τρόφιμα και την ενέργεια ήταν ανέκαθεν ευμετάβλητες. Γι’ αυτό οι οικονομολόγοι συχνά εξαιρούν από το σύνολο του πληθωρισμού, το μέρος που αφορά τις δύο αυτές κατηγορίες αγαθών. Προκύπτει έτσι ο λεγόμενος «πυρήνας» του πληθωρισμού, που θεωρείται πιο ενδεικτικό μέγεθος για τις μεσοπρόθεσμες τάσεις – εξ ου και συχνά εστιάζουν σε αυτόν οι αναλύσεις των κεντρικών τραπεζών.
Καθώς όμως η κλιματική κρίση θα ασκεί σταθερά πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν απλά να παρακολουθούν τις τιμές να είναι στα ύψη και να μην κάνουν κάτι – τελικά πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια. Βέβαια τα τρόφιμα είναι βασικά αγαθά, οπότε η αύξηση των επιτοκίων δεν επηρεάζει ισχυρά τη ζήτηση. Θα βοηθήσει όμως να μην διαχυθούν οι πληθωριστικές πιέσεις στα άλλα αγαθά.
Εκτός από τις κεντρικές τράπεζες, στην προσπάθεια καλούνται να συμβάλλουν και οι κυβερνήσεις. Μπορούν να συσσωρεύσουν μεγαλύτερα αποθέματα βασικών τροφίμων, ώστε να προστατευτούν από αιφνίδιες ελλείψεις στις διεθνείς αγορές. Μπορούν, επίσης, να εντείνουν τους ελέγχους κατά της κερδοσκοπίας όταν υπάρχουν ελλείψεις και να φορολογούν τα υπερκέρδη που προκύπτουν. Μπορούν ακόμα και να βάλουν πλαφόν στις ανατιμήσεις ή να επιδοτήσουν την παραγωγή. Καθώς η κλιματική κρίση ξηλώνει τις αλυσίδες παραγωγής που έκτισε η παγκοσμιοποίηση, ίσως πρακτικές που βρέθηκαν στο περιθώριο, έρθουν ξανά στο προσκήνιο.