ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Golden Visa: Υπέρ και Κατά

Ως πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για τα θέματα Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας,  ένα από τα ζητήματα που κλήθηκα να διαχειριστώ ήταν και αυτό της Golden Visa, το οποίο κυριαρχεί μεταξύ άλλων στην επικαιρότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα στην χώρα μας.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το οποίο χορηγεί διαμονή ή και υπηκοότητα με αντάλλαγμα σημαντικές επενδύσεις στην χώρα μας, έχει αναμφίβολα αποφέρει μια σημαντική εισροή ξένων κεφαλαίων στην οικονομία μας. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται μια πολυπόθητη ώθηση στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος επί σειρά ετών είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα ελέω κρίσης. Είναι ωστόσο αναγκαίο, να εξετάζουμε αυτού του είδους τα προγράμματα με μια πιο κριτική ματιά, αναγνωρίζοντας τόσο τα θετικά στοιχεία, αλλά ταυτόχρονα και τις προκλήσεις που τείνουν να παρουσιάζουν.

Άλλωστε, είναι ευρέως γνωστό ότι δύο από τις πρωταρχικές ανησυχίες που σχετίζονται με τα προγράμματα Golden Visa σε όλη την Ευρώπη, αποτελούν τα θέματα της ασφάλειας και της διαφάνειας. Είναι επομένως σαφές, ότι ενώ η εισροή ξένων κεφαλαίων αποτελεί μεν μια ευεργετική συνθήκη για τον τόπο μας, οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι το νομοθετικό μας πλαίσιο παραμένει ισχυρό. Τα άτομα που εισέρχονται μέσω αυτών των διαδικασιών πρέπει να ελέγχονται διεξοδικά από τις αρμόδιες αρχές, ώστε να μην καταστεί η χώρα πύλη ξεπλύματος μαύρου χρήματος, φοροδιαφυγής ή άλλων παράνομων δραστηριοτήτων.

Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό  να δοθεί βάση και στον αντίκτυπο στις τοπικές αγορές κατοικίας, καθώς και στις πιθανές στρεβλώσεις της αγοράς που μπορεί ανά περιοχές να παρατηρούνται, με αποτέλεσμα σε δημοφιλείς προορισμούς και μεγάλες πόλεις να καθίσταται πλέον όλο και πιο δύσκολο για τους ντόπιους κατοίκους να αποκτήσουν κατοικία λόγω της υψηλής ζήτησης. Το φαινόμενο αυτό εξάλλου που ήδη κατά τόπους παρατηρείται, επιδεινώνει το ήδη υψηλό κόστος στέγασης στην Ελλάδα, για το οποίο οι οικογένειες δαπανούν κατά μέσο όρο το 34,5% του εισοδήματός τους για στέγαση, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο του 19,6%. Επομένως, είναι χρέος μας ως χώρα, να βρούμε την απαραίτητη εκείνη ισορροπία μεταξύ της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, αλλά και της διασφάλισης ότι οι πολίτες μας έχουν πρόσβαση σε μια οικονομικά προσιτή στέγαση.

Επιπρόσθετα, η έννοια της «προς πώληση ιθαγένειας» εγείρει προβληματισμούς όχι μόνο ηθικής, αλλά και κοινωνικής ένταξης. Αυτά τα προγράμματα προσφέρουν μια οδό προς την παραμονή και την ιθαγένεια για όσους διαθέτουν τα οικονομικά μέσα, αλλά δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας στις υπάρχουσες διαδικασίες και τις απαιτήσεις της πολιτογράφησης που η χώρα μας έχει από σειρά ετών θεσπίσει, όπως η γνώση της γλώσσας και του πολιτισμού μας.

Επιπλέον, σε μια εποχή ισχυρών γεωπολιτικών αναταράξεων και αλλαγών, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά πιθανές εξωτερικές επιρροές που μπορούν να συνοδεύουν την εισροή πλούσιων ξένων κατοίκων, αφού η οικονομική τους δύναμη θα μπορούσε να επηρεάσει τις τοπικές, πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, επηρεάζοντας ενδεχομένως την εθνική μας κυριαρχία.

Εξετάζοντας λοιπόν, τον τρόπο με τον οποίο άλλες ευρωπαϊκές χώρες διαχειρίζονται αυτά τα ζητήματα, βλέπουμε μια κοινή προσέγγιση σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα: την ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών μέσω προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν ήδη διαθέσει σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την κατασκευή χιλιάδων προσιτών κατοικιών. Η Αυστρία διαθέτει ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής στέγασης, ενώ οι Κάτω Χώρες και η Γαλλία παρέχουν μοντέλα κοινωνικής στέγασης από τα οποία μπορούμε να διδαχθούμε. Ως εκ τούτου, και στην χώρα μας απαιτείται μια παρόμοια δέσμευση για την αύξηση της προσφοράς κατοικιών και την ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Έτσι, αντί να επιδοτούμε απλώς τη ζήτηση μέσω προγραμμάτων όπως το «Σπίτι μου», τα οποία άθελά μας ανεβάζουν τις τιμές, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στη δημιουργία επιπλέον οικονομικά προσιτών κατοικιών για τους πολίτες μας.

Εν κατακλείδι, ενώ τα προγράμματα Golden Visa παρουσιάζουν σημαντικά οφέλη για την οικονομία και την αγορά των ακινήτων, πρέπει να τα διαχειριστούμε και να τα μεταρρυθμίσουμε προσεκτικά έτσι ώστε να αποτρέψουμε τις όποιες αρνητικές συνέπειες. Εστιάζοντας επομένως στην αύξηση της προσφοράς των κατοικιών, στην ενίσχυση της διαφάνειας και στην προώθηση της κοινωνικής ένταξης, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα πιο δίκαιο και ευημερούν μέλλον για όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.

(*) Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!