Την έχουμε την τάση, στην ελληνική δημόσια συζήτηση των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών, οσάκις αναφερόμαστε στην οικονομική σκέψη και την σημασία της για τη διαμόρφωση όποιας οικονομικής πολιτικής, να προστρέχουμε στις (εκάστοτε) κυρίαρχες διεθνώς σχολές. Μάλιστα, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η αναγωγή στο εξ Εσπερίας – κυρίως – φως, γινόταν συχνά με υστέρηση κατά ένα ή δυο βήματα ως προς την σχολή που είχε ήδη ανέβει/επικρατήσει: Και τον κεϋνσιανισμό με σχετική υστέρηση τον είδαμε να εγκαθίσταται, και την μονεταριστική σχολή και τη νεοφιλελεύθερη επικράτηση τη ζήσαμε με χρονική υστέρηση. τώρα, πάλι, την αποκαθήλωση του δόγματος της δημοσιονομικής (αυτο)πειθαρχίας όπως την εγχάραξε ο γερμανικός Ordo-liberalismus την ανακαλύψαμε μόνον αφού η Ευρωζώνη πειθαναγκάστηκε να προσγειωθεί, πρώτα από την πανδημία και εν συνεχεία από την ενεργειακή κρίση.
Κι όμως!..Όπως δείχνει αυτή η δουλειά αναδρομής του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου στη σύγχρονη οικονομική σκέψη στην Ελλάδα – ενταγμένη στην σειρά A History of Modern Economic Thought του Routledge, όπου η Ελλάδα διεκδίκησε θέση δίπλα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία (σε δυο χρονικές περιόδους), την Αυστραλασία, τη Βραζιλία κοκ – η διαμόρφωση οικονομικής σκέψης στη χώρα μας υπήρξε μια αρκετά μακρά και υπό διάφορες γωνίες ενδιαφέρουσα υπόθεση.
Αν ο Ψαλιδόπουλος ιχνηλατεί τη θεσμοποίηση των Οικονομικών πάντως από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, με τη δημιουργία της ΑΣΟΕΕ δίπλα στις οικονομικές σπουδές στις Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με τη δημιουργία του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου αλλά και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών στα τέλη της δεκαετίας του ΄20, με συνέπεια τη δημοσίευση μελετών διαθέσιμων για τη διαμόρφωση πολιτικής, ήδη βρίσκει την ρίζα της στην προηγούμενη περίοδο. Με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του Ανδρέα Ανδρεάδη να διακηρύσσει ότι «ο Έλλην επιστήμων δεν θα πρέπει να ανήκει αποκλειστικώς σε μια από τις σχολές (κλασική/νεοκλασική και Γερμανική Ιστορική). Θα πρέπει να αναζητά πώς οι διδασκαλίες τους μπορούν να εφαρμόζονται στη χώρα του».
Ακόμη νωρίτερα, στο γύρισμα του αιώνα – και αφού στην Ελλάδα έχει εισαχθεί ο προβληματισμός της Γερμανικής Ιστορικής Σχολής μέσα στο κλίμα της Methodenstreit – η ενασχόληση της εποχής Ελευθερίου Βενιζέλου με την πρόκληση της δίκαιης φορολόγησης /της ουσιαστικής εγκαθίδρυσης φορολογικού συστήματος, η πολιτική αναζήτηση ενός στοιχείου κοινωνικής αλληλεγγύης, η αντιπαράθεση με την Εθνική Τράπεζα, όλα αυτά οδηγήσαν σε αναζητήσεις θεμελίωσης σε οικονομική θεωρία. Το ίδιο, ακόμη περισσότερο, ίσχυσε και με την σοσιαλιστικής προσέγγισης δραστηριοποίηση του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου…
Πάντως, ο Μεσοπόλεμος έδωσε ήδη ακαδημαϊκούς μελετητές όπως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ή ο Ξενοφών Ζολώτας, οι οποίοι δεν δίστασαν να πλησιάσουν στην εφαρμογή οικονομικής πολιτικής – στα ταραγμένα μεταπολεμικά χρόνια η Έκθεση Βαρβαρέσου επρόκειτο να διαδραματίσει καίριο ρόλο, ενώ ο Ζολώτας σφράγισε με την εκλεκτιστική προσέγγισή του τα χρόνια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του΄70. Αλλά και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι όπως ο Καλλιτσουνάκης ή ο Στεφανίδης, με προσέγγιση θεμάτων από τα νομισματικά μέχρι τη μελέτη των κρίσεων (και στα δυο, η εμπειρία του Μεσοπολέμου ήταν βαριά…) πήγαν πιο πέρα από το να «ανοίξουν παράθυρο στον κόσμο» για την αναδυόμενη στην Ελλάδα οικονομική επιστήμη. Ενώ ο Άγγελος Αγγελόπουλος, με την εξωστρέφεια που σταθερά τον χαρακτήριζε στη διαδρομή του, έπαιξε με τον δικό του τρόπο ρόλο γέφυρας μεταξύ θεωρίας και διεκδίκησης ρόλου στην πρακτική της οικονομικής πολιτικής.
