Επίμονος μελετητής των (έως και νευρωσικών) σχέσεων της Ελλάδας με τους γείτονές της – μετά από σειρά συγγράμματα για τις μειονότητες και την ανθρώπινη διάσταση στην πορεία προς τον ΟΑΣΕ την δεκαετία του ΄90, έγραψε βιβλία για Ελλάδα και τον «εξ Ανατολών κίνδυνο», τους άσπονδους γείτονες και την διένεξη του Αιγαίου (ΠΟΛΙΣ 2001 και Σιδέρης, 2008, με παράλληλες εκδόσεις στα τουρκικά και στα αγγλικά/Palgrave) ή, πάλι, για το Μακεδονικό (Θεμέλιο 2018 και πάλι Αγγλικά/Routledge) και, τέλος, για τις πολυκύμαντες σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας (Παπαζήσης 2022 και πάλι στα αγγλικά /Routledge) – ο Αλέξης Ηρακλείδης επιχειρεί να κάνει κατανοητή μια διαδρομή που και η ιστορία την βαραίνει αλλά και η άμεση πολιτική την στρεβλώνει. Αποφασιστικά, καθοριστικά.
Στο βιβλίο του αυτό, που εξαρχής το θέτει υπό την προσέγγιση της ταυτότητας του «εμείς» (και, αντανακλαστικά, της ετερότητας, του «άλλου») σε μια εποχή όπου οι ταυτοτικές πολιτικές κερδίζουν έδαφος συνολικά ανά την Ευρώπη, ο Ηρακλείδης ξεκινά με το να ξεφυλλίζει τις έννοιες του έθνους/του εθνικισμού και την πολιτική τους λειτουργία. Με την αφυπνιστική παραπομπή στην ατάκα Φιλιππινέζου γερουσιαστή του Μεσοπολέμου: «Προτιμούμε μια κυβέρνηση σαν την κόλαση που θα την διαφεντεύουν Φιλιππινέζοι, από μια κυβέρνηση παραδεισένια που θα την διαφεντεύουν Αμερικανοί». Καλύτερη διατύπωση της θέσης ότι μια γηγενής/ «εθνική» κυβέρνηση είναι πάντα καλύτερη απ’ οποιανδήποτε «ξένη» (ή: επηρεαζόμενη), δύσκολα θα έβρισκε κανείς!
Απ’ εκεί και πέρα, η διάκριση εθνικισμού/πατριωτισμού ή πάλιν η πιο αποστασιοποιημένη μεταξύ πολιτικά (έμφαση στον πολίτη) και πολιτιστικά (έμφαση στα κοινά στοιχεία: γλώσσα, θρησκεία κοκ) ριζωμένου εθνικισμού, λειτουργεί ως φίλτρο για την κατανόηση του πώς τα εθνικά ιστορικά αφηγήματα «συναντώνται» – και συγκρούονται, και μετεξελίσσονται και συγχωνεύονται – με την πρόσληψη τοπικών καταστάσεων από πλευράς της διεθνούς κοινότητας.
Από τη μια άκρη -την αλαζονεία, ή πάλι την προγονολατρεία («μεγαλώνουμε με την ιδέα ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε η πιο αξιοθαύμαστη «ράτσα» της υφηλίου» κατά τη διατύπωση Νίκου Μουζέλη)- περνούμε στην άλλη άκρια, εκείνη της ανασφάλειας («έχουμε έντονα συναισθήματα κατωτερότητας έναντι των «Ευρωπαίων» […] στρεφόμενοι με δέος προς τη Δύση και δουλικά μιμείται κάθε δυτικό»).
Άλλωστε, εισαγωγικά, ο Αλ. Ηρακλείδης θυμάται πώς στο ξεκίνημα της επιστημονικής του διαδρομής είχε συμβάλει – με δημοσίευση στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών του ΕΚΚΕ – στην συζήτηση για τις εικόνες «του δικού μας» και «του άλλου» στην ελληνική εκπαίδευση.
