ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά;

Που είναι πιθανότερο να συναντήσει κανείς μετανάστες στον δρόμο; Στην Φρανκφούρτη ή στο Μαγδεμβούργο; Στην Κολωνία ή στην Ερφούρτη; Η απάντηση είναι προφανής. Η μετανάστευση έλκεται πάντα προς τις περιοχές του κόσμου όπου η οικονομία είναι ισχυρότερη και η πιθανότητα να βρει ένας ξένος δουλειά μεγαλύτερη. Και παρότι έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από την ενοποίηση της Γερμανίας, η οικονομική ανάπτυξη, το βιοτικό επίπεδο και οι ευκαιρίες απασχόλησης στην δυτική πλευρά της χώρας παραμένουν σημαντικά ανώτερες απ’ ότι στην ανατολική.

Μα τότε γιατί η ξενόφοβη, ακροδεξιά «Εναλλακτική για την Γερμανία» παίρνει διπλάσια ή τριπλάσια ποσοστά στις ανατολικές πολιτείες, όπου οι μετανάστες είναι δυσθεώρητοι, από ότι στις δυτικές όπου αφθονούν; Γιατί οι «Εναλλακτικοί» σαρώνουν σε περιοχές όπως η Σαξονία ή η Θουριγγία, όπου ζουν λίγες δεκάδες χιλιάδες ξένοι, κι όχι στην βόρεια Ρηνανία, όπου ζουν πάνω από τρία εκατομμύρια μετανάστες, στην Βάδη-Βυρτεμβέργη ή την Έσση, όπου οι μετανάστες είναι περίπου το 20% του πληθυσμού; Και γιατί κυβερνά η Μελόνι την Ιταλία, μια χώρα με ένα από τα μικρότερα ποσοστά μεταναστών στον πληθυσμό της (7 μετανάστες ανά 1000 κατοίκους, όταν η Γερμανία έχει 25/1000 και η Ισπανία 27/1000);

Η απάντηση είναι προφανής: Η μετανάστευση δεν είναι η πραγματική αιτία της ανόδου της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη. Το αντί-μεταναστευτικό σύνδρομο είναι το σύμπτωμα, η αλεργική αντίδραση, όχι η αιτία που γεννά τον υπαρξιακό φόβο που κάνει τον πολιτικό άξονα της Ευρώπης να γέρνει πολύ προς τα δεξιά. Η άνοδος της ακροδεξιάς έχει να κάνει με πολλά, οι αιτίες είναι σύνθετες, συνδέονται με μια βαθύτερη κρίση της εμπιστοσύνης, της εμπιστοσύνης στην Δημοκρατία προπαντός. Μα στην ρίζα της βρίσκεται ένας καταλυτικός παράγοντας: Η διεύρυνση της ανισότητας και η διευρυμένη συναίσθηση αυτής της ανισότητας.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα. Το μέσο δυτικογερμανικό νοικοκυριό, με στοιχεία του 2021, είχε μια περιουσία αξίας 127.000 ευρώ. Στην ανατολική Γερμανία, μόλις 43.000 ευρώ. Ο μέσος μικτός μισθός στις δυτικές περιοχές της Γερμανίας ήταν 58.000 ευρώ, στις ανατολικές 45.000. Και το κατά κεφαλή ΑΕΠ στη δύση ήταν σχεδόν 52.000 ευρώ, στην ανατολή μόλις 30.000. Δεν είναι αυτή μια πειστικότερη εξήγηση (μαζί με ένα ολόκληρο πλέγμα άλλων κοινωνικών ή πολιτιστικών λόγων) γιατί σε πολλές ανατολικογερμανικές πολιτείες η AfD είναι πρώτο κόμμα;

Η Ολλανδία είναι επίσης ένα καλό παράδειγμα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που παρήγγειλε η ολλανδική κυβέρνηση, στο πλουσιότερο 1% αντιστοιχεί το 26% του πλούτου της χώρας και στο πλουσιότερο 10% το 61% του πλούτου της χώρας. Δεν συνδέεται αυτή η εικόνα με τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα που έδωσαν στον Βίλντερς την πρώτη θέση;

Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι εθνικά εντοπισμένο. Είναι γενικό. Τον περασμένο Ιανουάριο, στο Νταβός, παρουσιάστηκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία μεταξύ 2019 και 2020 η παγκόσμια ανισότητα αυξήθηκε ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά το 1945. Στα χρόνια της πανδημίας, υπολόγισε η Oxfam, κάθε 30 ώρες ένας νέος δισεκατομμυριούχος δημιουργείτο κάπου στην γη. Στις ΗΠΑ, οι αμοιβές των CEO ήταν 344 φορές μεγαλύτερες από το μισθό ενός μέσου εργαζόμενου, όταν το 1965 ο αντίστοιχος λόγος ήταν 1 προς 21.

