Στο φινάλε της όπερας «Παλιάτσοι» του Λεονκαβάλο, ο Κάνιο, ντυμένος με τα ρούχα του κλόουν και με το ματωμένο μαχαίρι στα χέρια, αφού έχει σκοτώσει την γυναίκα του και τον εραστή της, γυρνά στο κοινό και προφέρει την διάσημη φράση: La comedia e finita!
Tο μήνυμα Τσίπρα προς το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι μια άλλη εκδοχή της οπερατικής φράσης- με περισσότερα λόγια. Η παράσταση τελείωσε. Η αυταπάτη πως αρκεί να βρεθεί κάποιος με «καλύτερα αγγλικά» από του Μητσοτάκη, που τον «έχει κερδίσει σε μαθηματικούς διαγωνισμούς και πτυχία» και «ξέρει καλύτερα χρηματοοικονομικά», ώστε ως πρίγκιπας του παραμυθιού να δώσει το φιλί της ζωής στην Χιονάτη της ριζοσπαστικής αριστεράς και να την αναστήσει στον χαμένο ρόλο της, ως κόμματος εξουσίας, αυτή η αυταπάτη, αυτή η comedia τελείωσε πράγματι. Τραυματικά, όπως τελειώνουν συνήθως οι αυταπάτες. Και με ανοιχτό το ερώτημα αν ήταν ο πρίγκιπας ακατάλληλος ή μήπως η Χιονάτη ήταν ήδη νεκρή, όταν της έδωσε το φιλί.
Μόνο που ενώ στην όπερα, μετά την πρόζα του Κάνιο, η ορχήστρα παίζει το ridi paliazzo και πέφτει η αυλαία, εδώ οι πρωταγωνιστές πρέπει να μείνουν στη σκηνή. Πρέπει να βρουν νέους ρόλους, νέο λιμπρέτο, μια άλλη παράσταση στην θέση της προηγούμενης. Η comedia θα αποκαλύψει τώρα το υπαρξιακό δράμα που έκρυβε κάτω από την πολιτική κωμωδία του τελευταίου εξαμήνου.
Το δίλημμα, σε πρώτο επίπεδο, μοιάζει απλό. Θα γίνει ο ουρανοκατέβατος, από διακοσμητικός μουσαφίρης, πραγματικός ιδιοκτήτης; Θα συγκρουστεί με τον πυρήνα του παλιού κόμματος, με τον ιδρυτή του τον ίδιο ίσως, και θα τους νικήσει, ώστε να το θέσει υπό τον έλεγχό του και να το μεταμορφώσει, να του αλλάξει τίτλο, πολιτικό πρόσημο, χαρακτήρα, δομή και λειτουργία- όπως δηλώνει ότι επιδιώκει; Ή θα του κάνουν έξωση οι διαχειριστές, για να επαναφέρουν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση, να συμμαζέψουν κάπως τις ζημιές, ώστε το κόμμα να παρουσιαστεί αξιόμαχο στις ευρωεκλογές και να αποφύγει το ναυάγιο που όλοι προεξοφλούν;
Μα όπως κι αν απαντηθεί στην εσωκομματική κάλπη το δίλημμα, θα μείνει ανοιχτό το πραγματικό, το αφετηριακό ερώτημα: Μπορεί να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό που κάποτε υπήρξε, το κόμμα που ανέτρεψε τις πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης και κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή; Μπορεί να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας ή η παράσταση έχει τελειώσει συνολικά και οριστικά;
Για να δώσουμε κάποια απάντηση πρέπει πρώτα να ξανασκεφτούμε τους όρους κάτω από τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πετύχει την μετεωρική του άνοδο και την εκλογική του νίκη. Σε μια στιγμή όπου η κρίση διέλυε το παλιό κοινωνικό συμβόλαιο, ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε τον διάχυτο θυμό, επικοινώνησε με την γενικευμένη ανασφάλεια και έδωσε μια παρηγορητική υπόσχεση προστασίας απέναντι σε αλλαγές που εκλαμβάνονταν από την κοινωνική πλειοψηφία ως απειλή κοινωνικής έκπτωσης.
