Πριν από λίγες μέρες εκδόθηκε η νέα ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ινστιτούτων Κινεζικών Σπουδών (ΕTNC) για τις θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών ως προς την απομείωση κινδύνων (de-risking) στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας. H πολιτική αυτή παρουσιάστηκε και αναλύθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2023 σε ομιλία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η έννοια του de-risking
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν τονίσει κατ’ επανάληψη ότι de-risking σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει decoupling (αποσύνδεση) από την κινεζική οικονομία. Άλλωστε, αυτό θα ήταν αδύνατον, δεδομένου του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα. Το Πεκίνο, όμως, ανησυχεί ότι το de-risking μπορεί σε βάθος χρόνου να οδηγήσει προς την κατεύθυνση του decoupling.
Σημειωτέον, οι ΗΠΑ έχουν επίσης υιοθετήσει το concept του de-risking, με Αμερικανούς εκπροσώπους να χρησιμοποιούν ένα πιο παραστατικό σχήμα λόγου, εισάγοντας την φράση “μικρός κήπος, με ψηλό φράχτη” (small garden, high fence). Η ιδέα αυτή αναφέρεται στην ανάγκη προσδιορισμού των τομέων υψηλού ρίσκου, με αυστηρά μέτρα απομόνωσής τους. Εκ των πραγμάτων, όμως, ο κήπος ολοένα και μεγαλώνει, ενώ ο φράχτης ψηλώνει, όπως αποδεικνύει η συνεχής προσθήκη νέων περιοριστικών μέτρων που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην Κίνα.
Το 2019, η ΕΕ έδωσε στην Κίνα τον τριπλό ορισμό του εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου. Εκτός από τον σταθερά εντεινόμενο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο πλευρών, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι ξεκάθαρο πλέον ότι οι ευρωκινεζικές σχέσεις κλίνουν ολοένα και περισσότερο προς την συστημική αντιπαλότητα. Σε πρόσφατη έκθεση που εκπόνησαν από κοινού, τα ινστιτούτα MERICS, Chatham House και GMF δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν την Κίνα έως και απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Εν τω μεταξύ, πληθαίνουν τα κοινοτικά εργαλεία ως απάντηση στις αθέμιτες πρακτικές της Κίνας κι έχει δημοσιευθεί η πρόταση της Κομισιόν για ευρωπαϊκή στρατηγική οικονομικής ασφάλειας. Μ’ αυτό το συνεχώς εξελισσόμενο πλαίσιο σχετίζεται η έκθεση του δικτύου ETNC για το πώς βλέπουν 22 ευρωπαϊκές χώρες την πολιτική de-risking της ΕΕ.
Αποκλίνουσες απόψεις στην Ευρώπη
Η έκθεση επιβεβαιώνει την άποψη αρκετών αναλυτών ότι, ενώ η ΕΕ σκληραίνει την στάση της, δεν επιδιώκει κατά μέτωπο σύγκρουση με το Πεκίνο, όπως συμβαίνει μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Π.χ. σε ό,τι αφορά την πρόσφατη απόφαση των Βρυξελλών για αυξημένους δασμούς επί της εισαγωγής κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην ΕΕ, η Κομισιόν έχει ανακοινώσει την προθυμία της για συμπληρωματικές διαβουλεύσεις με την Κίνα, χωρίς όμως να αίρει τις ενστάσεις της.
Από την άλλη, η απόφαση για αύξηση των δασμών αναγκάζει το Πεκίνο επιτέλους να λάβει υπόψη του τις ευρωπαϊκές ανησυχίες για το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ, ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ το περασμένο έτος. Η Κίνα χρειάζεται την ευρωπαϊκή αγορά για τις εξαγωγές της που είναι ο κύριος κινητήρας ανάπτυξής της εν μέσω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δείξει τα δόντια της σε πλήθος ακανθωδών ζητημάτων που επιβαρύνουν τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας και έχει ξεκινήσει έρευνες για τις κρατικές ενισχύσεις του Πεκίνου σε πολλούς άλλους τομείς.
Στο επίπεδο των κρατών μελών επίσης δυναμώνουν οι φωνές κατά της πλημμυρίδας κινεζικών εισαγωγών και υπέρ της προστασίας στρατηγικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Μόλις πριν από μια δεκαετία οι κινεζικές εταιρείες παραγωγής ηλιακών συλλεκτών αποδεκάτισαν τους ανταγωνιστές τους στην Γερμανία, χάρη στην γενναιόδωρη στήριξη των κινεζικών αρχών. Σήμερα είναι ορατός ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο με πολλές ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Την ίδια στιγμή, όμως, πολλά κράτη μέλη προκρίνουν τις εθνικές τους προτεραιότητες που δεν συμπίπτουν απαραίτητα με τα επιχειρήματα των κοινοτικών οργάνων. Εξ ου και το ερώτημα κατά πόσο η πολιτική απομείωσης κινδύνων, η οποία εκπορεύεται κυρίως από την Κομισιόν, θα γίνει αποδεκτή από τα κράτη μέλη και θα εφαρμοστεί στην πράξη. Ως συνήθως, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπάρχουν πολλές και αποκλίνουσες απόψεις για το de-risking, οι οποίες παρουσιάζονται λεπτομερώς στην έκθεση του ETNC.
Η στάση των υπό εξέταση χωρών στο θέμα του de-risking ποικίλλει ως εξής:
1. Ένθερμη υποστήριξη (Early Advocates)
2. Υποστήριξη/Συμμόρφωση (Endorsers/Followers)
3. Διστακτική αποδοχή (Cautious Adopters)
4. Εναντίωση (Opponents)
Σημειώνεται ότι η μοναδική χώρα που τάσσεται αναφανδόν κατά της απομείωσης κινδύνων έναντι της Κίνας είναι η Ουγγαρία, η οποία παρεμπιπτόντως ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Η Ελλάδα τοποθετείται στην τρίτη ομάδα χωρών, με στάση “διστακτικής αποδοχής” της εν λόγω πολιτικής της Κομισιόν. Εκτιμάται ότι σε γενικές γραμμές ακολουθεί την γραμμή της ΕΕ, αλλά κυρίως υπό πίεση από το εξωτερικό, συχνά απρόθυμα και εν μέσω παντελούς απουσίας δημόσιας συζήτησης γι' αυτά τα θέματα.
To μέλλον του de-risking
Ένα θέμα που δεν θίγεται στην συγκεκριμένη έκθεση, αλλά τίθεται εκ των πραγμάτων, αφορά το μέλλον του de-risking στις ευρωκινεζικές σχέσεις. Εφόσον επιβεβαιωθεί η παραμονή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν, αυτό θα διευκολύνει την συνέχεια της κοινοτικής πολιτικής απομείωσης κινδύνων και την ενίσχυση της στρατηγικής οικονομικής ασφάλειας. Προς το παρόν, φαίνεται μάλλον απίθανο να ανακοπεί η περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων ΕΕ-Κίνα για οικονομικούς, αλλά και γεωπολιτικούς, λόγους.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά των κρατών μελών, πολλά θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές εξελίξεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
(*) Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)