«Κατά τις 19.00, ο Ε.Κ. καταφέρνει να φτάσει κοντά στο σπίτι του, όπου βλέπει έναν άνθρωπο νεκρό, μαυρισμένο, απανθρακωμένο, ενώ ένας περαστικός με μηχανάκι έχει κοκκαλώσει και τον κοιτάζει. Το τοπίο είναι τρομακτικό. Δεν μπορεί να καταλάβει που ακριβώς βρίσκεται το σπίτι του. Το διπλανό σπίτι από τον δικό τους έχει 20 μέτρα φλόγες. Τα άλλα σπίτια δεν υπάρχουν καν…Τρέχει στην πίσω αυλή, εκεί ξέρει πως συνήθως κάθεται η μητέρα του. Τη βρίσκει πεσμένη, καμένη από το θερμικό κύμα, να έχει μουμιοποιηθεί. Οι φλόγες είναι 5 μέτρα μακριά της. Προσπαθεί να την πλησιάσει και λιποθυμάει. Όταν συνέρχεται, δεν ξέρει πόση ώρα έχει περάσει, ίσως δέκα λεπτά. Σηκώνεται να βρει τον 86χρονο πατέρα του που φωνάζει μέσα από το σπίτι. Έχει πολύ καπνό, η κουζίνα καίγεται και ο πατέρας του είναι πεσμένος στο πάτωμα, καμένος στα χέρια, στα πόδια και το πρόσωπό του. Μπαίνει έρποντας και τον τραβάει. Το αυτοκίνητό τους μοιάζει σαν να το έχει χτυπήσει χαλάζι, αλλά δεν έχει καεί. Ευτυχώς ο πατέρας του έχει τα κλειδιά στην τσέπη του. Παίρνει τον πατέρα του στην πλάτη του, τον βάζει μέσα στο αυτοκίνητο και φεύγουν προς τη Ραφήνα».
Αντιγράφω μια σκηνή από το συνταρακτικό χρονικό της Μαρίνας Καρύδα, «Μάτι, 23 Ιουλίου 2018», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Όταν εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση για την τραγωδία στο Μάτι, την Μεγάλη Δευτέρα, είχα το βιβλίο στο γραφείο μου, αδιάβαστο. Το διάβασα μέσα σε μια ημέρα.
Αυτή είναι η πρώτη συνέπεια της πολυσυζητημένης δικαστικής απόφασης. Μας υποχρεώνει να επιστρέψουμε σ’ εκείνη την φρίκη, που όσοι επέζησαν δεν θα ξεχάσουν ποτέ, αλλά εμείς οι υπόλοιποι κινδυνεύαμε να σβήσουμε από την μνήμη μας. Μας υποχρεώνει, προπάντων, να επιστρέψουμε στην εικόνα αιφνιδιασμού, παράλυσης, κατάρρευσης του κρατικού μηχανισμού εκείνες τις ώρες. Στην καθυστερημένη αντίδραση, τον από- συντονισμό, την απουσία της πυροσβεστικής, τις θανάσιμα λανθασμένες οδηγίες της αστυνομίας, την μοναξιά των θυμάτων. Σε όλα όσα δεν θα έπρεπε να αφήσουμε να λησμονηθούν.
Αντιγράφω άλλο ένα απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Κατά τις 22.00 έχουν αρχίσει να φτάνουν στην Ραφήνα βάρκες ψαράδων, με επιζώντες, τραυματίες και νεκρούς. Οι περισσότεροι κολυμπούσαν περίπου 6 ώρες, χωρίς ορατότητα, αβοήθητοι και απελπισμένοι. Φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, δεν υπάρχει καμία οργάνωση για την υποδοχή τους, δεν τους προσφέρεται νερό ή φαγητό, έχουν υποθερμία, αναγκάζονται να περπατάνε γυμνοί ή ξυπόλητοι και να ψάξουν δικά τους μέσα για να φύγουν από εκεί, χωρίς καν να έχουν χρήματα επάνω τους».
Θα μπορούσε, λοιπόν, μια δικαστική απόφαση, όποια κι αν ήταν, να «δικαιώσει» τόση οδύνη, να επουλώσει τέτοιο τραύμα, να λυτρώσει το αίσθημα εγκατάλειψης που βίωσαν τότε τόσοι άνθρωποι; Η απάντηση είναι: προφανώς, όχι. Αλλά αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για το Μάτι. Μας υποχρεώνει να ανοίξουμε ξανά μια συζήτηση περί δικαιοσύνης.
