Τί κάνει όποιος δεν θέλει να ζυμώσει; Δέκα μέρες κοσκινίζει –λέει η λαϊκή θυμοσοφία. Ο λόγος για την ακρίβεια γενικά, την ακρίβεια στα τρόφιμα ειδικότερα.
Το πρόβλημα είναι μόνο δικό μας; Όχι. Δικό μας είναι το υπερβολικό ύψος των ανατιμήσεων: Τον Απρίλιο συγκριτικά με τον Μάρτιο, πχ, ο δείκτης τιμών τροφίμων που καταρτίζει ο Οργανισμός Τροφίμων του ΟΗΕ αυξήθηκε 0,3%. Αλλά στους επτά προηγούμενους μήνες έπεφτε, με συνέπεια να είναι σε ετήσια βάση φέτος 9,6% χαμηλότερος. Καθ’ ημάς, ωστόσο, τον Απρίλιο ο δείκτης τιμών τροφίμων ήταν 5,4% υψηλότερος. Η Ελλάδα διαφέρει απ’ τον κόσμο γενικότερα κι από την άλλη Ευρώπη ειδικά: Τα τρόφιμα καθ’ ημάς ήταν πάντα ακριβότερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και τους τελευταίους μήνες ακριβαίνουν ταχύτερα απ’ όσο σε εκείνες. Τι φταίει;
Το έλλειμμα ανταγωνισμού. Οι πρακτικές τύπου καρτέλ από τμήματα της επιχειρηματικότητας, που έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με τόσο υψηλά ποσοστά κέρδους που δεν συναντάς σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Και που, δοθείσης ευκαιρίας με κάποια διεθνή αναστάτωση, εύκολα κι αθόρυβα τα διευρύνουν περαιτέρω. Αυτά είναι γνωστά. Όλο όσοι έχουν διατελέσει υπουργοί Εμπορίου τα γνωρίζουν. Το έλλειμα ισχυρού ανταγωνισμού είναι μια μεγάλη πηγή της ακρίβειας, επαναλαμβάνουν η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ. Δυστυχώς, ως φωνές βοώντων εν τη ερήμω. Ειδικά στο θέμα του ανταγωνισμού, η κυβέρνηση κοσκινίζει επί μια 5ετία. Θα μπορούσε να κάνει κάτι;
Ναι. Θα μπορούσε, πχ, να έχει κτίσει ένα σύστημα άμεσης ενημέρωσης των καταναλωτών για τις τιμές όλων των βασικών αγαθών και υπηρεσιών –ενίσχυση της διαφάνειας. Επίσης, να γίνονται εξειδικευμένοι έλεγχοι (όχι απλά αν τηρούνται τα ποσοστό κέρδους της 31ης Δεκεμβρίου 2021 αλλά) σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας των τροφίμων –ήτοι, ενίσχυση της εποπτείας. Θα μπορούσε, ακόμη, να ενθαρρύνει με πρακτικούς τρόπους την ανάπτυξη ενός κινήματος προστασίας των καταναλωτών –τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων. Δεν χρειαζόταν να (επ)ανακαλύψουμε την Αμερική, θα ήταν αρκετό να αντιγράψουμε κάποια από όσα έχουν προ πολλού ανακαλυφθεί.
Πάνω από όλα, όμως, δεδομένου του μεγέθους του καθ΄ ημάς ελλείμματος ανταγωνισμού, θα ήταν αναγκαίο η κυβέρνηση να δείξει και να πείσει ότι επιθυμεί να σπάσει τις πρακτικές καρτέλ και να απελευθερώσει τις δυνάμεις του υγιούς ανταγωνισμού. Αν το ήθελε, θα το είχε κάνει.
Πώς; Ο τρόπος ήταν απλός, η συνταγή εύκολα εφαρμόσιμη και αποδεδειγμένα αποτελεσματική: Θα είχε δημιουργήσει μια ισχυρή και πραγματικά ανεξάρτητη Επιτροπή Ανταγωνισμού, μια Αρχή στελεχωμένη με όλες τις ειδικότητες που χρειάζεται, με επαρκείς προσλήψεις ανθρώπων νεαρής ηλικίας, εξοπλισμένη με τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία, ικανή να αναμετρηθεί με αξιώσεις με τις στρατιές των ειδικών που χρυσοπληρώνουν μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Με δυο λόγια, θα είχε δημιουργήσει μια Επιτροπή Ανταγωνισμού που όλοι οι πονηροί θα την φοβούνταν. Και θα την είχε αφήσει ελεύθερη να κάνει τη δουλειά της, αντί, επί μια 5ετία σχεδόν, να βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο μαζί της -όπερ είναι ο ορισμός της χαράς κάθε μεγάλου κερδοσκόπου.
Δεν το έκανε, διότι, πέρα από πτερόεντα έπεα, νομίζω ότι ούτε αυτή η κυβέρνηση έχει σε μεγάλη υπόληψη τον ανταγωνισμό. Και, πάντως, δεν είναι στις προτεραιότητές της.
Σταχυολογώ, ενδεικτικά, δύο παραδείγματα: Ένα, στον ιταλικό όμιλο Grimaldi, που εξαγόρασε την ελληνική Minoan κι έχει αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στις ακτοπλοϊκές συνδέσεις Ελλάδας -Ιταλίας, παραχωρήθηκε και το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιεί ο ίδιος και ο μοναδικός ανταγωνιστής του στην Αδριατική... Δύο, στο αμερικάνικο CVC, που έχει εξαγοράσει μια σειρά ιδιωτικά νοσοκομεία και δεσπόζει στην καθ’ ημάς αγορά νοσηλευτικών υπηρεσιών, παραχωρήθηκε η μεγαλύτερη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Εθνική Ασφαλιστική. Θα ‘ λεγε κανείς ότι Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, η προσφορά και η ζήτηση ψιλοταυτίζονται, και η κυβέρνηση επιχαίρει για την εμπιστοσύνη που εμπνέει στους ξένους επενδυτές.
Έστω. Ας κόψουμε, όμως, τα περί ανταγωνισμού. Κι ας μην περιμένουμε ότι η (όποια) φον ντερ Λάιεν, όσες επιστολές κι αν της στείλουμε, θα κάνει αυτά που είναι δική μας δουλειά, αλλά δεν την κάνουμε, επειδή προτιμάμε να κοσκινίζουμε.