Για μιαν ακόμη φορά, με τον ορισμό από τον ΓΓ του ΟΗΕ «απεσταλμένης καλών υπηρεσιών» για την διερεύνηση του Κυπριακού (της Κολομβιανής Maria Angela Holguin Guelliar, καμιά σχέση με τον Περουβιανό Χαβιέρ Πέρες ντε Κουεγιάρ που ως ΓΓ του ΟΗΕ την δεκαετία του ΄80 είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τις προκλήσεις του Κυπριακού, αλλά και νωρίτερα με την πικρή ιστορία των 8.000 «εγκλωβισμένων» στον βορρά Ελληνοκυπρίων μετά την τουρκική εισβολή), επιχειρείται να υπάρξει κάποια κινητικότητα. Πάλι. Και τούτο ενώ όλο και περισσότερο – μην κρυβόμαστε από τον εαυτό μας – το status quo στην Μεγαλόνησο δείχνει να βολεύει καταστάσεις και ανθρώπους, όσο κι αν αυτό αποτελεί πολιτικό ταμπού να αναφέρεται (πάντως στην τουρκική/τουρκοκυπριακή πλευρά, η ευθεία μετάβαση στην «λύση των Κρατών» αυτό αποτυπώνει).
Τα περισσότερα από τα κείμενα αυτού του τόμου – από πανεπιστημιακούς και ερευνητές ελληνικών, τουρκικών, ελληνοκυπριακών, τουρκοκυπριακών και διεθνών ιδρυμάτων – είχαν κατατεθεί λίγο μετά την αποτυχία των συνομιλιών του Crans-Montana. Όποιος σκεφθεί ότι σήμερα, 7 χρόνια αργότερα, έχει εξαχνωθεί η επικαιρότητά τους, έχει λάθος. Δυστυχώς! Το «δυστυχώς» αναφέρεται στο ότι ο εκτροχιασμός εκείνος, μετά και τον πολύ βαρύτερο του Σχεδίου Ανάν που σιγά-σιγά χάνεται η μνήμη του στην ομίχλη του χρόνου, αφού το 76% «όχι» μεταξύ των Ελληνοκυπρίων έναντι 65% «ναι» των Τουρκοκυπρίων, έχει απωθήσει την μνήμη – στο ιστορικό ενδιαφέρον, μαζί με την Δέσμη Ιδεών Γκάλι κοκ – τις όποιες προηγηθείσες προσπάθειες επίλυσης/προσέγγισης ή ό,τι άλλο. Παραμένει λοιπόν επίκαιρη η καταληκτική παρατήρηση του Ζην. Τζιάρρα ότι «είναι πιθανόν να δούμε το Κυπριακό να εξελίσσεται σε μια λογική ad hoc ρυθμίσεων και διευθετήσεων/ σε τομείς όπως ενέργεια, οικονομία, έδαφος κοκ) – με απώθηση στο μέλλον του αν κάτι τέτοιο θα βλάψει ή θα ευεργετήσει τις προοπτικές για ανεξάρτητη Κύπρο και κοινό μέλλον των δυο Κοινοτήτων» Και αντίστοιχα εκείνη των Αχ. Σεζέν/Ντ. Σαχίν, που εξαρχής είδαν την κατάρρευση της διαδικασίας του Κραν Μοντανά ως «déjà vu», με αναφορά στο ότι υπάρχει πλέον «αμφισβήτηση θεμελιωδών παραμέτρων […] συγκεκριμένα της έννοιας της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Στην υδρογονανθρακοποίηση, δηλαδή στην προσέλευση της προσδοκίας της αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου/της Λεκάνης της Λεβαντίνης, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς σ’ αυτό το συλλογικό έργο τις προσεγγίσεις αφενός Τούρκων καθηγητών των Διεθνών Σχέσεων (του Παν/μιου Μπιλγκί) και αφετέρου εμπειρογνωμόνων του διεθνούς κυκλώματος. Στην πρώτη περίπτωση , ας προσεχθούν οι επισημάνσεις για το πώς το Κυπριακό έρχεται εν προκειμένω να λειτουργήσει ως «πεδίο αναφοράς για την κατανομή ισχύος εντός της Τουρκίας» αλλά και πώς το μεταβαλλόμενο περιφερειακό πλαίσιο (και δη η υδρογονανθρακοποίηση) «αυξάνει το επίπεδο της σύγκρουσης». Στη δεύτερη, κατατίθενται μεν οι προσδοκίες για το πώς η ορθολογική προσέγγιση των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων θα μπορούσαν (σχεδόν «θα ‘πρεπε»…) να δώσουν κίνητρο για συνεργασίες και για προσπέρασμα των εντάσεων. όμως ήδη επισημαίνεται το αντίστροφο ενδεχόμενο «να πυροδοτήσουν αντιπαλότητες και συγκρούσεις».
Όσα ακολούθησαν, με τις τουρκικές διεκδικήσεις και κινήσεις επί της κυπριακής ΑΟΖ, συν οι μείζονες γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή μετά το 2020 αλλά και οι εντελώς πρόσφατες κινήσεις τεκτονικών πλακών με τις οικονομικές/ενεργειακές τους προεκτάσεις, «δικαίωσαν» περισσότερο τις αρνητικές προβλέψεις, παρά τις προσδοκίες οποιασδήποτε εκτονωτικής λειτουργίας: Η διεκδίκηση των φυσικών πόρων μάλλον τείνει να ενισχύσει την προσέγγιση «δυο Κρατών»… Ενώ το φόντο «πράσινης μετάβασης» κάνει την ίδια την έννοια «υδρογονανθρακοποίηση» προβληματική.
