Από τις πολλές εκδοχές προσέγγισης αυτού του βιβλίου-ποταμού του Κωστή Καρπόζηλου, που βάζει το στοίχημα να αφηγηθεί (κυριολεκτικά) μιαν ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού κάτω από την διεθνική του διάσταση αλλά και με έντονη την έμφαση στα πρόσωπα/ανθρώπους που στρατεύθηκαν στην πορεία από τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων (1912) μέχρι την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (1974), θα ήταν να σταθεί κανείς στις εισαγωγικές στιγμές του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου του.
Στην πρώτη, έχουμε τον Αβραάμ Μπεναρόγια, ηγετική φιγούρα της Φεντερασιόν/Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας της Θεσσαλονίκης να παρευρίσκεται – σε μπυραρία, στο Μετς – στον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς (με το παλιό ημερολόγιο…), εξόριστος/απελασμένος μετά τις ταραχές στην υπό οθωμανική κυριαρχία Θεσσαλονίκη. Στη δεύτερη φιλοξενείται στιγμιότυπο αλληλογραφίας Γιώργου Κατηφόρη από Λονδίνο με Φίλιππο Ηλιού στο Παρίσι, τις ημέρες της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία για αποκατάσταση της σοσιαλιστικής ευταξίας, τον Αύγουστο του 1968 (Σημειωτέον ότι το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται από τον Καρπόζηλο «Εβραϊκός Σοσιαλισμός», το τελευταίο «Το Αίνιγμα της Δημοκρατίας»).
Αξίζει να σταθεί κανείς λίγο περισσότερο στα δυο αυτά στιγμιότυπα, καθώς δείχνουν την τεχνική της προσέγγισης Καρπόζηλου. Στην πρώτη μεν περίπτωση, προκύπτουν κάποιες ταραχές, πλακώνει η χωροφυλακή και η Αθηνά Γιαννιού, σοσιαλίστρια/φεμινίστρια, εξηγεί στις αρχές ότι ο (Σεφαραδίτης, Εβραίος, από το Βουλγαρικό Βοδίνι, με σπουδές στο Βελιγράδι και αρχική δουλειά στο Πλόβντιβ) «ήταν ένας ξένος», άρα άνευ ενδιαφέροντος. Μετά από λίγους μήνες, ο ελληνικός στρατός εισερχόταν στην οθωμανική Θεσσαλονίκη που περιερχόταν – πολυτάραχα – στο ελληνικό κράτος! Στην δεύτερη πάλι περίπτωση, ο Κατηφόρης αναρωτιέται απευθυνόμενος στον Ηλιού «τι είναι, τέλος πάντων, αυτός ο κομμουνισμός που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε;» για να εκφράσει την διαφαινόμενη γενεακή πολιτική ρήξη που εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τις εκφράσεις της Αριστεράς στην Ευρώπη.
Συνολικά, λοιπόν, με μια τέτοια σύνθεση ψηφίδων, ο Κ. Καρπόζηλος παρουσιάζει – δική του η έκφραση – μιαν «εναλλακτική πολιτική γεωγραφία του Ελληνικού κομμουνισμού», που με την «εναλλαγή τόπων και θεμάτων» προσλαμβάνει μια «δομή που θυμίζει σπονδυλωτή ταινία». Με επιπρόσθετο στοιχείο τις προσωπικές ιστορίες και τις αντίστοιχες καταθέσεις «ταξιδιωτών της επανάστασης, εκπατρισμένων διανοούμενων, προσφύγων και μεταναστών», συνολικά πάντως ανθρώπων που δεν δέχθηκαν ότι «οι ταξικοί περιορισμοί και το καθεστώς της εκμετάλλευσης [θα] ήταν η αυτονόητη συνθήκη της ύπαρξης».
Ιδεολογικές επεξεργασίες και εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, αναμέτρηση με την εικόνα ενός «υπερβατικού Κράτους από το οποίο απουσιάζει η ανθρώπινη διάσταση», νοηματοδότησαν τις ζωές τους. Επιχειρεί – και πετυχαίνει – μιαν υπέρβαση των ορίων της εθνικής ιστορίας, έτσι όπως βλέπει από το ξεκίνημα τον ρόλο του εβραϊκού σοσιαλισμού, εν συνεχεία τη λειτουργία των προσφύγων, παραπέρα τα βήματα στην σκιά της Μόσχας με την παρουσία Ελλήνων στις κομματικές σχολές στην ΕΣΣΔ ή τη δράση τους στον Καύκασο μέχρι τις σταλινικές εκκαθαρίσεις ή πάλι στο καμίνι της Μέσης Ανατολής. Για να καταλήξει στην βαριά σκιά του Εμφυλίου, στην ζωή στις (αυτο)εξορίες στο Ανατολικό Μπλοκ, και μέχρι την εμπειρία της διάσπασης του ΚΚ με την – όσο και νάναι – κατασταλαγμένη εικόνα ενός κεντρικού κομματικού προσωπικού, που μάλλον σε σκληρυμένα επιτελεία παραπέμπει. Με την εικόνα «νέας Αριστεράς» από τις ευρωστραφείς ζυμώσεις στα χρόνια της χούντας και την αποκρυστάλλωση του ΚΚΕ εσ. να επιχειρεί μια διαφορετική παρακολούθηση της Ιστορίας.
Ο (όποιος…) νέος πολιτικός ριζοσπαστισμός της Αριστεράς στην τελευταία στροφή των πραγμάτων, όπως τη ζούμε, «αρκέστηκε στη διαχείριση του παρόντος – άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι – αλλά εναλλακτικό υπόδειγμα για τον 21ο αιώνα που δημιούργησε». Μπορεί αυτή η καταληκτική τοποθέτηση του Κώστα Καρπόζηλου, μετά την περιήγηση που έχει κάνει στον δικό του σύντομο 20ο αιώνα του ελληνικού κομμουνισμού, να τον οδηγεί στην ατάκα ότι «σήμερα το φάσμα του κομμουνισμού δεν πλανάται πάνω από τις κοινωνίες μας» μετά άλλωστε την αναγνώριση από το κεντρικό ελληνικό πολιτικό σύστημα και την «επιστροφή στην αγκαλιά του έθνους». Όμως η δυνατότητα εμφάνισης ενός νέου διεθνιστικού οράματος, «με άλλο όνομα και άλλο περιεχόμενο, που θα θέτει το όραμα της κοινωνικής ισότητας σε αντιστοιχία με τις σύγχρονες – μπερδεμένες, όπως σε κάθε ιστορική στιγμή – εξελίξεις» δεν λείπει από τη ματιά του…