Η διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθορίζεται, ολοένα και περισσότερο, από εσωτερικούς πολιτικούς παράγοντες. Με αυτόν τον τρόπο, ευαίσθητα ζητήματα που απαιτούν προσεκτικούς χειρισμούς μετατρέπονται σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης και σκοπιμοτήτων. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις τους τελευταίους μήνες που καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Η πρώτη αφορά τη σύλληψη του Φρέντι Μπελέρη πριν έναν χρόνο στη Χειμάρρα. Αρχικά, η Αθήνα προσπάθησε να κρατήσει χαμηλούς τόνους με την ελπίδα να πρυτανεύσει η λογική. Στη συνέχεια, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να διεθνοποιήσει το ζήτημα με βασικό επιχείρημα ότι η φυλάκιση του εκλεγμένου δημάρχου υπονομεύει το κράτος δικαίου στην Αλβανία. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε τροπολογία επί της Έκθεσης του 2022 για την Αλβανία που απαιτούσε την αποφυλάκιση του Μπελέρη. Παράλληλα, οι δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν να ενημερώνουν ομολόγους τους στην Ευρώπη. Όλα έδειχναν η πίεση εναντίον του καθεστώτος Ράμα θα έφερνε, αργά ή γρήγορα, κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Τελικά, η κυβέρνηση αποφάσισε με ψηφοθηρικά κριτήρια τη συμμετοχή του Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ.
Η δεύτερη περίπτωση σχετίζεται με την αναζωπύρωση της έντασης ανάμεσα στην Αθήνα και τα Σκόπια, μετά την επιστροφή του εθνικιστικού VMRO στην εξουσία. Η αρχική αμηχανία της κυβερνητικής παράταξης γρήγορα εξελίχθηκε σε μια προεκλογική εκστρατεία αποστολής «ηχηρών μηνυμάτων» για την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας. Οι αναφορές για πιθανή καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών που γίνονται από στελέχη της κυβερνώσας παράταξης υπηρετούν καθαρά τις πολιτικές ανάγκες της προεκλογικής περιόδου. Το ίδιο φυσικά ισχύει για εκείνα τα κόμματα της αντιπολίτευσης που δεν διστάζουν να εργαλειοποιούν τη νέα αντιπαράθεση με τα Σκόπια προς άγρα ψήφων.
Η τρίτη προέκυψε με το πρόσφατο ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα. Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε ισλαμικό τέμενος, μια ούτως ή άλλως ειλημμένη απόφαση από το 2020, αντιμετωπίστηκε δυστυχώς από σχεδόν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα με δημαγωγική ελαφρότητα. Η μεν αντιπολίτευση ζήτησε απερίσκεπτα την αναβολή την επίσκεψης του πρωθυπουργού στην τουρκική πρωτεύουσα για να κερδίσει τις εντυπώσεις, η δε κυβέρνηση σήκωσε τους τόνους στο ζήτημα προκειμένου να επαναπροσεγγίσει όσους ψηφοφόρους δεν συμφωνούν γενικά με τη στάση της έναντι της Εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση, η «εσωτερικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής ζημιώνει τα εθνικά μας συμφέροντα. Η πιθανή εκλογή του Μπελέρη με τη ΝΔ δεν θα επιλύσει στο ελάχιστο τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός της Βορείας Ηπείρου. Η πλειοδοσία δηλώσεων της κυβέρνησης και των περισσοτέρων κομμάτων της αντιπολίτευσης για τα δομικά προβλήματα που έχει η Συμφωνία των Πρεσπών θα ενδυναμώσει τις ακραίες φωνές στα Σκόπια. Η συνεχής προσπάθεια αποκόμισης πολιτικών κερδών από τη διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπονομεύει την προοπτική συγκρότησης μιας εθνικής στρατηγικής έναντι της Άγκυρας.
Η Ελλάδα δεν είναι φυσικά η μόνη χώρα στον Δυτικό Κόσμο όπου παρουσιάζεται το συγκεκριμένο φαινόμενο. Στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, η εσωτερικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής συνεχώς αυξάνεται. Το πρόβλημα είναι ότι η δική μας χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να στερείται μιας καλά συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής που θα δραστηριοποιείται πέρα από τους εκλογικούς κύκλους. Σε αυτή τη δύσκολη περιοχή του κόσμου τα λάθη πληρώνονται πολύ ακριβά.
(*) Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.