Τι περιμένουμε από ένα δικαστήριο που κρίνει μια υπόθεση που μας αφορά- και η συγκεκριμένη μας αφορά όλους; Όχι «να αποδώσει δικαιοσύνη»- όπως ο καθένας, σε κάθε περίπτωση την αντιλαμβάνεται. Αλλά να εφαρμόσει σωστά τον νόμο. Χωρίς σκοπιμότητα- ούτε καν την σκοπιμότητα της ικανοποίησης ενός κάποιου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» ή της ανταπόκρισης σε μια προσδοκία τιμωρίας, που έχουν όσοι βρίσκονται στην πλευρά των θυμάτων. Και να το κάνει με μια διαδικασία που προτάσσει όχι την επιθυμία του φιλοθεάμονος κοινού να δει κάποιον στην αγχόνη, αλλά του κατηγορουμένου τα δικαιώματα. Και, φυσικά, να το κάνει στην δικαστική αίθουσα, όχι στην πλατεία ή στα αιμοβόρα social media.
Τούτου λεχθέντος, είναι νόμιμη και φυσιολογική η συζήτηση (και η αγανάκτηση): Πώς είναι δυνατόν μια δικαστική απόφαση να βρίσκεται σε τόσο χαώδη ασυμμετρία προς το γεγονός που έκρινε; Πώς γίνεται μια τόσο μεγάλη αποτυχία της Πολιτείας να προσφέρει στους πολίτες την προστασία, που ήταν απολύτως εφικτό (όπως το βιβλίο της Καρύδα τεκμηριώνει) να προσφέρει, να αποτιμάται ποινικά σε έξι πλημμελήματα, για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, με πολλά ελαφρυντικά και με τόσο επιεική επιμέτρηση ποινών; Και, κυρίως, πώς και γιατί μια τόσο συγκλονιστική υπόθεση καθηλώθηκε στις συνήθεις αργόσυρτες διαδικασίες, ώστε η πρωτόδικη απόφαση να εκδοθεί μια Μεγάλη Δευτέρα, 1.946 ημέρες από το φοβερό εκείνο βράδυ;
Είναι ερωτήματα που καθένας δικαιούται να θέτει, μα μόνον η Δικαιοσύνη η ίδια μπορεί (και δικαιούται) να απαντήσει. Προφυλαγμένη, ας ελπίσουμε, από έναν- τύπου “hang them high”- ποινικό λαϊκισμό, που είναι εσχάτως πολύ της μόδας στον κόσμο της πολιτικής. Η οποία πολιτική επιβεβαίωσε, και με αυτήν την ευκαιρία, πόσο εξαρτημένη παραμένει από τα παραδοσιακά ανακλαστικά της. Και πόσο στρεβλά μεταφράζει στην δική της γλώσσα όσα συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο.
Για την κυβερνητική πλευρά το πρωτεύον ήταν να μας θυμίσει ποια κόμματα κυβερνούσαν τότε και ποιος ψήφισε τον ποινικό κώδικα που εφάρμοσε το δικαστήριο. Για την αμήχανη αντιπολίτευση, η άμυνα ήταν να μας θυμίσει ότι μια άλλη μεγάλη συμφορά, τα Τέμπη, συνέβη όταν κυβερνούσαν οι άλλοι. Λες και δεν θα μπορούσε να συμβεί η κάθε μία από τις δύο τραγωδίες, με την ίδια μακάβρια ευκολία, επί των ημερών των άλλων. Μα αφού η πολιτική εκλαμβάνεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, σημασία δεν έχει τι ποιότητας είναι το κράτος μας, ποιες είναι οι υπαρξιακές αδυναμίες του, πόσο μεγάλη εθνική συστράτευση και μακροπρόθεσμη προσπάθεια θα χρειαζόταν για την μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του. Σημασία έχει μόνον ποιο πολιτικό προσωπικό έχει, κάθε φορά, την ψευδαίσθηση ότι το διοικεί αυτό το κράτος και ελέγχει- κυρίως αυτό- την μοιρασιά των λαφύρων από την εκπόρθησή του.
Μακάρι, λοιπόν, η απόφαση του δικαστηρίου για το Μάτι να έχει μια ακόμη συνέπεια. Να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το βασικό ένστικτο της πολιτικής δεν οδηγεί μόνον στην κυνική (και προσβλητική της νοημοσύνης μας) προπαγανδιστική επένδυση σε τραγωδίες σαν αυτή. Είναι και η αιτία που τις προκαλεί και τις αναπαράγει.