Νομιμοποιείται ο αναγνώστης να διερωτηθεί πόθεν ο τίτλος του βιβλίου, που απαιτεί γνώσεις βοτανικής για να οδηγηθεί στο περιεχόμενο – το οποίο περιεχόμενο επιχειρεί να κεντρίσει την δημόσια συζήτηση γύρω από θέματα όπως το τι αποτελεί συντήρηση και τι πρόοδο σήμερα (απ’ εκεί και ο υπότιτλος του βιβλίου). τι σημαίνει συναίνεση (και τι, ως προϋπόθεση) είναι η συνεννόηση. πώς λειτουργεί η ακρίβεια για τα νοικοκυριά και τι την διακρίνει από την πραγμάτευση του φαινομένου του πληθωρισμού. ή ακόμη πώς προσεγγίζεται η Ελλάδα σε φόντο Ευρώπης (με το παγκόσμιο να διεκδικεί την αναμέτρηση με το τοπικό).
Για να μην μένουν όμως αναπάντητες απορίες: Είναι η γυψοφύλλη ένα αειθαλές φυτό/λουλουδάκι άσημο που αναπτύσσεται σε πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη – άγονα, όπως λίγο-πολύ όλη η Ελλάδα. Χαρακτηριστικό του η ανθεκτικότητα, μόνη του απειλή ο μύκητας ριζοκτονία. Ο Θ. Σκορδάς το θέλει να συμβολίζει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας , με μόνη απειλή την απομάκρυνση από τις ρίζες… (Όποιος το βρίσκει τραβηγμένο, ας θυμηθεί πώς ο Τζώρτζ Όργουελ είχε γράψει – εποχές Μεσοπολέμου - το Keep the Aspidistra Flying. Ένα μυθιστόρημα, με τίτλο από ένα πλατύφυλλο φυτό που κάθε αστικό/βρετανικό σπίτι της εποχής είχε στο καθιστικό ή στην είσοδό του, σύμβολο της ευμάρειας. Στην πλοκή του Όργουελ ο ήρωας έχει την τάση να πορευθεί προς αριστερές/επαναστατικές ιδέες προκειμένου να εφεύρει τον εαυτό του ως λογοτέχνη. Δεν τα πολυπάει καλά, κινδυνεύει να χάσει και την καλή του, όμως τελικά προσγειώνεται/νοικοκυρεύεται/αστικοποιείται).
Ας επιστρέψουμε όμως στο βιβλίο του Θανάση Σκορδά – γραμμένο άλλωστε την εποχή αναστοχασμού που έφερε η καραντίνα της Covid-19 – ο οποίος κάνει την επιλογή να φιλοξενήσει κάτω από μια στέγη που αυτο-χρωματίζεται ως συντηρητική μια σειρά από προσεγγίσεις οι οποίες έρχονται να αναδείξουν (και να αντιμαχηθούν) την «απουσία κουλτούρας συνεννόησης και συνεργασίας, τόσο στην ιδιωτική σφαίρα όσο και στην δημόσια», με «την λειτουργία του κοινωνικού συνόλου να χαρακτηρίζεται [δηλαδή να ανακόπτεται] από το πολιτικό κόστος». Μια διαδικασία που ο ίδιος την έζησε από κοντά στο πεδίο της πολιτικής τα υπέρθερμα χρόνια 2010-2014, αλλά και στα πλαίσια της επιχειρηματικής δράσης τόσο προηγουμένως όσο και στην συνέχεια.
Με αυτή, λοιπόν, τη βάση ο Θ. Σκορδάς έρχεται να καταθέσει σκέψεις και προσεγγίσεις για μιαν ευρύτερη γκάμα θεμάτων. Το ρόλο του κράτους στην εποχή των κρίσεων – μετά την πανδημία, ήρθαν οι πόλεμοι και η ενεργειακή κρίση – ρόλο «άχαρο, αλλά ταυτόχρονα και απαραίτητο». Το δίπολο του δημογραφικού και της Παιδείας, με την αναγνώριση ότι παρόμοια σημαντικά ζητήματα «δεν λύνονται χωρίς ευρύτατη πολιτική και κοινωνική συναίνεση». Την αναζήτηση των δυνατοτήτων της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, όπου ο ρόλος της «είναι πολύ πιο σημαντικός στην Ελλάδα απ’ όσο στην υπόλοιπη Ευρώπη».
