«Η Δευτέρα Παρουσία» του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, γράφτηκε ως προειδοποίηση για έναν κόσμο που καταρρέει. «Αν τα πάντα γίνονται κομμάτια, το κέντρο δεν αντέχει», είναι ίσως ο πιο διάσημος στίχος αυτού του ποιήματος.
«Οι καλύτεροι στερούνται κάθε πεποίθησης» ενώ «οι χειρότεροι είναι γεμάτοι πάθος», είναι άλλοι δύο στίχοι που αντηχούν δυνατά, καθώς 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, οδεύουν φέτος προς τις κάλπες.
Οι δημοκρατίες μοιάζουν να διαλύονται από τον εξτρεμισμό και την πόλωση. Τα κέρδη της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές της Κυριακής, είναι μόνο η τελευταία ένδειξη των αυξανόμενων κινδύνων του λαϊκισμού. Οι υποστηρικτές της ανελεύθερης δημοκρατίας σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία, υπονομεύουν συστηματικά τους θεσμούς. Στη Βραζιλία, οι εκλογές του 2022, δεν ήταν παρά ένα διλημμα μεταξύ της σκληρής αριστερής πολιτικής του Λούλα και της σκληρής δεξιάς πολιτικής του Μπολσονάρο. Οι πρόσφατες εκλογές στη Νότια Αφρική, οδήγησαν στην άνοδο της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής του EFF και της λαϊκιστικής αριστερής πολιτικής του MK.
Καθώς οι κεντρώοι προσπαθούν να ανακτήσουν το πολιτικό προβάδισμα, πρέπει να γίνουν ξεκάθαροι σχετικά με το τι ακριβώς πρεσβεύουν. Γιατί το κέντρο, δεν είναι ένα ρευστό σημείο στο πολιτικό φάσμα, αλλά ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και ιδεών. Οι αξίες γύρω από τις οποίες οικοδομείται το πολιτικό κέντρο, βασίζονται στη σημασία της μετριοπάθειας, του πραγματισμού και του συμβιβασμού. Είναι η δέσμευση για φιλελεύθερη δημοκρατία, η πίστη στην ισότητα ευκαιριών και στην ανάγκη εξισορρόπησης των εντάσεων, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.
Το κέντρο, αναζητά πιο παραγωγική και αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των αντιθέσεων ανάμεσα στη παγκοσμιοποίηση και τις τοπικές κοινωνίες, στα πολιτικά δικαιώματα και την ασφάλεια, ανάμεσα στη θρησκεία και τη δημοκρατία και ανάμεσα στις ελεύθερες αγορές και τα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας. Το κέντρο δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο για να φιλοξενήσει μετριοπαθείς φιλελεύθερους και μετριοπαθείς συντηρητικούς που δεν νιώθουν πλέον σαν στο σπίτι τους, στα παλιά τους πολιτικά στρατόπεδα.
Ωστόσο, η γοητεία του λαϊκισμού είναι ισχυρή. Οι πολιτικοί από κάθε άκρο του πολιτικού φάσματος υπόσχονται απλές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα. Όταν αποτυγχάνουν να τις υλοποιήσουν, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει, υπάρχει πάντα κάποιος άλλος που φταίει. Χωρίζουν την κοινωνία σε εμάς και στους άλλους, στους απλούς ανθρώπους εναντίον των ελίτ, στους ντόπιους εναντίον των ξένων, στους καταπιεσμένους και τους καταπιεστές, οδηγώντας τη μία ομάδα εναντίον της άλλης σε μία ανελέητη σύγκρουση. Σε αυτήν τη μάχη, δεν υπάρχει χώρος για αποχρώσεις ή πολυπλοκότητα. Κάθε υπαινιγμός συμβιβασμού, θεωρείται προδοσία.
Οι εξτρεμιστικές πολιτικές ομάδες τρέφονται από γνήσια λαϊκή δυσαρέσκεια και δικαιολογημένους φόβους. Οι άνθρωποι ανησυχούν μήπως χάσουν τις δουλειές τους, ως συνέπεια της τεχνητής νοημοσύνης. Φοβούνται ότι θα χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, λόγω της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Και έχουν βαρεθεί με μια πολιτική, που δεν φαίνεται να αποδίδει.
Απέναντι σε όλα αυτά, το πολιτικό κέντρο, μπορεί ακόμη και σήμερα να είναι το αντίδοτο. Αρκεί να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τον φόβο και τον θυμό που κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο. Πρέπει να προσφέρει μια συναισθηματική αλλά και μια πνευματική απάντηση.
Οι κεντρώοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον και για την ανθρώπινη φύση. Δεν είναι αφελείς, ούτε δίνουν ουτοπικές υποσχέσεις, αλλά πιστεύουν ότι με τη σωστή προσέγγιση μπορεί να υπάρξει πρόοδος.
Πράγματι, υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινωνίες μπορούν να αμφισβητήσουν ή να νικήσουν τον ανελεύθερο λαϊκισμό. Πιο πρόσφατο το παράδειγμα της Πολωνίας, όπου ένας συνασπισμός κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων της αντιπολίτευσης, ανέτρεψε τους δεξιούς λαϊκιστές του Νόμου και της Δικαιοσύνης.
Αξιομνημόνευτη και η περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, του υπερήφανα μετριοπαθούς πρωθυπουργού της Ελλάδας, ο οποίος απώθησε τους αριστερούς λαϊκιστές που ανήλθαν στην εξουσία, στην πλάτη μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης. Σε μια εποχή που η πολιτική γίνεται ζοφερή, αυτή η αίσθηση ελπίδας είναι μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του κέντρου στη δημόσια ζωή. Γι’ αυτό και χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.