Κάθε δολοφονία έχει την τραγικότητά της. Η προχθεσινή είχε επιπλέον μία: Έγινε μπροστά στα μάτια της σκοπού ενός αστυνομικού τμήματος. Όπου είχε απευθυνθεί για βοήθεια το θύμα. Εύλογη η αγανάκτηση – και δεν είναι η πρώτη φορά.
Πόσο ανυπεράσπιστοι; Ιδίως όταν δεν είναι έκπληξη η επανάληψη βιαιοπραγίας στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Τα στατιστικά είναι σαφή, όλοι τα γνωρίζουμε: Η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι οι γυναίκες και μετά τα παιδιά.
Είναι άραγε λύση η αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία»; Πιθανόν οι 9 στους 10 θύτες να αδιαφορούν. Ωστόσο το να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ότι δηλαδή στις συγκεκριμένες δολοφονίες δεν υπάρχουν μόνο ατομικά κίνητρα αλλά και κίνητρα που έχουν να κάνουν με τα γνωστά έμφυλα στερεότυπα, είναι ένα μήνυμα στις γυναίκες , ως μια κοινωνική ασπίδα που τους χρωστάμε.
Θα λύσει όμως το πρόβλημα; Προφανώς όχι. Άλλωστε, με κάποιο τρόπο όλα καταλήγουν στην αχίλλειο πτέρνα της κοινωνίας μας: Η δημόσια διοίκηση λειτουργεί, σαν να λειτουργεί, συχνά με υπαρκτές δικαιολογίες (λίγο προσωπικό, λίγα μέσα, λιγότερη διάθεση). Ή και με πλήρη αδιαφορία, ελέω της προβληματικής διαδικασίας λογοδοσίας και της κακώς εννοούμενης συνδικαλιστικής κάλυψης.
Προχθές, σ’ ένα ουζερί του Πειραιά, άκουσα τρεις ναυτικούς του εμπορικού ναυτικού να συζητούν για την υπόθεση της 12χρονης: «Και που να ξέρω εγώ ρε φίλε ότι είναι 12χρονη; Το γράφει στο κούτελό της ή να ζητάω ταυτότητα σε κάθε λιμάνι;»
Θέλω να πω ότι έχουμε κι εμείς οι πολίτες μια μάχη που μας αναλογεί: Υπάρχουν ριζωμένες αντιλήψεις, βαθιές τόσο, που αίφνης μας εκπλήσσουν, όσο και τις αμερικανίδες η απαγόρευση των εκτρώσεων, επειδή εκεί υποτίμησαν τη θρησκευόμενη δεξιά .
Έτσι θα σταλούν και τα κατάλληλα πολιτικά μηνύματα. Πώς αλλιώς;