ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Ο Καιροσκοπισμός στην Εξωτερική Πολιτική φέρνει Εθνικές Ήττες

Η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Βόρεια Μακεδονία οφείλεται στις μη σοβαρές δηλώσεις της νεοκλεγείσας Προέδρου, Γκορντάνας Ντάβκοβα, η οποία ευθέως αμφισβήτησε την ισχύ της Συνθήκης των Πρεσπών και αποκάλεσε την χώρα της «Μακεδονία».

Η ανεύθυνη αυτή δήλωση θα είχε ελάχιστη βαρύτητα, αν η συμφωνία των Πρεσπών δεν βρισκόταν ήδη υπό αμφισβήτηση τόσο από τις εθνικιστικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας αλλά και από την ελληνική πλευρά. Η αβεβαιότητα για το μέλλον της συμφωνίας προκαλείται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα διστάζει να κυρώσει τρία πρωτόκολλα συνεργασίας με την Βόρεια Μακεδονία, που υπεγράφησαν το 2019 και εισήχθησαν προς κύρωση στην Βουλή από την σημερινή κυβέρνηση το 2020.  

Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διστάζει να κυρώσει τα πρωτόκολλα αυτά επειδή ανησυχεί για τις αρνητικές ψήφους των βουλευτών του που επηρεάζονται από τον ισχυρό εσωτερικό του αντίπαλο κ. Αντώνη Σαμαρά. Φαίνεται, πράγματι, ότι ο πρωθυπουργός αισθάνεται τόσο ανασφαλής εσωκομματικά, που δεν δέχεται να συνεργαστεί στο σημαντικό αυτό θέμα με τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτό εύλογα προκαλεί ανασφάλεια και ανησυχία για το μέλλον της συμφωνίας των Πρεσπών.

Αυτή η αμφισβήτηση της συμφωνίας από την Ελλάδα δείχνει μια ανεπίτρεπτα επιπόλαιη στάση στην εξωτερική μας πολιτική. Η Ελλάδα είναι χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρίνεται αναλόγως. Η διεθνής αξιοπιστία μας υποχωρεί και το βάρος μας στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων μειώνεται όταν φερόμαστε χωρίς σεβασμό προς τις διεθνείς μας υποχρεώσεις.  Εφόσον υπογράψαμε, θα πρέπει να τηρήσουμε τον λόγο μας, ανεξάρτητα από μικροπολιτικούς, βραχυπρόθεσμους υπολογισμούς.

Δυστυχώς ο καιροσκοπισμός στην πολιτική μας προς την Βόρεια Μακεδονία έχει προηγούμενο. Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι ακολουθεί σε αυτό το ζήτημα την πολιτική του προκατόχου του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος παραβίασε με εξόφθαλμο τρόπο τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας στην περίφημη διάσκεψη του ΝΑΤΟ του Βουκουρεστίου το 2008.

Την εποχή εκείνη η κυβέρνηση Μπους προσπαθούσε να εντάξει στο ΝΑΤΟ την Κροατία, την Αλβανία και την τότε «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ). Η ένταξη απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ. Με δηλώσεις του τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2008 ο τότε Πρωθυπουργός δήλωσε δημοσίως ότι η Ελλάδα δεν θα συναινούσε στην είσοδο της ΠΓΔΜ εφόσον δεν είχε λυθεί το θέμα της ονομασίας της. Αντίστοιχες δηλώσεις έκανε και η τότε Υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη. Πράγματι στην Διάσκεψη του Βουκουρεστίου το ΝΑΤΟ δεν συμφώνησε την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα μάλιστα έστειλε επιστολές στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δηλώνοντας ρητά ότι δεν συναίνεσε στην είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.