Ο Μ. Ψαλιδόπουλος ξεναγεί τον αναγνώστη στην διαμάχη που υπήρξε (και) στην Ελλάδα γύρω από τη Μεγάλη Ύφεση/την οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, η οποία σημειωτέον βρήκε την ελληνική οικονομία υπό καθεστώς διεθνούς οικονομικού ελέγχου – οπότε ένα θεωρητικό ένδυμα βοηθούσε στην διαδικασία επιβολής πολιτικών, πάντως μέχρι την χρεωκοπία/έξοδο από τον κανόνα χρυσού του 1932. (Θα άξιζε να γίνει παραλληλισμός, πληρέστερος, με την μετά από 80 χρόνια εμπειρία των Μνημονίων). Ξεναγεί όμως και στη βαθμιαία «εισαγωγή» της συζήτησης γύρω από τον κεϋνσιανισμό, η οποία όμως συζήτηση βρήκε αρνητικό κλίμα στην Ελλάδα της εποχής – χρειάστηκε να αποβιβασθούν στην μεταπολεμική Ελλάδα οι Αμερικανοί του Σχεδίου Μάρσαλ , αν μη να μπολιαστεί το ελληνικό πανεπιστήμιο με Σάμουελσον (και «Economics») προκειμένου να προχωρήσει την δεκαετία του ΄60 η συζήτηση.
Με δεδομένο το ότι το «History of Modern Greek Economic Thought» απευθύνεται – όπως όλη η σειρά του Routledge – σε ένα διεθνοποιημένο κοινό, πρόσθετο ενδιαφέρον έχει να σημειώσει κανείς την επιλογή Ψαλιδόπουλου να δώσει, στην ιστόρηση αυτής της περιόδου, αρκετή κάλυψη στην «ετερόδοξη» οικονομική σκέψη. Την ασχολούμενη κυρίως με τα εργασιακά/π.χ. «Φεντερασιόν» Θεσσαλονίκης, αλλά και στις πρώτες μαρξιστικές προσεγγίσεις: Κορδάτος, Σεραφείμ Μάξιμος (σε αντιπαράθεση με την προσέγγιση Ξ. Ζολώτα για το μηχανισμό καθορισμού των τιμών σε μια – μην ξεχνούμε! – περίοδο ελλείψεων), Παντελής Πουλιόπουλος, παρουσιάζονται. Και «δείχνουν» ήδη προς την ταραγμένη μεταπολεμική περίοδο της ελληνικής οικονομίας.
Και σε αυτή τη φάση, η προσέγγιση Ψαλιδόπουλου έγκειται στην ανάδειξη στοιχείων ιδιοσυστασίας της οικονομικής σκέψης Ελλήνων οικονομολόγων που βεβαίως έχουν επηρεασθεί πλέον αποφασιστικά από την αγγλοσαξωνική παράδοση (άλλωστε, αν στον Μεσοπόλεμο οι περισσότεροι Έλληνες οικονομολόγοι είχαν Γερμανικά πτυχία ή/και διδακτορικά, στην μεταπολεμική φάση κυριαρχούν Βρετανικά και Αμερικανικά). Σύντομα συναντά κανείς Ανδρέα Παπανδρέου με φόντο το φυτώριο του ΚΕΠΕ, αλλά και την συνέχεια Τραπέζης της Ελλάδος επί Ζολώτα με την Διεύθυνση Μελετών.
Πάντως, το βασικό πολύ τρίπτυχο της σταθεροποιητικής λογικής της εποχής Ζολώτα περιλάμβανε ανάπτυξη που ακολουθεί την νομισματική σταθερότητα, κάθε ιδέα ελλειμμάτων για επενδύσεις «απαράδεκτη υπό τις ελληνικές συνθήκες», το τραπεζικό σύστημα υπερ-ρυθμισμένο με εύνοια προς τις επενδύσεις μεγαλύτερων επιχειρήσεων – τέλος με την μετανάστευση να θεωρείται μη καλοδεχούμενη αλλά οικονομικά ορθολογική καθώς η ανεργία αποτελούσε «το βαρύτερο πρόβλημα της οικονομίας».
Στην αντίπερα όχθη, ο Μ. Ψαλιδόπουλος περιγράφει την ακαδημαϊκή κατάρτιση του Ανδρέα Παπανδρέου και τη διαδρομή του σε Χάρβαρντ και Μπέρκλεϋ με αιχμές την θεσμική θεωρία της επιχείρησης αλλά και μια εξαρχής κριτική προσέγγιση στην λογική του τέλειου ανταγωνισμού, που τον έκανε να κινηθεί κριτικά ως προς την άσκηση οικονομικής πολιτικής στην μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα (στο διάστημα που άσκησε για πρώτη φορά εξουσία) επιχειρώντας μετακίνηση της χρηματοδότησης αλλά και στόχευση της πλήρους απασχόλησης.
