Φέτος τα αφεντικά της Δύσης, καλούνται να δουλέψουν μέσα σε ένα ασταθές προεκλογικό σκηνικό. Περίπου 80 χώρες, με 4 δισεκατομμύρια πολίτες, διεξάγουν εκλογές (όχι πάντα ελεύθερα, όπως τον περασμένο Μάρτιο στη Ρωσία).
Οι δυτικές εταιρείες που προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα, έχουν στραφεί στην Ινδία και το Μεξικό. Αλλά καμία προοπτική δεν τους γεμίζει με ασφάλεια και σιγουριά. Ο Μόντι μπορεί να έκανε τη χώρα του ελκυστική σε επενδύσεις, απλοποιώντας το φορολογικό σύστημα και επενδύοντας σε υποδομές. Παράλληλα όμως, έχει αυξήσει τους δασμούς σε αγαθά όπως τα αυτοκίνητα, καθώς επίσης και τον φορολογικό συντελεστή στις ξένες επιχειρήσεις.
Στις ΗΠΑ, λίγοι επιχειρηματίες είναι ενθουσιασμένοι με την προοπτική επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, ακόμη και όταν τον ακούν να μιλάει για μείωση της γραφειοκρατίας. Ανάμεικτα είναι τα αισθήματα και για τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θέλει αύξηση των εταιρικών φόρων και κατηγορεί τις επιχειρήσεις για «πληθωρισμό απληστίας».
Στη Βρετανία, οι κυβερνώντες Συντηρητικοί έχουν περιφρονήσει τις εκκλήσεις των εταιρειών να διατηρήσουν τις εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ. Ωστόσο, πολλοί επικεφαλής εταιρειών, προβληματίζονται ακόμη περισσότερο στην προοπτική νίκης των Εργατικών.
Στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, όλα δείχνουν ότι τα εθνικιστικά κόμματα, τα οποία αμφισβητούν το ελεύθερο εμπόριο, θα διευρύνουν τη δύναμη τους. Ένα τέτοιο κόμμα, είναι πολύ πιθανό να κατακτήσει την εξουσία στις επερχόμενες εθνικές εκλογές της Αυστρίας
Σεμινάρια πολιτικής σε διευθύνοντες συμβούλους
Η μακροπρόθεσμη τάση είναι ξεκάθαρη. Οι πολιτικοί σε πολλές χώρες, είναι πιο πιθανό να απορρίψουν τις επενδύσεις, παρά να τις ενθαρρύνουν. Οποιαδήποτε υπολειπόμενη φιλική διάθεση προς τις επιχειρήσεις δεν πηγάζει πλέον από την πεποίθηση πως ό,τι είναι καλό για τις επιχειρήσεις είναι καλό για τους πολίτες. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις δεν ρωτούν τι μπορούν να κάνουν για τις επιχειρήσεις αλλά τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις για αυτές. Οι εταιρικοί κολοσσοί της Δύσης μαθαίνουν έτσι να προσαρμόζονται σε έναν κόσμο στον οποίο η επιτυχία τους μπορεί να εξαρτηθεί από την ιδιοτροπία μιας κυβέρνησης.
Και τι κάνουν οι επιχειρήσεις; Στρέφονται μαζικά σε εξειδικευμένους συμβούλους όπως η Dentons Global Advisors (DGA), η McLarty Associates και η Macro Advisory Partners (MAP) που υπόσχονται να τους μυήσουν στα μυστικά της πολιτικής. Συμβουλευτικοί γίγαντες όπως η McKinsey και επενδυτικές τράπεζες όπως η Lazard και η Rothschild & Co προσφέρουν παρόμοιες συμβουλές, βοηθώντας τους επιχειρηματίες να κατανοήσουν τους πολιτικούς υπολογισμούς. Αυτό επιτρέπει στα αφεντικά να γνωρίζουν σε ποιες περιπτώσεις, πρέπει να ανησυχούν περισσότερο.
