Στις 10 Φεβρουαρίου 2024, οι υπουργοί Οικονομίας 11 κρατών-μελών της ΕΕ έστειλαν κοινή επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
«Οι κρατικές ενισχύσεις για μαζική παραγωγή και εμπορικές δραστηριότητες μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα, όπως είναι ο κατακερματισμός της Εσωτερικής Αγοράς, ο επιβλαβής ανταγωνισμός επιδοτήσεων μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών και η αποδυνάμωση της περιφερειακής ανάπτυξης» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο έγγραφο, το οποίο καλεί την Επιτροπή «να επιδείξει στο θέμα μεγάλη προσοχή, καθώς οι ζημιές μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερες από τις όποιες θετικές επιπτώσεις».
Το κείμενο φέρει τις υπογραφές της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ιρλανδίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας και του Βελγίου. Όχι όμως και της Ελλάδας, όπως επεσήμανε στο Δελτίο του της 2ας Μαρτίου το K-Report, θέτοντας το εύλογο ερώτημα, γιατί, ενώ είναι προφανές ότι και οι ελληνικές επιχειρήσεις υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό, η ελληνική υπογραφή απουσιάζει.
Η κίνηση των «11» δεν ήρθε βεβαίως ως κεραυνός εν αιθρία. Η στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της ΕΕ, με την χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ξεκίνησε ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο όταν ξέσπασε η πανδημία, μετεξελίχθηκε και επεκτάθηκε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και πλέον αξιοποιείται κατά κόρον για να υποστηριχθεί ο «πράσινος μετασχηματισμός» των επιχειρήσεων. Όχι βεβαίως όλων, αλλά όσων δραστηριοποιούνται στις πιο ισχυρές οικονομίες, σε βάρος των επιχειρήσεων των πιο αδύναμων χωρών. Αλλά και σε βάρος της ακεραιότητας της Ενιαίας Αγοράς, της οποίας το «Ευαγγέλιο» ήταν πάντοτε οι κανόνες υγιούς ανταγωνισμού ( level playing field) μεταξύ μας.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει το πρόβλημα.
Η Επίτροπος Ανταγωνισμού Margrethe Vestager δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι δυο κράτη-μέλη από τα 27, η Γερμανία και η Γαλλία, διέθεσαν το 80% των κρατικών ενισχύσεων που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν από την περίοδο της πανδημίας και μετά, ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων.
Και έπεται συνέχεια. Γιατί ελλείψει συμφωνίας για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού «Ταμείου Κυριαρχίας» - όπως έχει προταθεί εδώ και μήνες αλλά χωρίς να τύχει καμίας ιδιαίτερης στήριξης - το περίφημο «Πράσινο Βιομηχανικό Σχέδιο» που έχει παρουσιαστεί από την Κομισιόν, εν μέρει και ως απάντηση στον αμερικανικό νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), θα χρηματοδοτηθεί από κρατικές ενισχύσεις!
Δεν μιλάμε λοιπόν για ευρωπαϊκό «Πράσινο Βιομηχανικό Σχέδιο», αλλά για βιομηχανικό σχέδιο των ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης. Η γερμανική κυβέρνηση, δια του υπουργού της των Οικονομικών, επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διαβεβαιώνοντας τους ανησυχούντες εταίρους ότι «δεν ενδιαφέρεται να αυξήσει τις δαπάνες διευρύνοντας τις κρατικές ενισχύσεις». Πριν αλέκτωρ φωνήσαι ωστόσο, και συγκεκριμένα στις 26 του μηνός, η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι ενέκρινε νέα γερμανική επιδότηση, ύψους 1.3 δις. ευρώ, για το «πρασίνισμα» μιας(!) γερμανικής χαλυβουργίας!
Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα που φέρνουν στο προσκήνιο οι «11», ένα πρόβλημα που πρόκειται να απασχολήσει και το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (23-24/03) όπου θα έχει ασφαλώς ενδιαφέρον και η ελληνική θέση.
Το ζήτημα της χαλάρωσης των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού αναδεικνύει το ευρύτερο, σχεδόν υπαρξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη:
Στο σημερινό κόσμο των μεγάλων αβεβαιοτήτων, των γεωπολιτικών συγκρούσεων κι αναταράξεων, των τεράστιων προκλήσεων της τεχνολογικής επανάστασης, είναι σε θέση η Ευρώπη να κάνει τα αναγκαία άλματα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενοποίησης ή θα επικρατήσει η άποψη ότι ο καθένας μπορεί καλύτερα μόνος του;
Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτει και το βιβλίο του Δημήτρη Τσιόδρα «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση: οι περιπέτειες ενός οράματος» και του αξίζουν εύσημα και για το περιεχόμενο αλλά και για το ασύνηθες για τα ελληνικά δεδομένα επίτευγμα, να ανοίγει μια ουσιαστική συζήτηση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, λίγες εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές.
Είναι προφανές ότι στα MEGA προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, όπως είναι οι απειλές ασφάλειας, η κλιματική κρίση, η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η Ευρώπη ως σύνολο μπορεί πολύ περισσότερα και πολύ καλύτερα απ’ ότι ο καθένας μόνος του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την οικονομία γιατί ο διογκούμενος γεωπολιτικός ανταγωνισμός «χρησιμοποιεί» ολοένα και περισσότερο, ολοένα και συχνότερα «οικονομικά εργαλεία» στη μάχη για κυριαρχία. Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη βίωσε βίωσε με επώδυνο τρόπο τις συνέπειες της υπερβολικής εξάρτησης από τρίτες χώρες και με την πανδημία και με την κρίση ενέργειας που ξέσπασε μετά τη ρωσική εισβολή.