Υπό μιαν έννοια, στο ενδιάμεσο αυτών των δυο προσεγγίσεων βρίσκει κανείς τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής από τον Παναγή Παπαληγούρα, ο οποίος είχε επηρεασθεί και από το μεταπολεμικό γερμανικό μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς (με ενσωμάτωση του κοινωνικού στοιχείου στην κατά βάση φιλελεύθερη προσέγγιση). Με αυτήν τη λογική, η άσκηση οικονομικής πολιτικής ακολουθούσε το κατά Ζολώτα πλαίσιο νομισματικής σταθερότητας, αποδεχόμενη όμως και ένα στοιχείο διαρθρωτικής στόχευσης. Επιπροσθέτως, η διαδικασία ενσωμάτωσης στην (τότε) ΕΟΚ προσλάμβανε ήδη καθοδηγητική διάσταση…
Στην προσέγγιση των ευρύτερων σχολών σκέψης της μεταπολεμικής περιόδου, ο Μ. Ψαλιδόπουλος περιγράφει ήδη την αντιπαράθεση μιας φιλελεύθερης σχολής περί την ΤτΕ/τον Ξ. Ζολώτα και μιας πιο παρεμβατικής σχολής που ήδη διαγίγνωσκε την ελληνική οικονομία με περισσότερο τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά, ως οικονομία που απαιτούσε κοινωνική/ μεταρρυθμιστική προσέγγιση (με πυρήνα την «Νέα Οικονομία» και, λίγο πιο αριστερά, τον Όμιλο Παπαναστασίου). Πάντως φιλοξενεί – ως «ετερόδοξη» οικονομική σκέψη – και τη μαρξιστική σχολή, με αναφορές στην «Βαριά Βιομηχανία» του Δ. Μπάτση και στο φυτώριο των «Σύγχρονων θεμάτων», όμως με την παρατήρηση ότι οι πολιτικές συνθήκες δεν επέτρεψαν άνθησή της.
Τη φάση της Μεταπολίτευσης ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος την επισκέπτεται περισσότερο περιγραφικά και πλέκοντας την θεωρητική/ακαδημαϊκή προσέγγιση με την άμεση προσγείωση στην άσκηση οικονομικής πολιτικής – και τούτο τόσο από την φιλελεύθερη/μετεξελισσόμενη σε νεοφιλελεύθερη πτέρυγα (από Ζολώτα σε Μάνο/ Παλαιοκρασσά/ Δεβλέτογλου - ΚΠΕΕ και «Επίκεντρα»), όσο και από την πιο παρεμβατική πτέρυγα όπως αυτή βαθμιαία κινήθηκε από την θεωρία της εξάρτησης προς μια κατεύθυνση σοσιαλδημοκρατική, πάντως ρεφορμιστικού σοσιαλισμού (με την κυρίαρχη φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου να συστρατεύει Απ. Λάζαρη/ Γερ. Αρσένη/Δημ. Κουλουριάνο/ Μαν. Δρετάκη/ Κ. Βαϊτσο). Το γεγονός ότι όλα αυτά τα ονόματα είχαν μεν ακαδημαϊκό πέρασμα, αλλά κυρίως άσκησαν επιδραστικά κυβερνητική εξουσία χρωματίζει συνολικά τη φάση. Και εδώ, καλύπτεται η ετερόδοξη/μαρξιστική σκέψη (Μιχ. Μάλλιος, Γ. Σαμαράς), αλλά με όλως περιορισμένη επιδραστικότητα.
Ακόμη περισσότερο άμεσα διασυνδεδεμένη με τις δεσμεύσεις άσκησης πολιτικής η -επιλογική-αναφορά Ψαλιδόπουλου στην όποια οικονομική σκέψη στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής/ οικονομικής/κοινωνικής κρίσης, όπου «νεοκλασικοί, κεϋνσιανοί και μαρξιστές συγγραφείς και κάθε άλλου είδους εκφραστές οικονομικής σκέψης μάχονταν για να κερδίσουν τις καρδιές και τον νου του κοινού», με καταληπτική αναφορά στην απογείωση της έννοιας του ετερόδοξου (δική μας η διατύπωση!) στην περίπτωση Γιάνη Βαρουφάκη…
Πάντως, στην τελική ευθεία πριν και μέχρι την κρίση, γίνεται αναφορά -όχι και τόσο εκτεταμένη- στην επίδραση που ασκήθηκε στην αποκρυστάλλωση της οικονομικής σκέψης από την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ/από την επιδίωξη και επίτευξη συμμετοχής στην Ευρωζώνη. Υπ’ αυτήν την γωνία, οι αναφορές σε Λουκά Παπαδήμο, Ν. Γκαργκάνα, Γ. Ταβλά του αστερισμού της ΤτΕ, αλλά και Τάσου Γιαννίτση, Βασίλη Ράπανου και Λούκας Κατσέλη (ακόμη και Γιάννη Σπράου της φερώνυμης Έκθεσης) των κυβερνήσεων Σημίτη.
Όλο με όλο, μια ενδιαφέρουσα επιφάνεια εξωστρεφούς κατοπτρισμού του τι υπήρξε η οικονομική σκέψη στην Ελλάδα, αλλά και… αντικατοπτρισμού, πίσω, στη δική μας ελληνοελληνική συζήτηση.