ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Στρεβλή πορεία 1967-1974: Πολιτική και κουλτούρα από την δεκαετία του΄60 στην δικτατορία, των Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2024, σελίδες 350  

Ίσως την καλύτερη αποτύπωση εκείνου που επιχειρούν να επεξηγήσουν οι Σωτηρόπουλος-Χατζηβασιλείου στην διερεύνηση του τι υπήρξε/πώς δικαιολογείται/τι σήμανε η Χούντα του 1967-74 στη διάρκειά της, να την παρέχει η διατύπωση του Ευάγγελου Αβέρωφ απευθυνόμενου στον αυτοεξόριστο στο Παρίσι Κωνσταντίνο Καραμανλή (το 1973): «Τον παχυδερμισμόν, στοιχείον απεχθές δια το έθνος, θεωρώ μεγάλον στοιχείον δυνάμεως δια την διάρκειάν τους [των συνταγματαρχών]». Αυτά λέγονταν σε μια εποχή όπου ήδη είχε καταδειχθεί το πόσο το καθεστώς εκείνο αποτελούσε «δείγμα του ελληνικού λαϊκισμού και επαρχιωτισμού», που ακριβώς λόγω του δεύτερου χαρακτηριστικού καθιστούσε τους χουντικούς «αναίσθητους στην πίεση της διεθνούς πολιτικής ή της διανόησης: όχι τόσο γιατί δεν τους ενδιέφερε, όσο γιατί δεν αντιλαμβάνονταν […] την διεθνή κατακραυγή και την γελοιοποίησή τους».

Μια τέτοια αποτίμηση της εξόδου από τη χαμένη (για την Ελλάδα) 7ετία του καθεστώτος των συνταγματαρχών, με την παράλληλη παραδοχή/εκτίμηση των συγγραφέων ότι «η κατάληψη της εξουσίας από τους χουντικούς τους έκανε ορατούς και έδωσε την ευκαιρία για τη δημιουργία ρήγματος μεταξύ αυτών και των αστικών πολιτικών δυνάμεων που επέφερε την απαλλαγή των τελευταίων από παρόμοια βαρίδια»[…] καταλήγει στην εκτίμηση ότι «η Ελληνική δημοκρατική Δεξιά, με την μορφή της Ν.Δ. μπόρεσε [εν συνεχεία] να απαλλαγεί από υπερσυντηρητικές επιλογές και να αδράξει την ευκαιρία για βαθιά μεταρρύθμιση και αλλαγή σελίδας» (μια θέση που δεν δείχνει απόλυτα συμβατή με τις τωρινές εξελίξεις της πολιτικής σκηνής και την εκ νέου ανάδειξη του ακραίου συντηρητισμού με έως και αυτάρεσκα αντικομουνιστικά αντανακλαστικά διαχείρισης φόβου και υπόσχεσης ασφάλειας).

Εκείνο όμως που κυρίως εισφέρει η δουλειά των Σωτηρόπουλου-Χατζηβασιλείου είναι η διερεύνηση πώς στην 7χρονη Χούντα οδήγησε η ευρύτερη, ταραγμένη δεκαετία του ΄60. Και πώς αυτή ακριβώς η διαδρομή επεξηγεί το τι υπήρξε//πως δικαιολογείται/τι σήμανε και τι άφησε πίσω η δικτατορία των συνταγματαρχών. Η οποία έκλεισε με την τραγωδία – δηλαδή να εξηγούμαστε: Την προδοσία! – της Κύπρου πριν 50 χρόνια, και την συνακόλουθη έλευση της Μεταπολίτευσης…

Ο Ευ. Χατζηβασιλείου ξετυλίγει από πολύ πιο πίσω το νήμα των μεταπολεμικών δικτατοριών στην Ελλάδα (1922-23, 1925-26, 1936-41 η βαρύτερη/Μεταξική) καθώς και της παλαιόθεν «παράδοσης» για ανάμειξη του Στρατού στα πολιτικά πράγματα. Ακόμη περισσότερο, αναζητώντας την πολιτική ταυτότητα των χουντικών (με την αναγωγή στην Μεταξική δικτατορία αλλά με «παροξυσμικά χαρακτηριστικά» στη μεταπολεμική περίοδο) ο Χατζηβασιλείου δεν επιλέγει έμφαση στην δομημένη αντικομουνιστική ψύχωση αλλά δίνει στοιχεία της. ενώ κάνει μια ενδιαφέρουσα ανατομία/διαφοροποίηση μεταξύ φασιστικών αντανακλαστικών και υπερσυντηρητικής/αυταρχικής ένταξης: Αν μη τι άλλο, η ελληνική χούντα «δεν βασιζόταν σε κάποιο λαϊκό κίνημα […] με εξεγερτικές διαδικασίες [αλλ’ είχε υποστηρικτές] ανθρώπους φοβισμένους από την προοπτική της αλλαγής».

