Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, η προχθεσινή άτυπη σύνοδος κορυφής της ΕΕ δεν κατέληξε σε συμφωνία για την κάλυψη των τεσσάρων κορυφαίων θέσεων των προέδρων της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Υπάτου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική. Το σημείο διαφωνίας ήταν η διάρκεια της θητείας του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Eνώ όλοι έδειξαν να συμφωνούν στο πρόσωπο του Πορτογάλου τέως πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα, ηγέτες που πρόσκεινται στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) ζήτησαν να περιορισθεί η θητεία του στα πρώτα δυόμιση χρόνια και το υπόλοιπο να καλυφθεί από προσωπικότητα που θα ανήκει στο ΕΛΚ.
Υπήρξαν βέβαια και άλλες υπόρρητες απόπειρες εξήγησης της δυστοκίας στη λήψη απόφασης, όπως η δυσαρέσκεια της Τζόρτζια Μελόνι επειδή, όπως τουλάχιστον διέρρευσε, δεν είχε κληθεί στις προηγηθείσες διαβουλεύσεις, αν και νικήτρια των ευρωεκλογών στην Ιταλία, αλλά και επειδή ίσως θεωρεί ότι και η δική της πολιτική οικογένεια δικαιούται μια από τις κορυφαίες θέσεις της ΕΕ. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η παράλληλη απόφαση για διορισμό του Ολλανδού πρωθυπουργού στη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ αποδυνάμωσε την πρόταση για ορισμό της Εσθονής πρωθυπουργού Κάγια Κάλας στη θέση του Υπάτου εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, λόγω του ότι και οι δύο ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιχνίδι ανοίγει ενδεχομένως από την αρχή.
Είναι πολύ πιθανόν να ισχύουν ταυτοχρόνως όλες οι παραπάνω εκδοχές. Είναι όμως βέβαιο ότι ως κυρίαρχη αιτία της αδυναμίας λήψης απόφασης πρέπει να θεωρηθεί η διάρκεια της θητείας του Αντόνιο Κόστα. Και εδώ είναι που δημιουργείται το εξής ερώτημα: Για ποιο λόγο τόση επιμονή για τη διάρκεια της θητείας σε μια θέση, που είναι μεν θεσμικώς κορυφαία, αλλά που κατά τη γνώμη πολλών αναλυτών, μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει στην πράξη δείγματα αποφασιστικού επηρεασμού των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου; Τι βλέπει το ΕΛΚ και επιδιώκει να έχει υπό τον έλεγχό του το δεύτερο μισό της θητείας αυτής;
Η απάντηση, χωρίς να είναι εύκολη, θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική εικόνα που θα εμφανίζει η ενωμένη Ευρώπη στο δεύτερο εξάμηνο του 2027, όπως αυτή προκύπτει και από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Όταν είναι αρκετά πιθανόν να είναι πρόεδρος της Γαλλίας η Μαρίν Λεπέν, όταν σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να προεξοφληθεί ποια θα είναι τότε η στάση της Τζόρτζια Μελόνι, όταν είναι άδηλο ποια πολιτική συμμαχία θα κυβερνά τότε τη Γερμανία, όταν γνωρίζουμε ήδη από τώρα ότι στην Ολλανδία αναλαμβάνει την εξουσία μια κυβέρνηση έντονης δεξιάς και εθνικιστικής απόκλισης. Σε αυτά θα πρέπει να προσμετρηθούν οι - όχι πολλά υποσχόμενες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση - πολιτικές προοπτικές χωρών όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Αυστρία, η Σουηδία, για να μείνουμε, αισιόδοξα, μόνο σε αυτές.
Φαίνεται ότι απόνερα των πρόσφατων ευρωεκλογών θα πλημμυρίζουν, δυστυχώς, για αρκετά χρόνια την ενωμένη Ευρώπη.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των προοπτικών αναμένεται να είναι μια επιστροφή σε ένα εθνοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης της ΕΕ, δηλαδή στην αποδυνάμωση υπερεθνικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και θεσμικών αντιβάρων, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και στην επικράτηση του διακυβερνητικού τρόπου λήψης αποφάσεων, πράγμα που θα εκφρασθεί μέσα από την κυριαρχία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των άλλων διακυβερνητικών οργάνων που βρίσκονται κάτω από αυτό.
Εδώ, λοιπόν, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί η εξήγηση της επιμονής του ΕΛΚ να έχει δικό του Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από το 2027 και μετά. Προβλέποντας ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα αποκτήσει πολύ σημαντικότερο ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επιδιώκοντας ταυτοχρόνως αυτό να μην υπονομεύσει την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θέλει, ως η μεγαλύτερη και ταυτοχρόνως προσηλωμένη στην ευρωπαϊκή ιδέα παράταξη του Ευρωκοινοβουλίου να έχει, μέσω δικού του Προέδρου, ισχυρό λόγο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις κατά τη μετά το 2027 περίοδο.
Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι αναγκαίο να εξευρεθεί μέχρι τις 27-28 Ιουνίου κάποια λύση στο θέμα των κορυφαίων θέσεων της ΕΕ, προκειμένου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα συνεδριάσει σε αυτές τις ημερομηνίες να μπορέσει να ασχοληθεί και με άλλα ζωτικού ενδιαφέροντος ζητήματα, τα οποία δεσμεύτηκε να εξετάσει τον Ιούνιο. Αναφερόμαστε στη δέσμευσή του, τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο, να συζητήσει στη σύνοδο του Ιουνίου όλες τις δυνατότητες χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας καθώς και μέτρα εμβάθυνσης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
Ήδη, λόγω των εκλογών στη Γαλλία δυο μόνο ημέρες μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά και της αμφισβήτησης της νομιμοποίησης της γερμανικής κυβέρνησης από τους αντιπάλους της, τα κεφαλαιώδους σημασίας αυτά ζητήματα λίγες πιθανότητες επιτυχούς συζήτησης θα είχαν. Οι πιθανότητες αυτές θα είναι δε μηδενικές αν ο χρόνος της συνεδρίασης αναλωθεί στην κάλυψη των κορυφαίων ευρωπαϊκών αξιωμάτων. Ο χρόνος, όμως, δεν λειτουργεί την περίοδο αυτή υπέρ της ομαλής συνέχισης της ευρωπαϊκής πορείας.