Κέρδισε δύο εκλογικές μάχες κι ένα δημοψήφισμα ως φορέας αντί-συστημικού ριζοσπαστισμού περισσότερο και λιγότερο ως κόμμα της αριστεράς- άλλωστε το 2015 το κοινωνικό εκκρεμές είχε ήδη μετακινηθεί, σε επίπεδο αξιών και ιδεών, πιο δεξιά παρά ποτέ, από το 1974 κι ύστερα. Η έμφαση, δηλαδή, ήταν στο Ρ του τίτλου του, όχι στο Α. Το Α όμως, η μακρινή καταγωγή του ΣΥΡΙΖΑ από την αριστερά, έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο ώστε να είναι πειστική, συμβατή με την πολιτική κουλτούρα της μεταπολίτευσης η εξαγγελία του.
Το ίδιο άλλωστε συνέβη, την ίδια εποχή, και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, με τα Πέντε Αστέρια στην Ιταλία και τους Ποδέμος στην Ισπανία. Η ζήτηση για έναν ριζοσπαστικό, αντί-συστημικό λόγο σε καιρό κρίσης, που στον ευρωπαϊκό βορρά ικανοποιείται τώρα από μια προσφορά που προέρχεται από το δεξιό, συχνά ακρότατα δεξιό, μαύρο άκρο του πολιτικού φάσματος, στον ευρωπαϊκό νότο για ιστορικούς και πολιτιστικούς λόγους συνάντησε μια εξ αριστερών πολιτική προσφορά. Στην Ελλάδα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού.
Αλλά η εποχή αυτή έχει τελειώσει παντού- από την Ιβηρική ως τα Βαλκάνια. Οι ειδικές συνθήκες που επέτρεπαν να κυριαρχήσει μια αριστερής καταγωγής εκδοχή του radical λόγου στα μέρη μας, δεν υπάρχουν πια. Όπως στην Ιταλία και την Ισπανία, έτσι και εδώ το radical ρεύμα εκφράζεται δεξιόστροφα πια. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, η παλιά ισορροπία ανάμεσα στο radical χαρακτήρα που του προσέφερε εκλογική επιτυχία και την διαρκή νοσταλγία της αριστερής καταγωγής του, δεν ήταν πια διατηρήσιμη. Ήδη από το 2019.
Η παλιά ταυτότητα είχε λήξει και νέα δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Είχε τρεις ευκαιρίες ο Αλέξης Τσίπρας, τον Οκτώβριο του 2015, το 2019, μετά την έξοδο από το μνημόνιο, και στα χρόνια της αντιπολίτευσης 2019-2023, να δοκιμάσει να βρει ένα νέο στίγμα πιο συμβατό με μια νέα πολιτική ζήτηση. Να κεφαλαιοποιήσει ως πολιτικό κέρδος την στροφή του 2015, την επιτυχημένη διαχείριση του μνημονίου και τις Πρέσπες- ό,τι δηλαδή του χρεώθηκε ως μεγάλη ηθική ζημιά.
Δεν τα κατάφερε. Ίσως ούτε καν το προσπάθησε. Και τώρα, υπό όρους αφάνταστα δυσμενέστερους, η αναζήτηση νέας ταυτότητας ανατίθεται σε νέες ηγεσίες. Επιστροφή και νέα έμφαση στα αριστερά καταγωγικά χαρακτηριστικά ή μια νέα εκδοχή ριζοσπαστικού λαϊκισμού; Αν ο Κασσελάκης κερδίσει το εσωκομματικό στοίχημα μπορούμε να φανταστούμε τι είδους απάντηση θα δώσει. Οι αντίπαλοί του είναι που χρωστούν να μας δώσουν μια καθαρότερη εικόνα για αυτό που έχουν στο μυαλό τους.
Σε κάθε περίπτωση, στην μεγάλη εικόνα, που υπερβαίνει την μικρή κομματική κουζίνα, το ερώτημα είναι πιο απλό και πολύ πιο σημαντικό. Είναι αν ο χώρος, όπως και αν ονομάζεται, όποιον και αν έχει αρχηγό, μπορεί να γίνει μέρος μιας λύσης στο πραγματικό πρόβλημα της πολιτικής συγκυρίας. Που είναι το τεράστιο κενό εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Η απουσία ενός πόλου προς τον οποίο να μπορεί να διοχετευθεί η δυσαρέσκεια και ο οποίος να την μετασχηματίζει σε ρεαλιστική, εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.-