Κείμενα που καλύπτουν την μείζονα περίοδο των κρίσεων – γιατί δεν ήταν μια, ήταν πολλαπλές και αλληλοενισχυόμενες – και στην στάση του ελληνικού κομματικού συστήματος απέναντί τους, εν συνεχεία δε τις αναταράξεις στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, κείμενα κατατεθειμένα ιδίως στην «ΕΠΟΧΗ» προκειμένου να παρακολουθήσουν τις εν θερμώ εξελίξεις αλλά που ωστόσο μπορούν να διεκδικήσουν ενότητα ματιάς (γιατί αυτό προσδοκά κανείς από ένα βιβλίο…). Καθώς συμβαίνει η κυκλοφορία του βιβλίου αυτού του Κώστα Ελευθερίου, μελετητή του κομματικού συστήματος, σε έκδοση μάλιστα του ΕΝΑ, να έρχεται λίγο μετά το νέο τσουνάμι των ευρωεκλογών (τσουνάμι, αποδεικνύεται, για ΟΛΟ το κομματικό σύστημα…) και πάντως μετά την επικράτηση Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ και την διάσπαση του τελευταίου (ο χρόνος τρέχει γρήγορα, σχεδόν ζαλιστικά για τον χώρο της Αριστεράς), δίνει την ευκαιρία «ξαναδιαβάσματος» των όσων έχουν τρέξει. Αλλά – το κυριότερο – αναζήτησης κατευθύνσεων οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν στο προσκήνιο μια νέα πρόταση διακυβέρνησης. Μια πρόταση (α) εναλλακτική, (β) αξιόπιστη και (γ) προοδευτική/αριστερή.
Στην ανάλυση Ελευθερίου για το ελληνικό κομματικό σύστημα αξίζει να σταθεί κανείς σε επεισόδια διαδρομής που – κακώς, αλλά η μνήμη έχει την δική της λογική αυτοπροστασίας! – συχνά λησμονούνται, όπως της περίεργης αντιμνημονιακής αφήγησης της Ν.Δ. επί Σαμαρά, το 2011 («Ζάππειο ΙΙ», την εποχή των Πλατειών, με την χρήση της έννοιας «αναδιαπραγμάτευση»). Ή πάλι των φιλοδοξιών του αλήστου μνήμης «Ποταμιού», υπό συνθήκες της άνοιξης 2014 – και πάλι με το «παρών» που έδωσε ως εκδοχή ΚεντροΑριστεράς στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.
Σίγουρα όμως, το βασικό πεδίο διερεύνησης είναι εκείνο που αφορά το χώρο της Αριστεράς, από την αναζήτηση (Άνοιξη του 2022, αυτό) του βέλτιστου, ή μάλλον του εντέλει αναγκαστικού πεδίου παρέμβασης της Αριστεράς, σε μια φάση όπου «υπάρχει χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς και τα κόμματα [ενώ] επικρατεί και μια διάχυτη εχθροπάθεια καθώς αρκετοί ψηφοφόροι επιλέγουν ένα κόμμα για να απορρίψουν ένα άλλο». Για να συνεχίσει με την παρατήρηση (2022, ξαναλέμε) ότι «στον ΣΥΡΙΖΑ η αριστερή σταθερά ήταν η αξία που θεμελίωνε την σχέση εμπιστοσύνης με το εκλογικό σώμα. Οποτεδήποτε αυτή η σταθερά αμφισβητήθηκε, το κόμμα υπέστη απώλειες».
Ίσως λοιπόν με αυτό το φόντο να λειτουργεί καλύτερα η πρόσληψη της προσέγγισης Ελευθερίου για «διαρκή επαναδιαπραγμάτευση» της πολιτικής σχέσης Αριστεράς-ΠΑΣΟΚ, με δεδομένο τον «ξεκάθαρο αριστερό προσανατολισμό» του τελευταίου και με αποτέλεσμα [αυτό] «να ενσωματώνει τις παραδόσεις και να υπερβεί τις κληρονομημένες αδράνειες της κομμουνιστογενούς Αριστεράς». [Αυτά, τα χρόνια της πολιτικής ζέσης και ακμής. Αξίζει να ξαναδιαβαστεί αυτή η προσέγγιση τώρα, υπό τις συνθήκες της ολισθηρής – έτσι όπως επιχειρείται – συζήτησης περί Κεντροαριστεράς].
Ίσως πιο στοχευμένα στην εσωτερική συζήτηση της Αριστεράς και των αναζητήσεων του ΣΥΡΙΖΑ να είναι – για τον «γενικής λήψεως» αναγνώστη – τα αναφερόμενα στην προσέλευση της Αριστεράς «στους δαιδάλους της εξουσίας» (ωραία μεταφορά του «πρώτη φορά Αριστερά»: Κείμενο αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015), ήδη με την καίρια διερώτηση αν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια «άλλη, επωφελέστερη συμφωνία με τους δανειστές». Ακόμη περισσότερο όμως με την αναφορά – το κείμενο αυτό σε συνεργασία με Χρύσανθο Τάσση – σε «πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ», μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την διαπραγματευτική ανατροπή που ακολούθησε.
Από ‘κει και πέρα, από την συζήτηση για το τι είναι/θα μπορούσε να είναι ένα σύγχρονο αριστερό κόμμα με αναφορά στις μάζες (άρα με «ανάγνωση» του καταμερισμού της εργασίας με σημερινούς όρους, με δυνατότητες – ή/και προθυμία – για εσωκομματική δημοκρατία και τέλος με ευθεία αντιμετώπιση του προτάγματος της εξουσίας) και μέχρι το post-mortem (ας μας επιτραπεί η διατύπωση) της κατάστασης στον ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή Στέφανου Κασσελάκη και με χρονικογράφηση της πρόσφατης διάσπασης, ο αναγνώστης θα προβληματιστεί για το ποιο περιεχόμενο αρμόζει – τελικά – στην έννοια «πολύ μεγάλη χαμένη ευκαιρία στην ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς». Ή ποιες «σίγουρα ασχηματοποίητες και ασαφείς απαντήσεις» θα μπορούσαν να εισφέρουν στην αμφισβήτηση της λογικής οδοστρωτήρα ενός πολιτικού συστήματος που - μέχρι τις ευρωεκλογές πάντως - πήγαινε να λειτουργήσει με χαρακτηριστικά συστήματος «κυρίαρχου κόμματος».