Και ακόμη: Διερώτηση αν η ακρίβεια ήρθε για να μείνει (αυτό, αρκετά προτού αναπτυχθεί μέχρι και από τον Διοικητή ΤτΕ η συζήτηση περί «πληθωρισμού απληστίας»), με έκκληση για μη εφησυχασμό αλλά και με την παρατήρηση ότι «πολιτικές μη-στοχευμένων επιδομάτων αντί πολιτικών ενίσχυσης της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας τρέφουν αντί να πολεμούν το τέρας της ακρίβειας». Συνηγορία υπέρ των ψηφιακών/αχρήματων συναλλαγών, ως μέσου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής (30% του ΑΕΠ στον χώρο της παραοικονομίας), πλην με έμφαση στον παραλογισμό των υψηλών τραπεζικών χρεώσεων με τις οποίες «εξαϋλώνεται» μια ολόκληρη κατηγορία συναλλαγών και «αφαιρείται εισόδημα από τους πολίτες, [πράγμα] οικονομικά αναποτελεσματικό, πολιτικά άστοχο και κοινωνικά βαθύτατα ανήθικο».
Και, ακόμη παραπέρα: Αναζήτηση κατεύθυνσης για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα στην Ευρώπη, σε μια εποχή κίνησης των τεκτονικών πλακών του διεθνούς συστήματος (εδώ: Η συζήτηση πριν την πλήρη εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, αν και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), με επισήμανση ότι «βλέποντας το δέντρο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ, χάνουμε το δάσος της ανάπτυξης». Συμμετοχή στην συζήτηση εκείνη που θέλει το προσπέρασμα της ομοφωνίας/την εγκατάλειψη του βέτο ως προϋπόθεση μετεξέλιξης της ΕΕ, «θέμα που δοκιμάζει τα όρια της Ευρώπης και απειλεί την ενότητά της, την ώρα ακριβώς που απαιτείται η μέγιστη συναίνεση». Ή ακόμη προσεγγίσεις στο εντεινόμενα προβληματικό δίπολο προσέγγισης κλιματικής αλλαγής και ενεργειακής κρίσης, με αναφορά μέχρι και στην πυρηνική ενέργεια (παρά τις «υπαρκτές και λογικές επιφυλάξεις, σε μια σεισμογενή χώρα») και πάντως με συνεχή παραπομπή στις εξελισσόμενες τεχνολογίες που μπορούν να οδηγήσουν την ενεργειακή μετάβαση…
Κορφολογήσαμε από την κατάθεση του Θανάση Σκορδά σ’ ένα φάσμα θεμάτων όπου – κατά την δική μας ανάγνωση – εκείνο που προέχει είναι η αναζήτηση προσεγγίσεων κοινού νου (όπως θάγραφε και ο Γιάννης Μαρίνος παλιότερων εποχών…) σε κάθε στροφή των πραγμάτων. Ο ίδιος άλλωστε παρατηρεί ότι η νομοθέτηση «παρά τις όποιες βραχύβιες εξαιρέσεις […] εξαρτάται από συμφέροντα που αναπαράγουν τα προνόμια μεγάλου μέρους της πολιτικής, επιχειρηματικής και γραφειοκρατικής ελίτ». Ενώ λοιπόν αυτοκατατάσσει την προσέγγισή του στην συντηρητική ματιά στα πράγματα, με την διευκρίνηση ότι η έννοια της ελευθερίας φέρει γι αυτόν «εγγενώς τον μανδύα της ευθύνης για τον πολίτη», την στιγμή που «στην χώρα μας [αποκλείονται] οι αναφορές στις υποχρεώσεις που έπονται των δικαιωμάτων, παραμελώντας την ευθύνη». Σε σημείο που – γι αυτόν – «το επίτευγμα της ευνομίας και της τάξης αντιμετωπίζεται ως μια εξωτική φιλοδοξία». Ηχεί η διατύπωση αυτή, σε κάποιες στροφές της, ως προσέγγιση συντηρητική. σε άλλες όμως παραπέμπει περισσότερο σε εκδοχές του ορθολογικού – αν μη του αυτονόητου.
Αντίστοιχη άλλωστε κι η προλογική συνεισφορά του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος καλωσορίζει «πλούτο του συντηρητικού λόγου» στην δουλειά του Θανάση Σκορδά, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει την «ποικιλομορφία μιας σκέψης άγνωστης στο ευρύ κοινό» – παραπέμποντας μάλιστα σε τρόπους ισότιμης συμμετοχής στον παραγόμενο πλούτο ή/και σε προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αξιοποίηση και υπέρβαση συντηρητικών ιδεών, μάλλον, παρά περιχαράκωση σε αυτές θα ήταν εκείνο που θα κρατούσαμε από αυτήν την δουλειά αναζήτησης.