Αν και οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούν σε περισσότερο από το μισό ΑΕΠ (52,9% το 2022 – έκτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 27 οικονομιών της ΕΕ), το κοινωνικό κράτος υστερεί των περισσότερων ευρωπαϊκών. Κι αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τον τρόπο αξιοποίησης των δαπανών, αλλά ξεκινά από το ύψος τους.
Υγεία: Από το σύνολο των δημοσίων δαπανών, στην Υγεία κατευθύνεται το 11,3%. Κι αν αυτό ακούγεται υψηλό, στην πραγματικότητα δεν είναι, καθώς μόνο στην Ουγγαρία είναι χαμηλότερο, με το μέσο όρο της ΕΕ να είναι 15,5%.
Παιδεία: Χειρότερη είναι η κατάσταση στην Παιδεία, όπου το μερίδιο στην πίτα των δημοσίων δαπανών (7,2%) είναι το μικρότερο στην ΕΕ (μ.ό. 9,5%), με αποτέλεσμα συνολικά να διατίθεται μόλις το 3,8% του ΑΕΠ (χειρότερα μόνο σε Ιρλανδία και Ρουμανία).
Στέγαση: Στη δε στεγαστική πολιτική, στην Ελλάδα διατίθεται μόλις το 0,5% των δημοσίων δαπανών, δηλαδή περίπου το 0,25% του ΑΕΠ (δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ).
Οπότε τι χρηματοδοτούν οι δημόσιες δαπάνες;
Το χρέος: Μια απάντηση επί δεκαετίες ήταν το χρέος. Όντως, και παρά τη ρύθμιση που πέτυχε η κυβέρνηση το 2018, οι δαπάνες για το χρέος στη Ελλάδα παραμένουν τρίτες υψηλότερες στην ΕΕ, τόσο ως μερίδιο των δημοσίων δαπανών (5,1%) όσο και ως κομμάτι του ΑΕΠ (2,7%).
Εξοπλισμοί: Μια δεύτερη απάντηση, διαχρονικά υπήρξαν οι εξοπλισμοί. Το 2022 οι δαπάνες για την άμυνα αποτελούσαν το 4,9% του συνόλου των δαπανών (μόνο τα κράτη της Βαλτικής είχαν μεγαλύτερο μερίδιο), με αποτέλεσμα η Ελλάδα να δαπανά το 2,6% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Μάλιστα η Ελλάδα παραμένει στην πρώτη θέση εάν στις αμυντικές προστεθούν και δαπάνες για εσωτερική ασφάλεια (4,6% του ΑΕΠ έναντι μ.ό. 3%).
Επιδόματα: Στις δύο αυτές διαχρονικές απαντήσεις, τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί η πολιτική των επιδομάτων. Το 2021 ήταν η στήριξη για την πανδημία, όπου η κυβέρνηση δαπάνησε το 10,2% των δημοσίων δαπανών (υψηλότερο στην ΕΕ). Το 2022 ήταν η επιδότηση των καυσίμων, στην οποία κατευθύνθηκε το 7,8% των δημοσίων δαπανών (μόνο στη Βουλγαρία υψηλότερο ποσοστό).
Χάθηκε έτσι η ευκαιρία να κατευθυνθεί σε κοινωνικές πολιτικές, μέρος από τους πόρους που απελευθερώθηκαν από την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι συνθήκες την προηγούμενη τετραετία ήταν βέβαια ιδιαίτερες. Θα φανεί τα επόμενα χρόνια πώς θα αξιοποιηθεί η ελάφρυνση από το βαρίδι του χρέους έστω και προσωρινά (στη δεκαετία του ’30 τελειώνει το «καθαρό μονοπάτι»).
Μάλιστα διαφαίνονται θετικές εξελίξεις και σε σχέση με το δεύτερο βαρίδι – τους εξοπλισμούς. Όχι επειδή θα περιοριστούν στην Ελλάδα αλλά γιατί αυξάνονται παντού στην Ευρώπη, οπότε η ελληνική οικονομία θα πάψει να είναι η μόνη με το συγκεκριμένο βάρος. Το γιατί είναι αυτό σημαντικό, διαφαίνεται ήδη με την ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών στους νέους κοινοτικούς κανόνες για το έλλειμμα.
Τα επόμενα χρόνια, κατά συνέπεια, θα απελευθερωθεί μέρος των δημοσίων δαπανών που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα καλύτερο κοινωνικό κράτος. Θα υπάρξει η πολιτική βούληση;