Η έκθεση Λέττα έκλεψε δικαιολογημένα την παράσταση τις τελευταίες μέρες και, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αλλά ήδη θορυβώδη έκθεση Ντράγκι, άφησε πολύ λίγο χώρο για μια νηφάλια αποτίμηση των συμπερασμάτων του προχθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Έτσι, στις πρώτες εντυπώσεις αποτυπώθηκε, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, μια απογοήτευση από την απουσία συγκεκριμένων αντιδράσεων ή/και απαντήσεων στις ρηξικέλευθες προτάσεις του Ενρίκο Λέττα.
Είναι αλήθεια ότι στα συμπεράσματά τους οι 27 απέφυγαν κακοτοπιές που για ορισμένους από αυτούς είναι ακόμη πολύ δύσβατες αν όχι και απρόσιτες. Παράδειγμα, ούτε καν ακούμπησαν την ανάγκη αντιμετώπισης των στρεβλώσεων των σημερινών κρατικών ενισχύσεων και την πρόταση, μερικής έστω, υποκατάστασής τους από ευρωπαϊκές, επισείοντας μόνο την απειλή των επιδοτήσεων των εκτός ΕΕ ανταγωνιστών. Ούτε βέβαια υπήρξε οποιαδήποτε νύξη για ευρωομόλογο ή για πόρους του ESM που - όπως προτείνει ο Λέττα - θα ενισχύουν την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, στην οποία, σημειωτέον, γίνεται μόνο μια εν παρόδω αναφορά. Ακόμη, πλήρης είναι η σιωπή των συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την προτεινόμενη από την έκθεση Λέττα επέκταση της ενιαίας αγοράς στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας και της αμυντικής βιομηχανίας -με την εξαίρεση, ίσως, του τομέα της ενέργειας, στον οποίο αφιερώνεται μια παράγραφος, όπου με τη μορφή γενικόλογων στόχων επιδιώκεται να περιληφθούν κάποιες από τις, αντιθέτως, συγκεκριμένες, λεπτομερείς και με χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, προτάσεις της έκθεσης.
Θα ήταν όμως άδικο για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αποτιμηθούν τα τελευταία συμπεράσματά του ως προς την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία χωρίς να ληφθούν υπόψη όσα αποφάσισε ένα μήνα πριν, στην τακτική συνεδρίασή του τον Μάρτιο, όπου, με όση σαφήνεια επέτρεπαν οι συσχετισμοί δυνάμεων γύρω από το τραπέζι, προτρέπει «να βελτιωθεί η πρόσβαση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση» καλώντας το Συμβούλιο και την Επιτροπή «να διερευνήσουν όλες τις επιλογές για την κινητοποίηση χρηματοδότησης». Παράλληλα, δε, καλεί την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων «να αναπροσαρμόσει την πολιτική της για τη δανειοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας». Ας σημειωθεί ότι η Τράπεζα, πριν δέκα ημέρες, ήδη συμμορφώθηκε με αυτή την υπόδειξη. Πρόκειται για ένα πρώτο και σημαντικό βήμα στον μαραθώνιο που ήδη ξεκίνησε.
