Μια καθοριστική εβδομάδα ξεκίνησε στη Γαλλία ενόψει του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών.
Ακολουθούν πέντε συμπεράσματα από τον πρώτο γύρο της αναμέτρησης.
Οι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες σε ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά: Οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία διεξάγονται συνήθως λίγες εβδομάδες μετά τις προεδρικές και συνήθως ευνοούν το κόμμα του νικητή. Αλλά αυτή τη φορά, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ποσοστό συμμετοχής έφτασε το 67%, πολύ υψηλότερο από το 47,5 % που καταγράφηκε στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών το 2022. Αυτή η αλματώδης αύξηση της προσέλευσης των πολιτών στις κάλπες, αντανακλά το διακύβευμα της αναμέτρησης και την πεποίθηση των πολιτών ότι η ψήφος τους θα μπορούσε να αλλάξει θεμελιωδώς την πορεία της προεδρίας Μακρόν. Ήδη, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι «παγώνει» μία σειρά από νομοσχέδια, συμπεριλαμβανομένων των προωθούμενων αλλαγών στα επιδόματα ανεργίας.
Τα τελικά αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθούν: Για την απόλυτη πλειοψηφία, ένα κόμμα χρειάζεται 289 έδρες. Οι δημοσκοπικές προβλέψεις υποδηλώνουν ότι το κόμμα Λεπέν θα μπορούσε να κερδίσει από 240 έως 310 έδρες. Η συμμαχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου από 150 έως 200 έδρες, ενώ το κόμμα Μακρόν και οι σύμμαχοί του μπορεί να κερδίσουν 70 με 120 έδρες. Ωστόσο, η εκτίμηση του αποτελέσματος του δεύτερου γύρου είναι δύσκολη λόγω της φύσης του εκλογικού συστήματος της Γαλλίας. Οι βουλευτικές εκλογές είναι στην ουσία 577 ξεχωριστές μάχες, όσες και η έδρες της Εθνοσυνέλευσης. Από την περασμένη Κυριακή, έχουν εκλεγεί απευθείας 76 υποψήφιοι, οι οποίοι κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από το 50% των ψήφων. Όλες οι υπόλοιπες έδρες θα κριθούν στον δεύτερο γύρο. Σε ορισμένες περιφέρειες οι υποψήφιοι που θα αναμετρηθούν για την έδρα, μπορεί να είναι περισσότεροι από δύο, αν έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον το 12,5% των ψήφων. Πολλά κόμματα, ειδικά τα αριστερά, δήλωσαν πάντως ότι θα αποσύρουν έναν τρίτο υποψήφιο, για να αποτρέψουν τη νίκη της ακροδεξιάς.
Δύο αποτελέσματα φαίνονται πιο πιθανά: Μόνο το κόμμα Λεπέν, είναι πιθανό να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Αν αυτό συμβεί, ο Μακρόν θα πρέπει να διορίσει τον Μπαρντελά πρωθυπουργό. Αν και έχει τη δικαιοδοσία να επιλέξει κάποιον άλλον, μία τέτοια απόφαση θα ήταν αντίθετη με τη βούληση των ψηφοφόρων, ενώ οι βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης θα απαντούσαν με πρόταση μομφής. Σε περίπτωση που ο Μπαρντελά αναλάβει πρωθυπουργός θα αποφασίζει κυρίως για την εσωτερική πολιτική, ωστόσο θα μπορεί να βάζει εμπόδια και στην στρατηγική Μακρόν σε θέματα διπλωματίας και άμυνας. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να συγκρουστούν για ζητήματα όπως η συνεισφορά της Γαλλίας στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για την υποστήριξη της Ουκρανίας. Αν δεν υπάρξει κυβερνητική πλειοψηφία, ο πρόεδρος θα προσπαθήσει να οικοδομήσει έναν συνασπισμό, γεγονός που φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο, λόγω των χαοτικών ιδεολογικών διαφορών. Ένα πιθανό σενάριο είναι ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης έως ότου επιτευχθεί πολιτική συμφωνία.
Η αγορά δεν ανησυχεί για πιθανό κυβερνητικό αδιέξοδο: Οι επενδυτές προβληματίζονται στην προοπτική διακυβέρνησης είτε από τους ακροδεξιούς, είτε από τους αριστερούς, λόγω των πολυδάπανων προγραμματικών εξαγγελιών τους. Αναλυτές στοιχηματίζουν ότι το πιο πιθανό αποτέλεσμα την ερχόμενη Κυριακή θα είναι ένα μετέωρο Κοινοβούλιο, στο οποίο ούτε η ακροδεξιά ούτε η ενωμένη αριστερά θα έχουν πλειοψηφία. Προς το παρόν, η αγορά δεν ανησυχεί. Όμως πρόκειται για βραχύβια αισιοδοξία, καθώς οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για τον κίνδυνο κρίσης χρέους σε περίπτωση δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Η ακροδεξιά έχει διεισδύσει σε όλα τα τμήματα του πληθυσμού: Η νίκη Λεπέν επιβεβαίωσε ότι το ακροδεξιό κόμμα δεν βρίσκεται πια στο περιθώριο της γαλλικής πολιτικής σκηνής, αλλά έχει εισέλθει στα επιχρυσωμένα σαλόνια της Γαλλικής Δημοκρατίας. Σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό του σε σχέση με το 2022 και διεύρυνε εντυπωσιακά την δεξαμενή των ψηφοφόρων του. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το εκλογικό σώμα «μεγάλωσε και διαφοροποιήθηκε». Το κόμμα εξακολουθεί να έχει τα καλύτερα ποσοστά στην εργατική τάξη, αλλά αύξησε την επιρροή του από 15 έως 20% μεταξύ συνταξιούχων, γυναικών, ατόμων κάτω των 35 ετών, ψηφοφόρων με υψηλότερα εισοδήματα και κατοίκων των μεγαλουπόλεων.