Μπάιντεν ή Τραμπ;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επικεφαλής των εταιρειών μπορούν να είναι βέβαιοι ότι η εχθρότητα προς την Κίνα θα συνεχιστεί ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τον Νοέμβριο. Ο Μπάιντεν, φοβούμενος μήπως φανεί μαλακός απέναντι στον οικονομικό αντίπαλο της Αμερικής, γίνεται όλο και πιο επιθετικός. Τον Απρίλιο ζήτησε να τριπλασιαστούν οι δασμοί στον κινεζικό χάλυβα και το αλουμίνιο, ενώ πριν από λίγες ημέρες, υπέγραψε νόμο για την απαγόρευση του TikTok, αν παραμείνει υπό κινεζική ιδιοκτησία.
Ακόμη πιο σκληρός όχι μόνο απέναντι στην Κίνα, αλλά και στην Ε.Ε εμφανίζεται ο Τραμπ, ο οποίος απειλεί να επιβάλει δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές αγαθών, ανεξαρτήτως προέλευσης. Πέρυσι οι εισηγμένες αμερικανικές εταιρείες παρήγαγαν περίπου το ένα όγδοο των εσόδων τους στην Ευρώπη, τριπλάσιο από αυτό που έβγαζαν από την Κίνα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της τράπεζας Morgan Stanley. Ο Τραμπ, ο οποίος πιστεύει ότι τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου συνιστούν ήττα, μπορεί να βάλει επίσης στο στόχαστρο την εμπορική συμφωνία με το Μεξικό.
«Φιλικές» σχέσεις με ανταλλάγματα
Ορισμένες εταιρείες, ωστόσο, δεν αρκούνται στην απλή καταγραφή των κινδύνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Intel, μια αμερικανική εταιρεία κατασκευής τσιπ που τον Μάρτιο έλαβε επιχορήγηση 8,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ο ιδιοκτήτης της «πούλησε» στον Μπάιντεν το αφήγημα, ότι η Intel αποτελεί την απάντηση της Αμερικής στον στόχο απεξάρτησης από ημιαγωγούς που κατασκευάζονται σε χώρες, όπως η Ταϊβάν.
Άλλες εταιρείες «έριχναν τα δίχτυα τους» στο Καπιτώλιο. Η Volkswagen, η οποία πέρυσι έγινε η πρώτη ξένη αυτοκινητοβιομηχανία που κέρδισε την επιλεξιμότητα για τις φορολογικές εκπτώσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τα ηλεκτρικά οχήματα, έχει σχεδόν τριπλασιάσει τον προϋπολογισμό της για τα λόμπι από τότε που ανέλαβε ο Μπάιντεν.
Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στις ΗΠΑ. Απεσταλμένοι επιχειρηματιών, κατακλύζουν και τις Βρυξέλλες, όπου επιχειρήσεις διαγκωνίζονται για να επωφεληθούν από τις προσπάθειες της ΕΕ για απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα.
Παρόμοια εικόνα και στην Ινδία. Κορυφαίες εταιρείες, κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν την εύνοια του πρωθυπουργού Μόντι. Μεταξύ αυτών, η Apple, η οποία ανοίγει εργοστάσια στη χώρα, με αντάλλαγμα πρόσθετες επιδοτήσεις. Τον περασμένο Φεβρουάριο η Disney, ανακοίνωσε συμφωνία – μαμούθ για τη δημιουργία μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ψυχαγωγίας. Και η γαλλική TotalEnergies, προχώρησε σε συνεργασία με τον φιλικό προς τον Μόντι, Όμιλο Adani.
Τα μεγάλα αφεντικά δίνουν μάχη για να κερδίσουν την εύνοια «εχθρικών» ηγετών, όπως ο απερχόμενος πρόεδρος του Μεξικού. Ένας από αυτούς ήταν ο Έλον Μασκ, ο οποίος πέτυχε την εγκατάσταση νέου εργοστασίου της Tesla, υποσχόμενος στο Μεξικανό ηγέτη, ότι για τη λειτουργία της μονάδας, θα χρησιμοποιηθεί ανακυκλωμένο νερό.
Η φιλία προς τις κυβερνήσεις δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας. Αλλά όσο το πολιτικό κλίμα πολώνεται, τόσο και οι εταιρείες ασκούν τη δική τους επίθεση γοητείας, με στόχο να διασφαλίσουν ασφαλές περιβάλλον.