Μπορεί ο Σπ. Λίτσας να τιτλοφορεί το βιβλίο του για τις διεθνείς σχέσεις με αναφορά σε «θεωρητικούς αναστοχασμούς», ωστόσο από την αρχή της προσέγγισής του γίνεται φανερό ότι βλέπει τον κλάδο που διακονεί ως «μελέτη της δράσης, διάδρασης αλλά και της απουσίας παρέμβασης των κρατών στο διεθνές περιβάλλον» με κλίση της κεφαλής στους Ed. Carr και H. Morgenthau. [Μολονότι μιλά για τον 21ο αιώνα ως «Αιώνα των Μαύρων Κύκνων», έχοντας περιλάβει εδώ την περιβαλλοντική/κλιματική κρίση, την πανδημία της Covid-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν πρόλαβε τη περίπτωση της Γάζας. Όπου κατεξοχήν η «απουσία παρέμβασης» της διεθνούς κοινότητας, ιδίως δε των ΗΠΑ, έπαιξε/παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκδίπλωση της άνευ ορίων στάσης «επιθετικής άμυνας» του Ισραήλ…].
Ωστόσο, όπως γλαφυρά/αφοπλιστικά αφηγείται επιλογικά, αφού δηλαδή ολοκληρώσει την ανάλυσή του στα διάφορα επίπεδα προσέγγισης των Διεθνών Σχέσεων – από την διάσταση της Ισχύος μέχρι την ανάλυση του ρόλου της Διπλωματίας, από την λειτουργία του Φόβου μέχρι την υπόσχεση των Συμμαχιών – εκείνο που επικρατεί σ’ αυτήν την στροφή των πραγμάτων, δηλαδή της αμερικανικής κυριαρχίας στις Διεθνείς Σχέσεις (της αυτοπεριγραφόμενης ως κυριαρχίας, αλλ’ αυτή είναι άλλη ιστορία!) εκείνο που τον εκφράζει είναι μια σχεδόν στοργική ενασχόληση με την Θεωρία. Εξηγεί δηλαδή ο Σπ. Λίτσας πως αυτό που απασχολεί δεν είναι τόσο το «τι θα γίνει;» ή πώς αποτυπώνονται οι γεωπολιτικές ισορροπίες, αλλά ποιο θεωρητικό σχήμα εξηγεί την Μεγάλη Εικόνα.
Πού αρχίζει και που τελειώνει ο κλασικός ρεαλισμός; Τι συνεπάγεται η έδραση στο συμφέρον (των κρατών) και τι η υπόθεση (ή μήπως η ευχή;…) να θεωρούνται ορθολογικοί οι δρώντες/actors του συστήματος; Πώς λειτουργούν (και πώς όχι) οι συμμαχίες; Πώς καταλήγουμε στον πόλεμο ως «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» κατά Κλάουζεβιτς; Τι θέση διεκδικεί/τι θέση κατακτά ο Ιδεαλισμός, με πιο πρόσφατη διακλάδωση εκείνη που βαφτίζεται φιλελευθερισμός (διερωτάται κανείς πώς θα χαρακτήριζε ο Καντ ή ο Ρώλς – και πάντως ο «πατέρας» των Ηνωμένων Εθνών Γούντροου Ουίλσον – την σημερινή βουλγκάτα); Πώς, ακόμη, μπήκε στην μέση ο Μαρξισμός και τι διατηρείται απ’ εκείνο το πέρασμα; Πώς εμφιλοχώρησε/πόσο πέτυχε η κριτική προσέγγιση ώστε να δώσει μορφές «κονστρουκτιβισμού» με κορύφωση είτε εμπειρική, είτε κοινωνιολογίζουσα;
Παρένθετη – αλλά διόλου περιθωριακή – η συνεισφορά εδώ ενός κεφαλαίου από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, «Διεθνές Δίκαιο και Διεθνείς Σχέσεις», όπου εξαρχής διευκρινίζεται ότι «σύνθετα ζητήματα ιστορικού , γεωπολιτικού, οικονομικού, αξιακού και πολιτιστικού χαρακτήρα» (χαρακτηριστικά ευρεία η ανάγνωση του πεδίου των Διεθνών Σχέσεων κατά ΒΒ…) «δεν μπορούν προφανώς να αντιμετωπισθούν ως πρωτίστως ή κυρίως νομικά». Διαβάζοντας αυτήν και μόνο την αποστροφή, αναστοχάζεται κανείς – κοντά μας, άμεσα! – την πορεία π.