Όμως στις μέρες μας τα προφανή δεν είναι και τόσο προφανή κι έτσι η πιθανότητα να ατονήσει αντί να ενισχυθεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι καθόλου αμελητέα. Ο γαλλογερμανικός άξονας, που παραδοσιακά έπαιζε το ρόλο της ατμομηχανής στην πορεία της ενοποίησης, πρακτικά έχει πάψει να λειτουργεί και το κύμα ευρωσκεπτικισμού και ακροδεξιού λαϊκισμού που εξαπλώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι πολύ πιθανό να αποτυπωθεί στην ευρωκάλπη του Ιουνίου.
Εάν σε αυτά προστεθεί και η πιθανότητα επιστροφής του Donald Trump στο Λευκό Οίκο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι κίνδυνοι όχι μόνο για την Ευρώπη ως σύνολο αλλά και για κάθε μια χώρα ξεχωριστά -είτε μιλάμε για τη μικρή (σε έκταση και πληθυσμό) Μάλτα είτε για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τη Γερμανία-είναι μεγάλοι.
Γιατί λοιπόν, ενώ είναι προφανές ότι χρειάζεται ώθηση η ενοποιητική διαδικασία, υπάρχει τόσο ισχυρή τάση υποχώρησης, αναδίπλωσης, εθνικής περιχαράκωσης και κατακερματισμού;
Τα φαινόμενα που παρατηρούμε σήμερα, με την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού, είναι ασφαλώς πολυπαραγοντικά, ωστόσο σε σημαντικό βαθμό οφείλονται και στο χάσμα επικοινωνίας ανάμεσα στην Ευρώπη (τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα) και τους ευρωπαίους πολίτες.
Χάσμα επικοινωνίας με την αμφίδρομη έννοια, της αλληλεπίδρασης και της διάδρασης, όχι με την έννοια της εκ των υστέρων και συχνά αφ’υψηλού ενημέρωσης για τις αποφάσεις .
Το αγροτικό, με τις δεκάδες κινητοποιήσεις που είδαμε τον τελευταίο καιρό στις Βρυξέλλες και αλλού είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο πρωτογενής τομέας είναι ένας τομέας που ήδη δοκιμάζεται σκληρά όχι μόνο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα αλλά και από την «καθημερινότητα» της κλιματικής αλλαγής.
Οι αγρότες έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν πολιτικές μετριασμού της κλιματικής κρίσης.
Όμως οι πολιτικές αυτές και οι εφαρμογές τους στην αγροτική οικονομία (όπως και σε κάθε κλάδο της οικονομίας ) δεν μπορεί να σχεδιάζονται «επί χάρτου» -ή, σωστότερα, σε κλειστά γραφεία, χωρίς να έχει προηγηθεί εξαντλητική συζήτηση και διαβούλευση με αυτούς που καλούνται να τις υλοποιήσουν στην πράξη.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι πολιτικές αυτές ΔΕΝ μπορεί να είναι τιμωρητικές. Το «μαστίγιο» δεν είναι αποτελεσματικό, τρέφει τον ευρωσκεπτικισμό, πρέπει να λειτουργήσουμε με το «καρότο».
Όπως κάνει επί παραδείγματι η κυβέρνηση Biden η οποία επανέφερε τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων αλλά υλοποιεί πολιτικές που συνδυάζουν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας, παρέχοντας ισχυρά ρυθμιστικά αλλά και χρηματοδοτικά/φορολογικά κίνητρα για «πράσινες επενδύσεις». Αδιάψευστος μάρτυρας της επιτυχίας είναι ότι από τα τέλη του 2021 ως τον Απρίλιο του 2023 η πραγματική δαπάνη για κατασκευή εργοστασίων στις ΗΠΑ, διπλασιάστηκε. Ενώ την ίδια περίοδο, η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας συνέχισε τον καθοδικό της δρόμο, οι επενδύσεις «πάγωσαν», ευρωπαϊκές επιχειρήσεις «μετακόμισαν» σε Πολιτείες των ΗΠΑ.
Είμαστε περήφανοι που η Ευρώπη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, αλλά αν θέλει να είναι αποτελεσματική οφείλει να μεριμνήσει σοβαρά για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η κλιματική κρίση είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα.
Δεν έχει πολύ νόημα να μειώνονται οι εκπομπές CO2 στην Ευρώπη και να αυξάνονται αλλού. Πολύ περισσότερο δεν έχει νόημα να υπόκεινται οι ευρωπαίοι παραγωγοί, του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, σε δυσβάστακτες ρυθμίσεις και κόστη και να εισρέουν στην ευρωπαϊκή αγορά προϊόντα τρίτων χωρών, πολύ φθηνότερα και με πολύ χαλαρότερα περιβαλλοντικά και κοινωνικά στάνταρ.
Πρέπει η Ευρώπη να σταματήσει να πυροβολεί τα πόδια της. Μόνος τρόπος είναι η μεγαλύτερη ενοποίηση, δεν είναι ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ μας.
(*) Το άρθρο της Άννυς Ποδηματά στηρίζεται στην ομιλία της κατά την παρουσίαση του βιβλίο του Δημήτρη Τσιόδρα