Το συμπέρασμα που παρουσίασε στο Νταβός το Κλαμπ της Ρώμης και ο οργανισμός Earth4all είναι πως -αν κάτι δεν αλλάξει γρήγορα και δραματικά- οι κοινωνικές εντάσεις θα αυξηθούν με γεωμετρικό ρυθμό τα επόμενα χρόνια, η άνοδος των λαϊκιστών θα είναι ραγδαία και η φθορά των δημοκρατικών θεσμών και της εμπιστοσύνης αναπόφευκτη. Κινδυνεύουμε, έτσι, να βρεθούμε σε έναν θανάσιμο φαύλο κύκλο. Η έξαρση των ανισοτήτων ανοίγει τον δρόμο στους λαϊκιστές, η άνοδος των οποίων- όπως έχει δείξει πολύ πειστικά η ανάλυση του Μάρτιν Γουλφ για τον «πλούτο-λαϊκισμό» του Τραμπ- θα μεγεθύνει τις ανισότητες.

Δεν είμαστε «θωρακισμένοι» απέναντι στους κινδύνους αυτούς- κι ας επιβιώσαμε της μεγαλύτερης οικονομικής βύθισης από το μεγάλο κραχ της δεκαετίας του 30, όπως μας θύμισαν προχθές οι Financial Times, κι ας άντεξε η ελληνική δημοκρατία το μεγαλύτερο κοινωνικό σοκ που έχει υποστεί χώρα της Δύσης από τον πόλεμο κι ύστερα.

Με όσα αντισώματα κι αν μας προίκισαν τα χρόνια της φωτιάς, η εικόνα είναι γεμάτη απειλές. Όπως συζητήθηκε αυτές τις ημέρες, με αφορμή ένα άρθρο των F.T., η Ελλάδα, με όλη την εντυπωσιακή της ανάκαμψη, τους υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ρυθμούς ανάπτυξης και μείωσης του δημόσιου χρέους, παραμένει μια οικονομία εκτεθειμένη σε μεγάλους εσωτερικούς και διεθνείς κινδύνους.  Οι πραγματικές αμοιβές, μεταξύ 2007 και 2022 μειώθηκαν κατά 30%. Ο πληθυσμός της, που το 2009 ζούσε με ένα επίπεδο ευημερίας κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι σήμερα ο δεύτερος φτωχότερος στην Ευρώπη μετά την Βουλγαρία.

Και ο πολιτικά πιο ευαίσθητος και επικίνδυνος δείκτης- ο δείκτης της «υποκειμενικής φτώχειας»- είναι στην Ελλάδα υψηλότερος από οπουδήποτε αλλού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται «φτωχοί», που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους και δεν απολαμβάνουν το επίπεδο ευημερίας που πιστεύουν ότι δικαιούνται, είναι στην Ευρώπη το 25% του πληθυσμού. Στην Βουλγαρία, που είναι δεύτερη πίσω από την Ελλάδα στον σχετικό πίνακα, εκείνοι που αισθάνονται φτωχοί είναι 4 στους 10. Στην Ελλάδα είναι 7 στους 10! Το εύρημα θα έπρεπε να σημάνει πολιτικό συναγερμό. Αλλά κανείς δεν φαίνεται ν’ ακούει την καμπάνα.

Η απάντηση που έδωσε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός στην προχθεσινή του συνέντευξη, πως «ο βασικός λόγος για τον οποίο ανεβαίνει η ακροδεξιά στην Ευρώπη έχει να κάνει με το μεταναστευτικό», είναι προφανώς η λάθος απάντηση. Κι αν μεν είναι μια λάθος απάντηση που διατυπώνεται για πολιτικούς λόγους, επειδή ακούγεται καλύτερα στα αυτιά ενός συντηρητικού ακροατηρίου, μικρό το κακό. Μα αν την πιστεύει κιόλας ο πρωθυπουργός, ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Γιατί αποκλείεται να λύσει κανείς ένα πρόβλημα, αν πρώτα δεν το αναγνωρίσει.

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!