χ. των Ελληνοτουρκικών στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.. Όμως, «η νομική παράμετρος, η επίκληση της διεθνούς νομιμότητας […] για την ακρίβεια η προβολή νομικά τεκμηριωμένων ισχυρισμών είναι μια από τις κρίσιμες όψεις της διεθνούς πολιτικής [που] συνδέεται με την συνεχή διεκδίκηση της νομιμοποίησης, της πειστικής θεμελίωσης και της διεκδίκησης της ευρύτερης αποδοχής πολιτικών επιλογών στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας». Πάλιν ας ξαναδιαβαστεί με τα Ελληνοτουρκικά κατά νουν…
Γι αυτό, ακριβώς, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα των Διεθνών Σχέσεων η πραγμάτευση, στην συνέχεια της ανάλυσης Β.Β., της απαγόρευσης χρήσης βίας (ή της απειλής για χρήση βίας) από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ακόμη, για την προσχηματική άσκηση του δικαιώματος αυτού και την κατάχρηση της νόμιμης άμυνας ως αιτιολογίας (και μάλιστα της προληπτικής άμυνας), ή για την οριοθέτηση της ένοπλης επίθεσης, ιδίως τώρα υπό το φως/υπό την σκιά του πολέμου στην Ουκρανία ή των ακραία βίαιων εξελίξεων στην Γάζα…
Υπό μιαν έννοια, η παρέμβαση Β. Βενιζέλου σ’ ένα βιβλίο Διεθνών Σχέσεων «προσγειώνει» αντιλήψεις και πεποιθήσεις σχετικά με την λειτουργικότητα του Διεθνούς Δικαίου ως όπλου/εργαλείου. Κι αυτό είναι χρήσιμο, υπό ελληνικές συνθήκες. Αντίστοιχα προσγειωτική, ωστόσο, είναι και η λειτουργία εξισορρόπησης που κάνει η προσέγγιση του Σπ. Λίτσα όπως όταν, για παράδειγμα, ανατέμνει την λογική των συμμαχιών («θεμέλιος λίθος της Συμμαχίας είναι η εξυπηρέτηση του κάθε κράτους που μετέχει σε αυτήν [αλλά] ο μηχανισμός που την κρατά σε κίνηση είναι το Pacta sunt Servanda». Οπότε άμα υπάρξει υποψία για μη-τήρηση των δεσμεύσεων των συμμετεχόντων ή, πολύ περισσότερο, «ευθεία αμφισβήτηση του κύρους τους, τότε τα κράτη […] θα αναζητήσουν άλλους γάμους συμφέροντος για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους». Η εξισορρόπηση της απειλής, πάντα στην πρώτη γραμμή της συζήτησης.
Την ίδια, αλλά πιο στενάχωρη (ας επιτραπεί η χρήση ενός τέτοιου όρου…) είναι η προσγείωση του αναγνώστη που επέρχεται από την πραγμάτευση του Φόβου και του Δέους ως εννοιών οδηγητικών των συμπεριφορών από μέρους των συντελεστών/δρώντων των Διεθνών Σχέσεων. Με τον μεν πρώτο να ορίζεται ως αντίδραση απέναντι σε μια απτή απειλή (που ενεργοποιεί ένστικτο αυτοσυντήρησης), το δε δεύτερο ως απρόβλεπτη αντίδραση σε μη απτή απειλή (που γίνεται αισθητή λόγω «συλλογικών δεισιδαιμονιών, ή εσφαλμένης μεταφοράς πληροφοριών, ή και της ίδιας της προπαγάνδας του αντιπάλου»). Με την μια διόδευση ή με την άλλη, καταβάλλουν το συλλογικό συνειδητό (ο Φόβος) ή πάλιν οδηγούν σε εσωτερική κατάρρευση μπροστά στην αναμονή (κατά Samuel Beckett) της έλευσης του Γκοντό (το Δέος).
Ο Σπ. Λίτσας δεν κάνει ρητά την προσγείωση στην τωρινή – ψέματα! στην διήκουσα – ελληνική εμπειρία. Ωστόσο η ανάλυσή του και ως προς αυτό καλό θα ήταν να διεκδικήσει μια θέση στην (όποια) δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα…