ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Οι ιδέες και η ψήφος

Ψηφίζουμε δεξιότερα από τις πεποιθήσεις μας; Ή δηλώνουμε πεποιθήσεις που βρίσκονται αριστερότερα της ψήφου μας; Το νέο κύμα της έρευνας του οργανισμού «διαΝΕΟσις» (Μάιος 2024), οδηγεί σε ένα πρώτο, απλό συμπέρασμα: Η απάντηση στο ερώτημα «τι πιστεύουν οι Έλληνες» δεν προσδιορίζει υποχρεωτικά την απάντηση και στο ερώτημα «τι ψηφίζουν οι Έλληνες». Η εκλογική συμπεριφορά εμφανίζεται αρκετά αποσυνδεδεμένη από την ιδεολογική ή πολιτική αυτό-τοποθέτηση.

Από την μία πλευρά, η κάλπη έχει διαμορφώσει έναν συσχετισμό όπου, για πρώτη φορά στα 50 χρόνια από την μεταπολίτευση, το άθροισμα των κομμάτων δεξιά του κέντρου υπερέχει σαφώς των κομμάτων αριστερά του κέντρου. Η ΝΔ, ως «κυρίαρχο κόμμα» βρέθηκε στην περιοχή του 40%, με τα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της να αγγίζουν το 14%. Ενώ τα κόμματα αριστερά του κυρίαρχου αθροίζουν το χαμηλότερο ιστορικά σκορ τους, ένα 44%. Αυτό το άθροισμα στον ιστορικό χρόνο της μεταπολίτευσης ήταν πάντα πλειοψηφικό. Στις εκλογές που κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ (1985, 1996, 2009) το άθροισμα των κομμάτων αριστερά του κέντρου κινούνταν μεταξύ 57 και 60%. Μα και στις εκλογές που κέρδιζε η ΝΔ (1990, 2004, οριακά ακόμη και το 2019), τα κόμματα αριστερά του κέντρου διατηρούσαν μια ελαφρά πλειοψηφία, περί το 51%.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αυτή η ανατροπή του παραδοσιακού συσχετισμού Δεξιάς-Αριστεράς στην κάλπη δεν αλλάζει και τον χάρτη των αξιών και των πεποιθήσεών μας. Όταν οι δημοσκοπήσεις μας ζητούν να αυτό-τοποθετηθούμε στον άξονα δεξιά-αριστερά, οι τέσσερις αριστερότερες θέσεις του άξονα εξακολουθούν να υπερτερούν των τεσσάρων δεξιότερων θέσεων. Και στην πρόσφατη έρευνα της «διαΝΕΟσις», οι ιδεολογικοί χαρακτηρισμοί με τους οποίους ταυτιζόμαστε περισσότερο είναι εκείνοι που βρίσκονται αριστερότερα. Δηλώνουμε Σοσιαλδημοκράτες (20,5%) περισσότερο παρά Φιλελεύθεροι (19,3%), Σοσιαλιστές (13,8%) περισσότερο παρά Νεοφιλελεύθεροι (8,7%), Οικολόγοι (6,7%) περισσότερο από Συντηρητικοί (6,2%). Συνολικά, οι υπεύθυνοι της έρευνας υπολογίζουν ότι το άθροισμα των κεντροαριστερών και αριστερών προτιμήσεων είναι 45,1% ενώ το άθροισμα των κεντροδεξιών και δεξιών προτιμήσεων 39,1%.

Ψηφίζουμε, λοιπόν, «δεξιά», με την καρδιά να χτυπά «αριστερά»;

 Ίσως η αλήθεια να είναι πιο πεζή. Ψηφίζουμε περισσότερο «στρατηγικά» και λιγότερο «ιδεολογικά». Και όσο κι αν συγκυρία αλλάζει τα αισθήματα και τις πολιτικές και εκλογικές συμπεριφορές μας, το σώμα των αντιλήψεων και των αξιών μας είναι περισσότερο ανθεκτικό και αλλάζει δυσκολότερα. Η πρώτη έρευνα «Τι πιστεύουν οι Έλληνες», που η διαΝΕΟσις δημοσίευσε το 2016, σε μια στιγμή μεγάλης οικονομικής και πολιτικής αναστάτωσης, ήταν μια πρώτη αποτύπωση αυτής της πραγματικότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μόλις θριαμβεύσει σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις και το δημοψήφισμα είχε την συντριπτική έκβαση που ξέρουμε, αλλά το κοινωνικό σώμα παρέμενε βασικά φιλοευρωπαϊκό (με ένα ισχυρό πάντως αντιευρωπαϊκό ρεύμα που έκτοτε υποχώρησε). Και στις οικονομικές και κοινωνικές πεποιθήσεις της, η Ελλάδα που είχε μόλις ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και είχε στείλει την Χρυσή Αυγή στην Βουλή με 7%, παρέμενε ιδεολογικά σταθερή. Η μεγάλη οικονομική κρίση μπορεί να είχε ανατρέψει τις πολιτικές συμπεριφορές, δεν είχε όμως ανατρέψει τις τάσεις της προηγούμενης δεκαετίας και την ισορροπία ανάμεσα στις φιλελεύθερες και τις σοσιαλδημοκρατικές τάσεις. «Η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών και κομματικών επιλογών των εκλογέων», ήταν το μείζον συμπέρασμα της έρευνας,  «δεν συνοδεύτηκε από ριζοσπαστικοποίηση των οικονομικών προτιμήσεων». 