Η μουδιασμένη στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έναντι της έκθεσης Λέττα, αντανακλάται για τον υποψιασμένο αναγνώστη των προχθεσινών συμπερασμάτων του, και στο ότι δεν δίνεται, ως κατά κανόνα είθισται, εντολή στην Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις επί της έκθεσης αλλά αόριστα «καλεί την τρέχουσα και την επόμενη Προεδρία του Συμβουλίου να προωθήσουν τις εργασίες σχετικά με τις συστάσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν έως το τέλος του έτους», διατύπωση που δεν δεσμεύει ούτε χρονικά (πώς θα μετρηθεί η προώθηση;..) ούτε επί της ουσίας. Χωρίς να λησμονείται ότι η αμέσως επόμενη Προεδρία είναι της Ουγγαρίας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Αντίθετα προς τα λοιπά θέματα της έκθεσης Λέττα, σημαντικό μέρος των συμπερασμάτων αφιερώνεται στην Ένωση Κεφαλαιαγορών, με σαφείς οδηγίες προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή για την «προώθηση χωρίς καθυστέρηση» όλων των αναγκαίων μέτρων, τα κυριότερα εκ των οποίων απαριθμούνται λεπτομερώς, πλησιάζοντας αρκετά τις αντίστοιχες προτάσεις Λέττα. Είναι σαφές, όπως άλλωστε είχε φανεί από τις πριν τη συνεδρίαση δηλώσεις του Σαρλ Μισέλ, ότι η ειδική και προνομιακή μεταχείριση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών χρησιμοποιήθηκε από το μπλοκ των βορείων χωρών ως μέσο άμβλυνσης των πιέσεων των νοτίων για πρόβλεψη πρόσθετης χρηματοδότησης της αμυντικής βιομηχανίας. Αυτό όμως κατ’ ουδένα τρόπο μειώνει την αξία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, τόσο αφ’ εαυτής όσο και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση γενικότερα, και ήδη πρέπει να καταχωρηθεί στα σημαντικά κεκτημένα της μεγάλης διαπραγμάτευσης που εν τοις πράγμασι έχει ήδη αρχίσει.
Ως προς τα λοιπά σημεία των συμπερασμάτων, εάν κάποιος χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο μεγεθυντικό φακό, θα μπορέσει να διακρίνει ότι η ανάδειξη της ανάγκης για «μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία για την ανταγωνιστικότητα η οποία θα εδράζεται σε μια πλήρως ολοκληρωμένη αγορά» μόνο αθώο ευχολόγιο δεν είναι. Ανάλογη πρέπει να είναι και η ερμηνεία της δέσμευσης «να αναλάβει (η ΕΕ) αποφασιστική δράση για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, την ευημερία και τον ηγετικό της ρόλο στην παγκόσμια σκηνή» καθώς και της παραδοχής ότι « …δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων ….η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, με βάση τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της».
Θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει ότι αυτά τα έχουμε ακούσει και άλλοτε. Συχνά στην ιστορία της ΕΕ «η καρδία πρόθυμος αλλ’ η σαρξ ασθενής». Παράδειγμα, ποια είναι σήμερα η τύχη του μεγαλεπήβολου στόχου της Στρατηγικής της Λισαβόνας, να καταστεί η οικονομία της ΕΕ πριν από το 2010 «η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο»; Την απάντηση όμως σε αυτή την καθ΄ όλα εύλογη αντίρρηση, τη δίνει ο Ενρίκο Λέττα στην αρχή της έκθεσής του, με τη διαπίστωση ότι «η Ενιαία Αγορά (και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα συμπληρώναμε) γεννήθηκε σε έναν μικρότερο κόσμο». Ναι, ο κόσμος μεγάλωσε από τότε και απαιτεί μεγάλες απαντήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε ότι τα μεγάλα ζητήματα δεν μπορούν πλέον να είναι αντικείμενο ανέξοδων διακηρύξεων αλλά βρίσκονται πάνω στο τραπέζι της απαιτητικής πραγματικότητας και ζητούν επιτακτικά απαντήσεις.
Τα συμπεράσματα των δύο τελευταίων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, μαζί με τις συμπαρομαρτούσες και ενίοτε δραματικές διεθνείς και λοιπές εξελίξεις, επιτρέπουν, αν όχι και ενθαρρύνουν, μια τέτοια ανάγνωση. Η δε πολυαναμενόμενη έκθεση Ντράγκι, που θα θέτει διλήμματα σχετικά με αυτήν καθ’ εαυτήν την επιβίωση της Ευρώπης, θα ταράξει ακόμη περισσότερο τα ήδη ταραγμένα νερά. Όλα πάντως δείχνουν ότι ανεξάρτητα από κοντόφθαλμες αντιμετωπίσεις και στενώς νοούμενα συμφέροντα, ανεξάρτητα από ενδοιασμούς και συγκυριακά πισωγυρίσματα, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη διαπραγμάτευση, που πρέπει να οδηγήσει σε μια μεγάλη συμφωνία, ένα grand bargain για τη νέα Ευρώπη. Και πρέπει όλοι να λάβουμε θέσεις. Όχι, δε, μόνον εν όψει ευρωεκλογών.