Η ιστορία του μπόνους παραγωγικότητας μπορεί να φωτίσει την αμφίσημη εικόνα της διοικητικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Το μπόνους θεωρείται από τους εκσυγχρονιστές πολιτικούς ως κίνητρο ικανό να υποκινήσει τους δημοσίους υπαλλήλους να ενδιαφερθούν περισσότερο για το αντικείμενο της εργασίας τους και για την καλύτερη ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν στους πολίτες. Πρόκειται για ένα αντιδάνειο από τον κόσμο των επιχειρήσεων, αφού στον ιδιωτικό τομέα η οικονομική επιβράβευση ενός ικανού στελέχους αποτελεί μια κοινή πρακτική.
Στην περίπτωση, όμως, της εφαρμογής του μπόνους, σε παλαιότερους καιρούς, η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε, αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα επεκτάθηκε ως οριζόντιο επίδομα σ’ όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, αποκλίνοντας από τον αρχικό σκοπό του.
Οι περιοριστικές πολιτικές των μνημονίων δεν άφηναν, μεν, περιθώρια για ανάλογες πολιτικές αλλά από άλλες ειδικότερες μεταρρυθμίσεις εκείνης της περιόδου μάθαμε ότι μέτρα και πολιτικές που εφαρμόζονται για μια λειτουργία της δημόσιας διοίκησης (π.χ. προγραμματισμός) η μια δομή της (π.χ. ΑΑΔΕ) επηρεάζουν, οπωσδήποτε, και τα υπόλοιπα. Το μπόνους, εν προκειμένω ξεκίνησε πιλοτικά και με σκοπό να ενισχύσει όσους απασχολούνται στα συγχρηματοδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα και τις οικονομικές υπηρεσίες αλλά στην πορεία επεκτάθηκε και στους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, αφού συναρτήθηκε με τα σχέδια δράσης και τη στοχοθεσία.
Και, ναι μεν, είναι σωστό το μπόνους να συναρτάται προς τα σχέδια δράσης και τη στοχοθεσία των δημοσίων υπηρεσιών, πλην όμως, είναι λάθος οι δείκτες μέτρησης της απόδοσης κάθε μονάδας και προϊσταμένου ή υπαλλήλου να παραπέμπονται για το μέλλον.
Εξ ίσου λάθος είναι η ανυπαρξία αξιόπιστων και ικανών δομών που εγγυώνται την καταβολή του με όρους διαφάνειας, ισότητας και αξιοκρατίας.
Η διαδικασία που ανακοινώθηκε είναι πρωθύστερη: Αντί να υπάρξει, πρώτα, η σταθερή δομή και αξιόπιστα κριτήρια αξιολόγησης του βαθμού επίτευξης των στόχων και, μετά, να αποφασιστεί ποιοι και γιατί δικαιούνται το μπόνους, ακολουθείται η ανάστροφη πορεία, αφού τα κριτήρια απονομής του θα ακολουθήσουν μετά τη χορήγησή του.
Mε δεδομένο ότι η διείσδυση του κομματισμού στην ελληνική δημόσια διοίκηση είναι μεγάλη, η αξιολογική κρίση του εκάστοτε προϊσταμένου, χωρίς να στηρίζεται σε μια σταθερή μεθοδολογία διακρίβωσης του βαθμού επίτευξης των στόχων, οδηγεί - ήδη από την πρώτη εφαρμογή - στην δημιουργία κλίματος αμφισβήτησης και στην υπονόμευση της μεταρρύθμισης.
Μια ακόμη ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική δημόσια διοίκηση φαίνεται να μην συντρέχει στην περίπτωση του μπόνους. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να υπακούουν σε μια σαφή αντι-πελατειακή στρατηγική και σε ευρείες κοινωνικές συναινέσεις, κάτι το οποίο δεν συνέβη ούτε με το μπόνους.
Τελευταίο αλλ’ όχι έσχατο: Η χρονική στιγμή που ανακοινώνεται η επιχειρείται κάτι στην πολιτική είναι, ως γνωστόν, απολύτως κρίσιμη και έχει σαφή σημειολογία. Η ανακοίνωση του μπόνους από τον πρωθυπουργό τον ίδιο, λίγες μέρες πριν από τις κρίσιμες ευρωεκλογές, παραπέμπει περισσότερο σε μια επιδοματική πολιτική πελατειακού χαρακτήρα και λιγότερο στην υποστήριξη της αριστείας.
Ως εκ τούτου, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα που ανακοινώθηκε παραμένει μετέωρο.