ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Παραλειπόμενα του προχθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

Η ειδησεογραφία γύρω από τα αποτελέσματα του προχθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κυριαρχήθηκε, όχι αδικαιολόγητα, από την κατάληξη της δύσκολης διαπραγμάτευσης για τα πρόσωπα που θα καλύψουν τα τρία κορυφαία αξιώματα της ΕΕ, η οποία επετεύχθη σε χρόνο αισθητά μικρότερο από προηγούμενες φορές.  Πρόκειται αναμφιβόλως για μια επιτυχία που θα επιτρέψει στους 27 να ασχοληθούν σχετικώς απερίσπαστοι με τα άλλα μεγάλα θέματα που ζητούν άμεση αντιμετώπιση από την Ένωση. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο τελικός κριτής για τα δύο από τα τρία εν λόγω αξιώματα, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Η επιτυχία όμως αυτή δεν επέτρεψε να φωτισθούν επαρκώς κάποια άλλα σημεία των αποτελεσμάτων της προχθεσινής συνόδου κορυφής, ειδικότερα η μη τήρηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεσμεύσεων που το ίδιο είχε ρητώς αναλάβει κατά τις συνεδριάσεις του τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο, σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και την εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

Για του λόγου το αληθές, τον περασμένο Μάρτιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε «να βελτιωθεί η πρόσβαση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να διερευνήσουν όλες τις επιλογές για την κινητοποίηση χρηματοδότησης και να το ενημερώσουν σχετικώς έως τον Ιούνιο» (υπογράμμιση δική μας). Παρά όμως αυτή τη ρητή αυτοδέσμευση, κάτι τέτοιο δεν συνέβη μέχρι προχθές και έτσι η προχθεσινή σύνοδος κορυφής αρκέστηκε να καλέσει για μια ακόμη φορά «την Επιτροπή και τον Ύπατο Εκπρόσωπο να παρουσιάσουν εξελιγμένες επιλογές δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο, για την ενίσχυση της τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης στον τομέα της άμυνας και την αντιμετώπιση των κενών στις κρίσιμες δυνατότητες», χωρίς μάλιστα αυτή τη φορά να θέτει χρονικό όριο.

Είναι προφανές ότι πίσω από αυτό το εκ νέου «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα» κρύβεται το γερμανικό κάθετο «nein», αφού οι όποιες «επιλογές δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης» δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνουν και έναν νέο κοινό δανεισμό, δηλαδή ένα ευρωομόλογο, ιδέα η οποία απορρίπτεται μέχρι στιγμής μετά βδελυγμίας από τους Γερμανούς αλλά και από τους Ολλανδούς.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Ενώ τον περασμένο Απρίλιο αποφασίστηκε ότι « Στη σύνοδό του τον Ιούνιο του 2024, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την πρόοδο και θα συζητήσει πρόσθετα μέτρα για την εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών», πάλι η δέσμευση δεν τηρήθηκε και έτσι προχθές αποφασίστηκε για το θέμα αυτό, για μια ακόμη φορά, να κληθούν «το Συμβούλιο και η Επιτροπή να επιταχύνουν τις εργασίες για όλα τα μέτρα που έχουν προσδιοριστεί …και τα οποία είναι αναγκαία για τη δημιουργία πραγματικά ολοκληρωμένων αγορών, οι οποίες θα είναι προσβάσιμες σε όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις ανά την Ένωση και θα ωφελούν όλα τα κράτη μέλη». Όπως λέει και λαός μας, όλο μέλι-μέλι, αλλά από τηγανίτα τίποτα.

