Τα αμοιβαία θετικά μηνύματα από τους προέδρους της Τουρκίας και της Συρίας θα μπορούσαν να προαναγγείλουν την επιστροφή σε άμεσες συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού. Στο ερώτημα αν το timing είναι κατάλληλο, η απάντηση θα μπορούσε να είναι «ιδανικό».
Πριν από δύο μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος είχε ανακοινώσει σχέδια για μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στη βόρεια Συρία, με στόχο την εξάλειψη της τρομοκρατίας. Ωστόσο, οι αντιδράσεις από τις ΗΠΑ, λόγω επικείμενων αμερικανικών εκλογών, έβαλαν φρένο στα σχέδια και ανάγκασαν την Άγκυρα να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στράφηκε σε διπλωματικές μεθόδους, όπως κάνει εδώ και ενάμιση χρόνο με όλη τη ‘γειτονιά’, επαναφέροντας την πρόθεση για μια συνάντηση με τον Άσαντ, προκειμένου να κλείσει διαφορετικά το μέτωπο και κυρίως να απαλλαγεί από το βάρος των προσφύγων, το οποίο, μετά τις σοβαρές ταραχές στην Καισάρεια τη Δευτέρα, εδώ, και στα τουρκικά σημεία ελέγχου στη βόρεια Συρία, εδώ, επανέφεραν στο προσκήνιο τα εκρηκτικά αντισυριακά αισθήματα της τουρκικής κοινωνίας και την υπόσχεση Ερντογάν να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό πίσω στις εστίες τους.
Παράλληλα, και η πλευρά του Άσαντ δείχνει σημάδια ευελιξίας. Ιστορικά, η συριακή ηγεσία είχε θέσει ως αδιαπραγμάτευτο όρο την άμεση και πλήρη απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από τα συριακά εδάφη. Αυτή η αδιάλλακτη στάση αντανακλούσε την επιμονή του καθεστώτος Άσαντ στην αποκατάσταση της πλήρους κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, θέτοντας ως προτεραιότητα την απομάκρυνση κάθε ξένης στρατιωτικής παρουσίας.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις υποδηλώνουν μια αλλαγή προσέγγισης από τη Δαμασκό. Αντί να επιμένει στην άμεση αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, η κυβέρνηση Άσαντ φαίνεται να είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί μια σταδιακή διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι η Άγκυρα θα δεσμευτεί επίσημα και συγκεκριμένα σε ένα χρονοδιάγραμμα αποχώρησης.
Αυτή η ευελιξία ενδέχεται να αντικατοπτρίζει είτε τις περιορισμένες δυνατότητες της Συρίας να επιβάλει την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, είτε να αποτελεί μια στρατηγική κίνηση του Άσαντ να διατηρήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με την Τουρκία, ή ενδέχεται επίσης να αποτελεί ένδειξη της επιρροής εξωτερικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία, που μπορεί να προωθούν μια πιο ρεαλιστική και συμβιβαστική προσέγγιση για την επίλυση του συριακού ζητήματος.
Σε κάθε περίπτωση Άγκυρα και Δαμασκός δείχνουν να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξη των στόχων τους, προσαρμόζοντας τις τακτικές τους στις τρέχουσες συνθήκες.
Το μεγάλο ερωτηματικό, που παραμένει, αφορά στη στάση της Μόσχας, του "κουμπάρου" αυτής της προσέγγισης. Η Ρωσία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής στη Συρία και διατηρεί ισχυρές επιρροές τόσο στη Δαμασκό όσο και στην Άγκυρα.
Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και του Τούρκου ομολόγου του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διέπεται από εντάσεις τον τελευταίο καιρό, εξαιτίας κυρίως της προσέγγισης της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ και στη συνεχιζόμενη στρατηγική της Άγκυρας να διατηρεί ανοιχτές τις πόρτες με πολλές αντίπαλες χώρες, π.χ. Ουκρανία, γεγονός που δυσαρεστεί το Κρεμλίνο. Ο Πούτιν, ίσως αισθανόμενος προδομένος από τις φιλο-αμερικανικές κινήσεις του φίλου του Ταγίπ, ενδέχεται να μην είναι τόσο πρόθυμος να προωθήσει την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού, όταν μάλιστα αυτή δεν φαίνεται να επιφέρει άμεσα οφέλη για τη Ρωσία.
Η Ρωσία ενδεχομένως να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος, απαιτώντας ανταλλάγματα τόσο από την Τουρκία όσο και από τη Συρία για να προωθήσει μια ειρηνευτική διαδικασία που θα εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα.
Οι διαπραγματεύσεις σήμερα και αύριο στην Αστάνα αποτελούν την ευκαιρία για τη διερεύνηση των πραγματικών προθέσεων της Ρωσίας και για την αξιολόγηση του πόσο η Μόσχα είναι διατεθειμένη να προωθήσει ή να βάλει φρένο στη διαμόρφωση της επόμενης φάσης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Συρίας.