Δυστυχώς, οι δηλώσεις του τότε Πρωθυπουργού, το βέτο στην συνδιάσκεψη και οι επιστολές προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η Ελλάδα είχε ήδη συμφωνήσει με νομικά δεσμευτική συνθήκη γνωστή ως «Ενδιάμεση Συμφωνία» του 1995 να μην εμποδίσει την είσοδο της ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς εφόσον γινόταν με την προσωρινή ονομασία της, δηλαδή ως ΠΓΔΜ και όχι ως «Μακεδονία». Η υποχρέωση ήταν ξεκάθαρη και ρητή στο άρθρο 11 της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας». Η συμφωνία επίσης αναγνώριζε την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την επίλυση των διαφορών των μερών.

Πράγματι η ΠΓΔΜ προσέφυγε τότε στο δικαστήριο της Χάγης εναντίον της Ελλάδας. Η Ελλάδα προσέλαβε μια πραγματική «Ομάδα Όνειρο» νομικών συμβούλων, με επικεφαλής τον καθηγητή του Κέιμπριτζ (και μετέπειτα δικαστή στο δικαστήριο) Τζέημς Κρώφορντ και τον καθηγητή του Γέηλ Μάικλ Ράισμαν και άλλους καθηγητές από την Γενεύη και το Παρίσι.

Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε με διάφορα επιχειρήματα ότι, πρώτον, το δικαστήριο της Χάγης δεν είχε δικαιοδοσία, δεύτερον, ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν δήθεν «συλλογική» και όχι της Ελλάδας και, τρίτον, ότι το βέτο (που ισχυριζόταν ότι δεν είχε ασκήσει) ήταν νόμιμο ως αντίμετρο στις προηγούμενες παραβιάσεις της συμφωνίας από την ΠΓΔΜ. Το δικαστήριο απέρριψε όλα τα επιχειρήματα της Ελλάδας, τόσο για την δικαιοδοσία, όσο και για την ουσία (στο θέμα ουσίας με ψήφους 15 προς ένα, με αντίθετη ψήφο μόνο του Έλληνα ad hoc δικαστή Εμμανουήλ Ρούκουνα).

Δυστυχώς, εφόσον η πραγματικότητα ήταν σε όλους γνωστή, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δεδομένα κάνουν προδήλως ξεκάθαρο («abundantly clear») ότι η  Ελλάδα εμπόδισε την ένταξη της ΠΓΔΜ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος που η Ελλάδα εμπόδισε την ένταξη ήταν για να ασκήσει πίεση για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, όπως έδειχναν οι δημόσιες δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού. Συνεπώς το δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία.

Η ταπεινωτική αυτή ήττα φαίνεται ήταν τόσο τραυματική για το Υπουργείο Εξωτερικών ώστε η ιστοσελίδα του Υπουργείου που αναφέρεται στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με την Βόρεια Μακεδονία (εδώ) παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι ή στην – κατ’ ουσία ομόφωνη - καταδίκη μας από το δικαστήριο της Χάγης. Οι εξιστόρηση των διμερών σχέσεων πηγαίνει  απευθείας από το 1995 στο 2018.

Είναι αμφίβολο αν αυτή η εθελοτυφλία του Υπουργείου μας και η απόκρυψη των σφαλμάτων των κκ. Καραμανλή και Μπακογιάννη βοηθά τα ελληνικά συμφέροντα ή την διαμόρφωση σοβαρής πολιτικής για το μέλλον. Αντίθετα, ελπίζω η σημερινή κυβέρνηση έστω και με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση να λάβει υπόψη της την ζημιά που έκανε το φιάσκο του Βουκουρεστίου.  

Οι σχέσεις μας με την Βόρεια Μακεδονία πρέπει τάχιστα να αποκατασταθούν στην πράξη, στη βάση των νομικών υποχρεώσεων που έχουμε ήδη αναλάβει. Αργά ή γρήγορα, η έλλειψη θάρρους και ο καιροσκοπισμός υπονομεύουν την σοβαρότητά μας και βλάπτουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της χώρας.

(*) Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής νομικής στο NYU Abu Dhabi και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!