Δεν αφθονούν οι προσεγγίσεις του φαινομένου της βιομηχανίας στην Ελλάδα – πάντως στις τελευταίες δεκαετίες, ας πούμε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης – που να καταλήγουν με μια θετική/αισιόδοξη αποτίμηση. Κυρίως η αποβιομηχάνιση και οι υστερήσεις είναι τα στοιχεία που αναδεικνύονται. Ευχάριστη λοιπόν έκπληξη, το βιβλίο ενός ξένου – του Γάλλου Vincent Gouzi με διαδρομή στον Όμιλο Suez, στον τομέα της χρηματοδότησης μικρομεσαίων και ακινήτων και με εμπειρία από το Μαγκρέμπ, που στο κλείσιμο της διαδρομής του αποφάσισε να ζει τον μισό του χρόνο σε χωριό στην Πύλο/την Μεσσηνία – να παίρνει την αντίθετη ουσιαστικά θέση.
Αντλώντας διεξοδικά από στατιστικά στοιχεία – γράφει π.χ. καλά λόγια για την ΕΛΣΤΑΤ, μετά το «τέλος των Greek statistics» - αλλά και επιμένοντας στην επιτόπια έρευνα («ακολουθώντας ένα δρομολόγιο βιομηχανικού «τουρισμού» φωτογράφισε, επισκέφθηκε, παρατήρησε, πήρε συνεντεύξεις») και δίνοντας σημασία ακόμη και στην βιομηχανική αρχιτεκτονική, θέλησε να προσεγγίσει βήμα-βήμα μια παραμελημένη πραγματικότητα της ελληνικής βιομηχανικής επιχείρησης.
Την οποία αναγνωρίζει «κινητήρια δύναμη των μετασχηματισμών», π.χ. βλέποντας την χρηματοπιστωτική γραφειοκρατία να προσπερνιέται (και) από την «αντικανονική αυτοχρηματοδότηση» – τι είναι αυτό; Είναι «η αθέτηση της αποπληρωμής χρέους […] Αντιμέτωπες με την συρρίκνωση των τραπεζικών πιστώσεων, την αύξηση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών, το αυξανόμενο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, την καθυστέρηση πληρωμών των ιδιωτικών ή δημόσιων πελατών τους, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις απάντησαν παγώνοντας τις δικές τους πληρωμές. Πήραν τα βουνά […]με την αποπληρωμή των τραπεζικών δανείων».
Σίγουρα ο αναγνώστης θα αναγνωρίζει το σχεδόν …. ανθρωπολογικό αυτό ύφος της προσέγγισης του Βενσάν Γκουζί. Που συνεχίζεται και στην αξιολόγηση του ανθρώπινου παράγοντα, του ρόλου της οικογένειας, της προσέγγισης του επιχειρείν «σε όρους ανεξάρτητης και οικογενειακής εργασίας». Ένα ολόκληρο υποκεφάλαιο αφιερώνει ο συγγραφέας για εκείνο που ονομάζει «πάθος για την ανεξαρτησία». Δείτε: «Η παραδοσιακή κουλτούρα αξιολογεί την αυτοαπασχόληση, την υπεργολαβία (σε οικογενειακό πλαίσιο), την δεξιότητα του τεχνίτη – που εγγυώνται την αυτονομία». Και ακόμη: «Η επιχείρηση στην Ελλάδα δεν είναι τόσο μέσο οικονομικής εκμετάλλευσης, όσο ένα όχημα πρόσβασης στην ανεξαρτησία».
Δεν αγνοεί βέβαια ο συγγραφέας τις αρνητικές επιπτώσεις μιας λειτουργίας σε τέτοιο περιβάλλον, ή πάλι την δυσκολία των επιχειρήσεων να κατακτήσουν συνεργαζόμενες αγορές, να ενσωματώσουν τεχνολογία ή να μεγεθυνθούν προς ένα βέλτιστο μέγεθος.
Και σίγουρα δεν θα φαντασθούμε εύκολα έναν Τροϊκανό – ή και το επιτελείο της Έκθεσης Πισσαρίδη… - να διέρχεται ψύχραιμα αυτήν την προσέγγιση. Όμως… όπως και να το κάνουμε, μια ετερόδοξη και αισιόδοξη συνάμα προσέγγιση της βιομηχανίας στην Ελλάδα της μεταπολεμικής εποχής, καλόν πράγμα να υπάρχει!