Κατά ένα τρόπο, λοιπόν, η εν συνεχεία διεξοδική ανατομία της ελληνικής στάσης έναντι της Αλβανίας/ των Αλβανών/ του Αλβανικού εθνικισμού, ή πάλι της διεθνοπολιτικά πολύ βαρύτερης υπόθεσης του Μακεδονικού με αιχμή την ελληνική πολιτική φόβου και οργής (φόβου μειονοτικών διεκδικήσεων, οργής για την χρήση της ονομασίας – με συνωμοσίες να εξυφαίνονται στο βάθος) έρχεται να εμβαθύνει αυτή την ανάγνωση της ιστορίας και την προβολή της σε γεωπολιτικό σήμερα.
«Φυσικά», η κορύφωση έρχεται με την πραγμάτευση της διαχρονικής προσέγγισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Με τον μεν τουρκικό εθνικισμό να έχει τοποθετήσει τους Έλληνες κατεξοχήν στην θέση «των άλλων» και με τον ελληνικό αντικατοπτρισμό να θέτει τους Τούρκους στην θέση του «προαιώνιου εχθρού». Μπορεί ο Ηρακλείδης να φιλοξενεί την άποψη ότι «Έλληνες και Τούρκοι είναι προορισμένοι από την γεωγραφία να γίνουν φίλοι». Όμως δεν παραβλέπει και του Ρίτσαρντ Κλογκ την παρατήρηση, ότι «όταν συγκρούεται η ιστορία με την γεωγραφία, συνήθως η ιστορία υπερισχύει». Όχι όμως η ιστορία «στη βάση της τεκμηριωμένης επιστημονικής ιστοριογραφίας, αλλά τα γεγονότα του παρελθόντος ως ιστορικές μνήμες, αληθινές ή φαντασιακές, ηρωικών αλλά και τραγικών μεταξύ τους στιγμών». (Αυτός είναι, για μας, ο πυρήνας της προσέγγισης του Αλ. Ηρακλείδη).
Και κάπως έτσι χτίζεται η έννοια, ή μάλλον η προσέγγιση, μεγάλων μετώπων εξωτερικής πολιτικής ως «εθνικών θεμάτων», που ως τέτοια μπορεί σε κάποιες παλιότερες φάσεις να είχαν μέσα τους το ζητούμενο της εθνικής αποκατάστασης ή/και εθνικής ολοκλήρωσης, πλην όμως τις τελευταίες δεκαετίες, «όταν ένα θέμα αναγορευθεί σε εθνικό, προκαλεί έντονη συναισθηματική φόρτιση και αποβαίνει ταμπού».
Ειδικά στην προσέγγιση του Κυπριακού, αλλά ακόμη περισσότερο στο Αιγαίο, τον Ηρακλείδη φοβίζει – ή πάντως ανησυχεί – ο κίνδυνος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Με αυτοπαγίδευση σε θέσεις οι οποίες δεν μπορούν να κρατηθούν, αντί ορθολογικών προσεγγίσεων. Και με «τον ίδιο τον διάλογο, και ειδικά τις διαπραγματεύσεις με τον αντίπαλο για ένα εθνικό θέμα [να εκλαμβάνεται] ως ενδοτικός από τους περισσότερους Έλληνες, μειοδοσία και – ειδικά από τους εθνικιστές – ακόμη και ως προδοσία».
Σε φάσεις όπως η τωρινή των ήρεμων μεν νερών στο Αιγαίο αλλά με υπόγειες διαδρομές κάθε τόσο να ταράζουν την (διακηρυγμένη) Χάγη στο βάθος του ορίζοντα, με το Μακεδονικό να ξεφεύγει και πάλι και με τις σχέσεις με Αλβανία στον αστερισμό Μπελέρη, το βιβλίο αυτό του Αλέξη Ηρακλείδη τείνει να λειτουργήσει κάπως σαν του Ροΐδη τις προσπάθειες να ταρακουνήσει και να αφυπνίσει την μακάρια εσωστρεφή ελληνική κοινή γνώμη και πολιτική τάξη. Δεν του δίνουμε και πολλές πιθανότητες.