Στα καθήκοντα κάθε κυβέρνησης είναι και η διαχείριση της κοινής γνώμης. Άλλες κατανοούν αυτήν τη διαδικασία ως μια αναγκαία συνεχή, συστηματική επεξήγηση της στρατηγικής τους στους πολίτες της χώρας, ώστε να την κάνουν κατανοητή και να αίρουν όποια μη αναπόφευκτα εμπόδια στην εφαρμογή της. Αυτό, παράδειγμα, έκανε ο Κ. Σημίτης για να επιτύχει την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ –όταν η ΝΔ, ως αντιπολίτευση, επεδίωκε να την ξαποστείλει στις καλένδες, δήθεν ως mission impossible.
Άλλες, υποκαθιστούν την επεξήγηση της στρατηγικής τους (είτε επειδή δεν έχουν είτε επειδή δεν θέλουν να την ομολογήσουν) με φτηνή προπαγάνδα για να παραμένουν στην εξουσία και να νέμονται το λάφυρο: Το κράτος. Αυτό έγινε, παράδειγμα, μετά το 2004, από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, με την αθλιότητα να αλλάξει τον τρόπο υπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών στο έλλειμμα για να δυσφημίσει την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωζώνη, έως το μεγάλο παραμύθι της «θωρακισμένης οικονομίας» που στήθηκε με πλαστογραφημένα δημοσιονομικά στοιχεία.
Υποτίθεται ότι ορισμένα παθήματα γίνονται μαθήματα. Όχι πάντα, όχι πλήρως.
Παράδειγμα, η συζήτηση για την πρόσφατη απόφαση του Moody’s, που άφησε αμετάβλητη την αξιολόγηση της χώρας αλλά και τις προοπτικές της. Αργούν –είπε- σημαντικές μεταρρυθμίσεις, η οικονομία είναι ευάλωτη σε ένα υφεσιακό γύρισμα της Ευρώπης (βλέπε το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών), είναι εύθραυστη (στηρίζεται υπέρμετρα σε τουρισμό και ναυτιλία) και, τέλος, παρά τη βελτίωσή τους υστερεί η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών. Τί (είπε πως) κατάλαβε η κυβέρνηση; Ότι ο διεθνής οίκος χαιρετίζει την πρόοδο που ‘χει γίνει και προεξοφλεί νέες θετικές εξελίξεις στην οικονομία…
Η αλήθεια είναι ότι οι θετικές εξελίξεις δεν είναι δεδομένες και, με τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι οι πιθανότερες. Τα στοιχεία: Από την αρχική εκτίναξη της μεγέθυνσης μετά την πανδημία, που υποστηρίχτηκε από περίπου 60 δισ. ευρώ ενισχύσεις κι επιδοτήσεις, οι ρυθμοί μεγέθυνσης πέφτουν (από 5,6% το 2022 σε 2% πέρυσι), στο πολύ μεγάλο μέρος τους μάλιστα οφείλονται στην κατανάλωση, οι επενδύσεις γενικώς υστερούν (11 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τις προβλέψεις) και ειδικώς είναι κατ’ ευφημισμό επενδύσεις –τοποθετήσεις σε ακίνητα είναι, όχι δαπάνες που αυξάνουν κατά τι το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Που θα βρεθούμε αν φυσήξει ύφεση στην Ευρώπη; Δύο επισημάνσεις:
Μία, αντί σχολίων, οι φρέσκες προβλέψεις της Eurostat: Το 2021 πρόβλεπε ότι η μέση ετήσια μακροχρόνια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ μέχρι το 2070 θα είναι 1,2%. Πέρυσι, μείωσε αυτή την πρόβλεψη σε 1,1%. Και, λαμβάνοντας υπόψη το νέο δημοσιονομικό καθεστώς που θα ισχύσει από 1.1.2025, κατέβασε κι άλλο την πρόβλεψή της: Τώρα προβλέπει ότι η μέση ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ την περίοδο 2026-2035 θα είναι 0,8% -όση περίπου είναι η πρόβλεψη και του ΔΝΤ. Τι σημαίνει αυτό; Μπορεί να έχουμε 2-3 χρόνια ευφορίας μπροστά (λόγω πληθώρας κεφαλαίων από ευρωπαϊκά ταμεία και πληθωρισμό κερδών) αλλά αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε έτσι, ανέμελα, με ορίζοντα τη μύτη μας, πάμε σε τοίχο.
Δεύτερη επισήμανση: Ανεξάρτητα από όσα λέει για να διαχειριστεί την κοινή γνώμη, λίγο πολύ αυτό το καταλαβαίνει η κυβέρνηση. Γι΄ αυτό, στο Μαξίμου έχουν αρχίσει να εξετάζουν πώς θα ενισχύσουν τα κεφάλαια των τραπεζών άμεσα: Η σκέψη είναι μήπως αντικατασταθούν εν μέρει ή στο σύνολό τους τα (λογιστικά) κεφάλαια του αναβαλλόμενου φόρου (κάτι λιγότερο από 14 δισ. ευρώ) με ομόλογα που θα εκδώσει το ελληνικό δημόσιο. Ώστε αν/όταν συναντηθούμε με την ύφεση στα επόμενα χρόνια, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να μην βρεθεί εκτεθειμένο σε μείζονες κινδύνους. Συμφωνείς ή διαφωνείς, αυτή η σκέψη έχει μια λογική. Αυτό που δεν έχει λογική είναι το παραμύθι -πάλι- ότι η ελληνική οικονομία είναι ζηλευτή, είναι και θωρακισμένη.