Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε όλη την Ευρωζώνη. Τέσσερεις τράπεζες κατέχουν πάνω από το 98% της αγοράς. Γι’ αυτό ο ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά ασθενικός, τα επιτόκια καταθέσεων εξαιρετικά χαμηλά, τα επιτόκια δανεισμού εξαιρετικά υψηλά και οι προμήθειες (όχι για επενδυτικά προϊόντα, όπως στις άλλες δυτικές χώρες, αλλά) για υπηρεσίες μηδενικού κόστους, ακόμα υψηλότερες.
Πολλοί αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την υπόθεση ότι η προσθήκη μιας πέμπτης τράπεζας στις ήδη υπάρχουσες τέσσερις θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Κι αν, όμως, το πετύχαινε, αυτό θα γινόταν υπό προϋποθέσεις. Μία εξ αυτών, ότι η νέα τράπεζα γρήγορα θα αποκτούσε μεγέθη συγκρίσιμα με τις άλλες τέσσερεις. Προφανώς για να γίνει αυτό χρειάζονται ικανά κεφάλαια.
Η Τράπεζα Αττικής και η Παγκρήτια είναι αδύναμες τράπεζες φορτωμένες με περίπου 4 δισ. ευρώ κακά δάνεια από το παρελθόν –πολλές και μεγάλες οι αμαρτίες ειδικά της Αττικής, επί πολλές 10ετίες, δημοκρατικά και συναινετικά από όλο το πολιτικό σύστημα, τον κόσμο των μηχανικών της χώρας και μεγάλο μέρος της επιχειρηματικότητας.
Η εξυγίανση των ισολογισμών τους είναι αναγκαία. Αν δεν επιτευχθεί, θα πρέπει οι δύο τράπεζες να πάνε σε εκκαθάριση. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι αν ανακοινωθεί ότι μια τράπεζα οδεύει προς εκκαθάριση, η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα θα υποφέρουν τα πάνδεινα. Θα είναι ένα συμβάν αυτοτραυματισμού που θα μας πάει πίσω.
Για να εξυγιανθούν, λοιπόν, αυτές οι δύο τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια πέραν όσων έχουν ήδη τοποθετηθεί από οποιαδήποτε πηγή. Μη επίσημες εκτιμήσεις τοποθετούν το ύψος των απαιτούμενων κεφαλαίων στα 0,7 έως 1,2 δισ. ευρώ –χώρια από τη βοήθεια του «Ηρακλή» που θα ασφαλίσει τις τιτλοποιήσεις των παλαιών κακών δανείων τους.
Είναι προφανές ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν είναι διατεθειμένος να καλύψει τις ζημιές του παρελθόντος σε τράπεζες με τρύπες στον ισολογισμό. Άρα για να μην οδηγηθούν σε εκκαθάριση, μόνο το ΤΧΣ ή το δημόσιο στην ευρεία έννοιά του μπορούν να προσφέρουν τα απαραίτητα κεφάλαια για την εξυγίανση του ισολογισμού και τη στήριξη του υγιούς ενεργητικού τους.
Ο ιδιώτης επενδυτής θα αναλάβει την υποχρέωση να εισφέρει κεφάλαια για την ανάπτυξη της μετά-την-εξυγίανση τράπεζας. Αν υποθέσουμε ότι η συγχωνευμένη Τράπεζα Αττικής με την Παγκρήτια θα επιδιώξει να διπλασιάσει την παρουσία της στην αγορά μέσα σε μία 5ετία, μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι θα χρειαστούν μεταξύ 400 και 600 εκατ. ευρώ πρόσθετα κεφάλαια –επιπλέον εκείνων για την εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Άρα δύο είναι τα βήματα για να φτιάξουν οι δύο αυτές τράπεζες τον πέμπτο πυλώνα. Πρώτον, η εξυγίανση τους με λεφτά του δημοσίου και δεύτερον η χρηματοδότηση της ανάπτυξής τους με ιδιωτικά κεφάλαια.
Μέχρι τώρα, όσα ακούγονται, μοιάζουν παράδοξα: Δεν είναι σαφές ούτε το συνολικό ποσό που είναι αναγκαίο ούτε πώς θα γίνει τεχνικά όλη η διαδικασία, ώστε στο τέλος το δημόσιο, έχοντας βάλει 400 εκ ευρώ επιπλέον μέσω του ΤΧΣ και του ΕΦΚΑ, να κατέχει μόνο το 33% ενώ οι ιδιώτες επενδυτές να βρεθούν με το 51% μετά τη συγχώνευση, παρόλο που θα έχουν συνεισφέρει μόνο 200 εκ. ευρώ. Ας περιμένουμε την τελική συμφωνία -πιθανολογείται ότι θα ανακοινωθεί εντός της εβδομάδας που αρχίζει αύριο.
Προς ώρας, το μόνο απολύτως ξεκάθαρο είναι ότι το δημόσιο θα χρειαστεί να προσθέσει για το κλείσιμο της μαύρης τρύπας δυο μικρών τραπεζών άλλα 400 εκατ. ευρώ περίπου, πέραν των 480 εκατ. ευρώ που έχει ήδη βάλει –χωρίς να συνυπολογίζονται τα κεφάλαια που συνεισέφεραν κρατικές εταιρείες και ασφαλιστικά ταμεία (ή οι άλλες 4 ιδιωτικές τράπεζες…) στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου το 2015. Και θα αναλάβει τον κίνδυνο των παλαιών κακών δάνειων χωρίς να είναι σίγουρο ότι θα φτιαχτεί ο πέμπτος πυλώνας.