Όσο για την προσέγγιση – δεν μπορούσε να λείψει! – της βρετανικής ματιάς στην συνέχεια του Κυπριακού (από τον Tim Potier, του Fletcher αλλά και με διαδρομή στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας) μάλλον καταλήγει στην ανώδυνη/ταυτολογική διαπίστωση ότι, αν είναι να υπάρξει επανεκκίνηση, «μπορεί να απαιτηθεί χρόνος και να υπάρξουν δυσκολίες». Συν, μια αντίληψη περί τετραγωνισμού του κύκλου στα θέματα Εγγυήσεων, με όλη την δηλητηριαστική επίδραση που τα θέματα αυτά ασκούν.
Έως εδώ, λοιπόν, τα κείμενα αυτού του συλλογικού τόμου χρησιμεύουν για να επαναφέρουν την συζήτηση του Κυπριακού εκεί όπου εγκαταλείφθηκε μετά το Κραν-Μοντανά. Το νήμα πιάνουν οι δυο επιμελητές του τόμου, ώστε να φέρουν τη συζήτηση προς το σήμερα – και το ενδεχόμενο αύριο. Να επισκεφθούν «στο πολιτικό ανεμολόγιο» εσωτερικών και εξωτερικών επιδραστικών παραγόντων τις τάσεις που κυριαρχούν «άλλοτε εμπαθείς, παρορμητικές η ανασφάλειας κι άλλοτε νηφάλιες, συμβιβαστικές, έλλογες» και τούτο για να αναζητήσουν τα «αναντικατάστατα θεμέλια οποιασδήποτε επιλογής λύσης»: Σαφώς όχι την όποια «ευεργετική» λήθη, αλλά την «θαρρετή αποδοχή της ιστορίας» μαζί με την «υποχρεωτικά συνοδευτική εξιλέωση». Στην διασταύρωση, αυτή, οικονομικών συμφερόντων, καίριων μετώπων ασφαλείας, διαπολιτισμικών προκλήσεων.
Φέρνοντας ακριβώς την συζήτηση στο άμεσο τώρα, βλέπουμε την εκτίμησή τους ότι: «Οι διακυμάνσεις στο ενεργειακό, επιτεινόμενες από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, δίνουν λαβή για την εκδίπλωση διαφανών ευρωπαϊκών προσπαθειών απόδρασης από ενδεχόμενη ασφυξία σε εθνικό επίπεδο, υπογραμμίζοντας την ρευστότητα». Πλην όμως οι Υφαντής-Χατζηιωακείμ δεν αποφύγουν να προσγειώσουν τις όποιες προσδοκίες, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα αξιολογηθεί σε βάθος χρόνου – και τούτο «ως προς την περιφερειακή διπλωματία της ΕΕ συνολικά και των χωρών-μελών της ξεχωριστά». (Το τελευταίο, δηλητηριώδες! Βλέπε Ιταλο-Λιβικές κινήσεις, βλέπε εθνικούς σχεδιασμούς πράσινης μετάβασης…).
Επίσης σε ένα επίπεδο υψηλότερης πολιτικής, οι Υφαντής-Χατζηιωακείμ ενσωματώνουν στο επιχείρημα τους τις διεθνείς πρωτοβουλίες μιας «γεφυροποιού Τουρκίας» και την ως εκ τούτου ζήτηση υπηρεσιών της Άγκυρας από μέρους της ευρύτερης Δύσης – και τούτο προτού ξεδιπλωθεί ο ρόλος/στάση της Αγκυρας στην πυρίκαυστη περιοχή της Γάζας, μετά απ’ εκείνην της Ουκρανίας. Προσπαθώντας τέλος να διερευνήσουν τι θα μπορούσε να βρίσκεται, προοπτικά, στο μέλλον, οι επιμελητές του τόμου αναφέρονται ακόμη και σε μια «σταδιακή de facto, ακόμη και de jure κάποιας μορφής αναγνώρισης της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» από τμήματα της διεθνούς κοινότητας» ως μια κατάσταση που θα ώφειλε να αποσοβηθεί ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους Ελληνοκυπρίους – πώς; Με την αποδοχή μεγαλύτερης κινητικότητας στις συζητήσεις για λύση του Κυπριακού ή και ενδιάμεσων προτάσεων όπως «μιας εξελικτικής «λειτουργικής ομοσπονδίας με χαλαρή διζωνικότητα». Αναγνωρίζοντας, πάντως, πόσες αρνητικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει μια τέτοια ενδεχόμενη πορεία αναζήτησης με την «κρυπτορεαλιστική γοητεία της».
Δύσκολη, πάντα, αυτή η συζήτηση. Και – μην παραλείψουμε να το πούμε – δείγμα του πόσο υπεύθυνη θα ‘πρεπε να είναι η ελλαδική διάσταση μιας αυριανής συζήτησης του Κυπριακού.