Εδώ έρχεται, ακριβώς, να αρθρωθεί η προσέγγιση από τον Δημ. Σωτηρόπουλο της επίδρασης που είχαν στην ελληνική κοινωνία τα «ανατρεπτικά Sixties» που έζησε τότε συνολικά ο δυτικός κόσμος. Όμως, ειδικά στη μεταπολεμική Ελλάδα το περιοριστικό κλίμα – περισσότερο αισθητό στην νεολαία … – που ακολούθησε τον Εμφύλιο («στις μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, όπου οι δυνατότητες επιτήρησης ήταν περισσότερες – και οι διαφυγές δυσκολότερες – το πλαίσιο αυτό ήταν ανυπόφορο») δημιούργησε έντονες πιέσεις. Πιέσεις οι οποίες, αποτυπωνόμενες σε έναν αφυπνιζόμενο πολιτιστικό περίγυρο (με μνήμες γενιάς του Μεσοπολέμου…) αλλά και τροφοδοτούμενες από την οικονομική ανάπτυξη της εποχής, δεν βράδυναν να μεταφρασθούν σε – βουβή, έστω – εξεγερτικότητα. Την οποία η προσπάθεια σίγασης/απορρόφησης μέσω μιας εικόνας ευδαιμονίας επί Χούντας δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει: Η «επιτηρούμενη [έστω] κοινωνία πολιτών» απέκτησε τη δική της δυναμική, ενώ «η σταδιακή μεταμόρφωση από κοινωνία της ανάγκης και της υπαίθρου σε κοινωνία της επιθυμίας και του άστεως» παίζει για τον Σωτηρόπουλο καθοριστικότερο ρόλο απ’ ό,τι και η ζύμωση των καταλήψεων της Νομικής και κυρίως του Πολυτεχνείου – όσο και αν ««το Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» που δονούσε την κατάληψη του Πολυτεχνείου αποτύπωνε εύληπτα τα μεγάλα αιτούμενα της εποχής».

Η συνέχεια – για τον Δημ. Σωτηρόπουλο – περίπου προβλεπτή για τα χρόνια της Μεταπολίτευσης: Εκείνοι που θεωρήθηκε ότι απετέλεσαν την γενιά του Πολυτεχνείου «θα δραστηριοποιούνταν συνδικαλιστικά σε μεσαίο επίπεδο […] διεκδικώντας όμως ό,τι σύσσωμη η υπόλοιπη κοινωνία: Καλύτερες μισθολογικές απολαβές, μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια, ενίσχυση της προστατευτικής ομπρέλας του Κράτους».

Αν, τώρα, κάνει κανείς εδώ ένα άλμα προς τα πίσω – άλμα στο διάστημα του 1963-67, που επώασε τις συνθήκες-προαπαιτούμενα της δικτατορίας – βρίσκει τον Ευ. Χατζηβασιλείου να περιγράφει εκείνο που θεωρεί «ιδιότυπη και έντονα μεταβατική στιγμή» της Ελληνικής πραγματικότητας. Με το τότε πολιτικό σύστημα να ζει μιαν «ευρύτερη αποτυχία και – κυρίως – αδυναμία να μεταρρυθμιστεί».

Αυτή η αποτυχία, αποτυχία ανταπόκρισης στα κοινωνικά αιτήματα, αποτελεί ακριβώς τη ρίζα της στρεβλής πορείας της περιόδου 1967-1974… Και αυτό είναι το συμπέρασμα για τη «Στρεβλή πορεία 1967-1974», δηλαδή μια διαφορετική αποτίμηση των 50 χρόνων από την φετινή αναδρομή στη στιγμή της Μεταπολίτευσης.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!