Ο Παύλος Μπακογιάννης είχε πει μια γνωστή φράση: Ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» - εννοούσε ότι, τελικά, οι εκλογές δίνουν πάντοτε τη λύση. Η κάλπη των ευρωεκλογών έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δημιούργησε μια άμεση στενωπό και δρομολόγησε ένα μελλοντικό, αλλά ορατό, πολιτικό αδιέξοδο.
Ο Πρωθυπουργός έχει πολλαπλούς προβληματισμούς. Στο εσωτερικό έχει χάσει μεγαλύτερο πολιτικό κεφάλαιο από όσο περίμενε - κυρίως με την ψήφιση του γάμου των ομοφύλων ζευγαριών. Δεν είναι μόνο ότι αποξενώθηκε ένας μεγαλύτερος από κάθε εκτίμηση των συνεργατών του αριθμός παραδοσιακών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι μια ρήξη συγκυρίας μπορεί σχετικά εύκολα να αναστραφεί (για παράδειγμα συντηρητικοί ψηφοφόροι που ακόμη και το Σεπτέμβρη του 2015 είχαν επιλέξει το ΣύΡιζΑ επειδή είχε υποσχεθεί να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ επαναπατρίστηκαν μαζικά στις εκλογές του 2019). Η ακρίβεια διορθώνεται, αν τα πραγματικά εισοδήματα αυξηθούν εγκαίρως πριν από όποια επόμενη κάλπη. Αντίθετα, μια ρήξη κουλτούρας είναι συνήθως ανεπίστροφη (για παράδειγμα οι ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ το εγκατέλειψαν και το οδήγησαν στην εξαφάνιση όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση Παπαδήμου). Δεν υπάρχει culture pass. Και τίποτα δεν εκφράζει καλύτερα μια ρήξη κουλτούρας από την αποδοκιμασία της Ν.Δ. από ψηφοφόρους που επέλεξαν να την καταψηφίσουν με σημείο καμπής για την απόφασή τους την υπόθεση του γάμου των ομοφύλων. Ταυτόχρονα, η κατανάλωση αποθεμάτων ανοχής για το συγκεκριμένο ζήτημα, δυσκολεύει τώρα παραπάνω την προώθηση μεταρρυθμίσεων, απαραίτητων στη χώρα, που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν όσους κεντρώους προτίμησαν την αποχή ή άλλα κόμματα.
Ο διαχωρισμός που δίχασε τη χώρα από το 2010 έως το 2015 ανάμεσα σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» ανήκει βέβαια στο παρελθόν. Αλλά η διαιρετική γραμμή μεταξύ συστημικότητας και ριζοσπαστισμού παραμένει ζωντανή. Η διαίρεση είναι σήμερα ισχυρότερη και καθοδηγεί πολιτικές συμπεριφορές πολύ πιο έντονα από ό,τι η παραδοσιακή τομή Αριστεράς-Δεξιάς. Δεν είναι παράδοξο ότι αστοχούν τόσο πολύ στις εκτιμήσεις τους σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης που μεταξύ άλλων ζητούν από τους ερωτώμενους να αυτοτοποθετηθούν στον «άξονα Αριστεράς-Κέντρου-Δεξιάς». Η συγκυβέρνηση του ΣύΡιζΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ένα προσωποπαγές σχήμα, ακροδεξιάς εθνικιστικής ιδεολογικής τοποθέτησης, δηλαδή στους αντίποδες οποιασδήποτε έννοιας «Αριστεράς», επισφράγισε αυτή την εξέλιξη. Υπάρχει πια ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος -και της κοινωνίας- για το οποίο αυτός ο «άξονας» δεν λέει τίποτα: Για άλλους είναι αδιάφορος και για άλλους καταγέλαστος.