Αυτό που τώρα παρατηρούμε μοιάζει να είναι η επιβεβαίωση του ίδιου συμπεράσματος με ανάποδο πολιτικό πρόσημο. Η απόρριψη από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνησης μα και ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, μπορεί να οδήγησε σε μια ιστορικών διαστάσεων στροφή προς τα δεξιά, σε επίπεδο εκλογικής συμπεριφοράς, αλλά δεν μετατόπισε τον ιδεολογικό άξονα, ούτε ανέτρεψε την βασική ισορροπία ανάμεσα στις φιλελεύθερες και τις σοσιαλδημοκρατικές προτεραιότητες στις οικονομικές μας αντιλήψεις.

Από το επαναλαμβανόμενο αυτό εύρημα προκύπτουν τρεις παρατηρήσεις κι ένα ανοιχτό στοίχημα.

Παρατήρηση πρώτη:  Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ οφείλεται στην ικανότητά της να ταυτιστεί με το πολιτικό mainstream και το ιδεολογικό common sense. Στο εκλογικό της σώμα  μπορεί να υπέρ-εκπροσωπούνται οι Φιλελεύθεροι (38,4%) και οι Νεοφιλελεύθεροι (17,3%), αλλά ένα όχι ασήμαντο 15,6% δηλώνουν Σοσιαλδημοκράτες.

Παρατήρηση δεύτερη: Το περιεχόμενο των βασικών ιδεολογικών ταυτοτήτων δεν είναι χαραγμένο στην πέτρα, αλλάζει. Μεταξύ εκείνων που δηλώνουν «φιλελεύθεροι», για παράδειγμα, υπάρχει μια μειοψηφία που πιστεύει πως το κράτος θα έπρεπε να παρεμβαίνει περισσότερο στην οικονομία. Και μεταξύ εκείνων που αυτοχαρακτηρίζονται «σοσιαλδημοκράτες», έχει αυξηθεί αισθητά η θετική αξιακή φόρτιση όρων όπως «αξιολόγηση», «ανταγωνιστικότητα» ή «μεταρρυθμίσεις».

Παρατήρηση τρίτη:  Αν οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν την ελληνική εκδοχή του σοσιαλδημοκρατικού και σοσιαλιστικού ρεύματος εμφανίζονται σε εκλογικό και δημοσκοπικό μαρασμό, αυτό δεν οφείλεται στην υποχώρηση της απήχησης των ιδεών τους, σε κάποια ιδεολογική τους ήττα. Οφείλεται σε πολιτική αδυναμία. Το πρόβλημα δηλαδή δεν είναι πρόβλημα πολιτικής ζήτησης, αλλά πολιτικής προσφοράς.

Οι ευρωεκλογές θα μπορούσαν, θεωρητικά, να είναι μια ευκαιρία διόρθωσης. Τα κόμματα αριστερά του κέντρου να δοκιμάσουν έναν νέο λόγο, να ανανεώσουν το πολιτικό τους προϊόν και την επικοινωνία του, και να δοκιμάσουν στην πράξη αυτήν την αλλαγή. Ένας μόνον από τους πολιτικούς παίκτες δοκιμάζει να το κάνει- ο Στέφανος Κασσελάκης. Μα το κάνει με έναν τρόπο και σε μια κατεύθυνση που αντιστρατεύεται τον στόχο, μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και τον κόσμο της εφαρμοσμένης πολιτικής στην αριστερά. Οι υπόλοιποι επιφυλάσσονται για την επόμενη ημέρα, υπόσχονται μια συζήτηση που θα ανοίξει μετά την νύχτα των εκλογών και αφού πρώτα καταμετρηθούν τα ψηφοδέλτια.

Παρακινδυνευμένη τακτική: Γιατί αν η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς/ αριστεράς, που όλοι προαναγγέλλουν για την μετεκλογική περίοδο, δεν έχει δώσει δείγμα γραφής και δεν έχει δοκιμαστεί στην προεκλογική περίοδο, οι πιθανότητες να καρποφορήσει μειώνονται. Μα υπάρχει ακόμη χρόνος. Δύο εβδομάδες ακριβώς.

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!