Δύσκολα βεβαίως θα υποστήριζε κάποιος ότι με έναν κατά κράτος ηττημένο Σολτς στη Γερμανία και με έναν Μακρόν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στη Γαλλία το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Ούτε θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με όσους υποστηρίζουν ότι, παρά τα φαινόμενα και τις γκρίνιες, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα προχωρημένη όσο ποτέ άλλοτε και αναλαμβάνει κοινές δράσεις σε τομείς που μέχρι χθες ήταν, θεσμικά και πρακτικά, ανέγγιχτοι. Το θέμα είναι όμως ότι οι δικαιολογίες , ή οι πραγματικές  αιτιολογίες, αν προτιμάτε, δεν αρκούν για να αντιμετωπισθούν οι ήδη αισθητές στην Ευρώπη επιπτώσεις του οικονομικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ενός πολέμου επιδοτήσεων και δασμών που απαιτεί άμεση και συγκροτημένη ευρωπαϊκή αντίδραση και του οποίου οι επιπτώσεις μπορούν να αποβούν μοιραίες για την ήπειρό μας.

Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μπορεί να είναι μια από τις βασικές συνιστώσες μιας τέτοιας απάντησης. Αρκεί να αναλογισθούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ότι το 80% του αμυντικού υλικού που έδωσαν μέχρι σήμερα οι χώρες της ΕΕ στην Ουκρανία αγοράστηκε από χώρες εκτός ΕΕ για να μη χρειάζεται κανένα άλλο επιχείρημα υπέρ αυτής της ανάγκης και του επείγοντος της κάλυψής της. Η «αξιοποίηση της δανειοληπτικής ισχύος της ΕΕ», όπως τόλμησε να προτείνει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δηλαδή ένα νέο ευρωομόλογο, πρέπει να θεωρείται εκ των πραγμάτων αναγκαίο για να καλυφθεί το ποσό των 500 δισ. ευρώ, που κατά την ίδια απαιτείται για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας σε βάθος δεκαετίας. Ένα νέο, δε, ευρωομόλογο θα είναι ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση της ΕΕ. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι ο συνήθως συγκρατημένος στην ευρωπαϊκή κριτική του Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε στη συνέντευξη τύπου μετά τη σύνοδο κορυφής ότι «Δεν μπορεί να ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να ενισχύσουμε την αμυντική δυνατότητα της Ευρώπης και να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο από τους εθνικούς προϋπολογισμούς».

Τα οφέλη όμως ενός νέου ευρωομολόγου δεν σταματούν εδώ. Η ενίσχυση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αμυντικού υλικού μέσω πόρων ευρωομολόγου συνεπάγεται τη δημιουργία, για πρώτη φορά, ενός συστήματος ευρωπαϊκών ενισχύσεων, το οποίο, όπως προτείνει και ο Ενρίκο Λέττα στην έκθεσή του, θα πρέπει σταδιακά να υποκαταστήσει τα εθνικά συστήματα κρατικών ενισχύσεων και τις στρεβλώσεις που αυτά προκαλούν στον ελεύθερο ανταγωνισμό αλλά και στην πολιτική συνοχής. Είναι δε αυταπόδεικτη η σημασία που θα έχει για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση η εισαγωγή ενός συστήματος ευρωπαϊκών ενισχύσεων, έναντι των σημερινών κρατικών.

Μια άλλη σημαντική δυνατότητα για εξεύρεση των αναγκαίων κεφαλαίων για την αμυντική και όχι μόνο βιομηχανία, που ταυτοχρόνως συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση της ΕΕ, μπορεί να προσφερθεί από την εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Ούτε όμως και αυτό το μείζονος σημασίας ζήτημα είχε, όπως προαναφέρθηκε, καλύτερη αντιμετώπιση από το προχθεσινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο, παρά τη δέσμευση του Απριλίου αρκέστηκε να επαναλάβει «…τον χαρακτήρα επείγοντος και τη σημασία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών για την κινητοποίηση του σεβαστού ποσού ιδιωτικών επενδύσεων που απαιτείται για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων…». Όλο μέλι-μέλι και πάλι. Οι ηγεσίες των ισχυρών της ΕΕ θεωρούν ότι μπορούν να πάρουν τον χρόνο τους. Φαίνεται όμως ότι η πραγματικότητα έχει διαφορετική άποψη. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα, θα πει κάποιος κατά το γνωστό ευφυολόγημα. Μήπως όμως τόσο το χειρότερο και για την Ευρώπη;

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!