Η ριζοσπαστικοποίηση, που εκφράζει μια συνολική δυσαρέσκεια και αποδοκιμασία της κεντρικής πολιτικής εξουσίας και των φορέων της, είχε αυτή τη φορά δεξιά κατεύθυνση. Συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη και η Ελλάδα, που πάντοτε θεωρεί τον εαυτό της μια διαρκή ιδιαιτερότητα, στην πράξη επηρεάζεται καθοριστικά, έστω με μια χρονική υστέρηση, από ό,τι συμβαίνει στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ούτε αυτό είναι περίεργο. Η σύγκλιση προς το κέντρο, αυτό που ο Φουκουγιάμα αποκαλούσε «τέλος της ιστορίας», συντελέστηκε με την αποδοχή από την Αριστερά των οικονομικών προταγμάτων της ελεύθερης οικονομίας και με την αποδοχή από τη Δεξιά θεμελιωδών κοινωνικών προτεραιοτήτων της αντίπαλής της παράταξης, όπως η κοινωνική πρόνοια αλλά και, βαθύτερα, η έννοια της κοινωνικής συμπερίληψης και των δικαιωμάτων. Όταν αυτό που αμφισβητείται από όσους δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν στα οφέλη της κεντρομόλου πολιτικής είναι ακριβώς η ανοιχτή, συμπεριληπτική αντίληψη της κοινωνίας, είναι προφανές ότι θα στραφούν στα (ακρο)δεξιά μάλλον παρά σε μια ριζοσπαστική εκδοχή της Αριστεράς.
Ένα δεύτερο μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι πως εκτός συνόρων οι δυνητικοί πόλοι στήριξης βρίσκονται σε κρίση, η οποία μάλιστα υπόκειται σε βαριά επιδείνωση εάν εκλεγεί σε λίγους μήνες ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Η ενίσχυση κατά μερικές έδρες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος λέει λίγα πράγματα. Μια πολύ δεξιά κυβέρνηση σε λίγες μέρες (και ίσως μεθαύριο μια πολύ δεξιά πρόεδρος) στη Γαλλία, μαζί με μια ισχυρή Ακροδεξιά στη Γερμανία και κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία, έστω πιο ήπια από το αναμενόμενο, σημαίνουν πως ό,τι εκπροσωπεί ο κ. Μητσοτάκης -η φιλελεύθερη εκδοχή της κεντροδεξιάς- παραμένει αριθμητικά επικρατέστερο αλλά πολιτικά βρίσκεται σε αποδρομή, δύσκολα αναστρέψιμη. Οι ηγέτες αυτής της εκδοχής της κεντροδεξιάς θα βρίσκουν όλο και περισσότερο κλειστές πόρτες στην Ευρώπη. Επιπλέον, δεν υπάρχει «μοντέλο» προς αντιγραφή ή μεταγραφή στα ελληνικά δεδομένα.
Η κυβέρνηση στηρίζεται αυτή τη στιγμή στον «τρόμο του κενού». Στην απόλυτη πολιτική αδυναμία των αντιπάλων της, των κομμάτων και των προσώπων - του κ. Κασσελάκη και του κ. Ανδρουλάκη. Και οι δύο επιδίδονται σε μια άσκηση αυτοσυντήρησης, επικαλούμενοι αριθμούς επί αριθμών και προσπαθώντας να επιβάλουν μια δική τους ανάγνωση του προφανούς. Το εγχείρημα ενός μαζικού πολιτικού gaslighting σε μια ολόκληρη χώρα έχει δυσκολία όταν συναντιέται την τόσο απτή πραγματικότητα, ενώ και τα στελέχη δεν φαίνονται πρόθυμα να σιγοντάρουν τις χαμηλού ορίου ηγεσίες σφυρίζοντας αδιάφορα.
Δεν μπορεί να αναδυθεί ένα αίτημα για την πτώση της κυβέρνησης όσο δεν φαίνεται δυνητικός αντικαταστάτης - ούτε της Ν.Δ., ούτε του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της χώρας. Αλλά η πολιτική αδυναμία δεν δίνει λύση. Δίνει χρόνο. Τον χρόνο πρέπει να ξέρει κανείς τι να τον κάνει. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κανένα δείγμα ότι υπάρχει κάποια άλλη προοπτική ή σχέδιο από μια διαχείριση της καθημερινότητας. Είναι μια θεμιτή πολιτικά επιλογή, αλλά αφήνει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό της έκθετους στη φορά των πραγμάτων, στο αντίκτυπο ενός οποιουδήποτε τυχαίου γεγονότος (και τα Τέμπη λειτουργούν ως διαρκής υπενθύμιση του τι μπορεί να φέρνει κάθε αυριανή μέρα).
Τα διλήμματα είναι μεγάλα. Και σίγουρα η απάντησή τους δεν βρίσκεται αν καμμιά δεκαριά βουλευτές της επαρχίας δουν το όνειρό τους να γίνεται πραγματικότητα και να τους προσφωνούν «κύριε υφυπουργέ».