Η προστασία των εργαζομένων και το σημερινό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας στηρίχθηκαν σε όλη τους την έκταση (μισθός, χρόνος εργασίας, συνθήκες απασχόλησης), στη συλλογική οργάνωσή τους. Με όλες τις αδυναμίες (για τους πλέον ακραίους, αμαρτίες) του συνδικαλισμού, αυτός παραμένει η μοναδική δομή που μπορεί να εξασφαλίσει όχι απλά την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και την ισορροπημένη οικονομική πρόοδο.
Η εποχή μας, όμως, παρουσιάζει έντονες προκλήσεις, οι οποίες αποκτούν μείζονα σημασία. Οι νέες μορφές απασχόλησης που συνοδεύουν την έκρηξη της νέας τεχνολογίας, όπως η τηλεργασία, η νομαδική εργασία και η εργασία μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταβάλλουν το τοπίο των συλλογικών εργασιακών σχέσεων εκεί όπου αναπτύσσονται.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ανάγκη προστασίας των εργαζομένων εμφανίζεται, αν όχι εντονότερη, ασφαλώς αντίστοιχη σε σχέση με το παρελθόν. Οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ κατηγοριών εργαζομένων επιτείνονται, ακόμη και στις περιπτώσεις που προκύπτει γενικότερη βελτίωση των όρων εργασίας.
Ο δυϊσμός, άλλωστε, στην αγορά εργασίας, υπό την έννοια της δημιουργίας δύο κατηγοριών εργαζομένων, εκείνων που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα της επιχείρησης απολαμβάνοντας την προστασία του εργατικού δικαίου και εκείνων που ανήκουν στην περιφέρεια, όντας, τελείως ή μερικά, αποκλεισμένοι από αυτήν την προστασία, αποτελεί μια διαπίστωση που προέρχεται από πολύ παλαιότερα, από τότε που αρχικά πρωτοεμφανίσθηκαν οι ατυπικές μορφές απασχόλησης. Αλλά σήμερα επανέρχεται πολύ πιο έντονα.
Τέλος, ισχυρές είναι οι πιέσεις που ασκούν η παγκοσμιοποίηση της εργασίας και ο ανταγωνισμός από τις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες προσφέρουν εξαιρετικά χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό σε παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες.
Η φτωχοποίηση, όμως, μερίδας εργαζομένων, όπως οι εργαζόμενοι σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, μεταξύ των οποίων και οι «ντελιβεράδες», και η ένταση των ανισοτήτων στην κοινωνία της εργασίας, αποτελούν ίσως την πρώτη ύλη για την ανάπτυξη συλλογικών πιέσεων και συσπειρώσεων σε νέα στρώματα. Πάντως, η συνεχιζόμενη εργασιακή ανασφάλεια πολλών, πλέον, εργαζομένων, αντί να ενισχύσει την συνδικαλιστική τους ένταξη, καταλήγει στον απομονωτισμό τους.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, λοιπόν, δοκιμάζεται. Εν όψει της διάσπασης του τόπου παροχής εργασίας και της αποδυνάμωσης της κοινωνικότητάς του, λόγω της προσφυγής στην τηλεργασία και στη νομαδική εργασία, είναι έντονη η ανάγκη να εξευρεθούν νέες μορφές επαφής και επικοινωνίας μεταξύ των εργαζομένων. Το διακύβευμα είναι, τελικά, ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποκτά υπαρξιακή διάσταση.
Θα ενισχυθούν ασφαλώς οι ηλεκτρονικοί τρόποι επικοινωνίας μεταξύ οργανώσεων και μελών. Σε αυτήν την κατεύθυνση η εξοικείωση της νέας γενιάς με τα ηλεκτρονικά δίκτυα αποτελεί θετικό παράγοντα, αν και αυτή, μόνη, δεν αρκεί. Μ’ όλα ταύτα, η προσωπική επαφή είναι, τελικά, αναντικατάστατη. Με τον τρόπο αυτό επαφής αναπτύσσονται, κυρίως, οι σχέσεις εμπιστοσύνης και ενισχύονται οι δεσμοί αλληλεγγύης. Η ηλεκτρονική επικοινωνία, αν και σημαντική, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την προσωπική επαφή των εργαζομένων, η οποία είναι εκείνη που δημιούργησε το συνδικαλιστικό κίνημα και στη συνέχεια το εργατικό δίκαιο.
Η επαφή με τους τηλεργαζόμενους πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλισθεί, καθώς ο κίνδυνος «απώλειας» ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων από την εμβέλεια της οργάνωσης δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Η συλλογική κοινωνικότητα του τόπου εργασίας, τελικά, απειλείται έντονα.
Μάλιστα, οι νέες μορφές εργασίας, όπως η εργασία σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ωθούν στον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, πράγμα βέβαια που αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη δημιουργία και συμμετοχή σε μηχανισμούς αλληλεγγύης, όπως ο συνδικαλισμός.
Αλλά, συζητώντας για συλλογικές εργασιακές σχέσεις, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε το φαινόμενο της συλλογικής διαπραγμάτευσης, δηλαδή το λειτουργικό σύστοιχο του συνδικαλισμού. Πανθομολογείται, άλλωστε, ότι η επίτευξη των σκοπών των κάθε είδους νέων τεχνολογιών απαιτεί την αποδοχή όλων των συμμετεχόντων και ειδικά των εργαζομένων. Μόνο με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται φαινόμενα απόρριψης που μπορούν να καταλήξουν σε μειωμένη επιτυχία των εγχειρημάτων. Και εν προκειμένω η συλλογική συμμετοχή των εργαζομένων μέσω των θεσμικών εκπροσώπων τους στις αποφάσεις που τους αφορούν, όπως η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην επιχείρηση, αποτελεί μια απαραίτητη διαδικασία, αναγνωρισμένη και από την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία, όμως προϋποθέτει ικανή και γνήσια εκπροσώπηση.
Η εξέλιξη, πάντως, αυτή δεν ευνοείται από τα φαινόμενα αποδυνάμωσης του συνδικαλισμού, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε. Μόνο μια μειοψηφική φωτισμένη μερίδα της εργοδοτικής πλευράς φαίνεται να αποδέχεται αυτή τη συμμετοχή των εργαζομένων.
Προβάλλει, έτσι, το ερώτημα εάν η σύγχρονη κοινωνία της εργασίας μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά, χωρίς επεισοδιακές καταστάσεις, όταν ο κύριος μηχανισμός εξισορρόπησης των αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων δεν θα λειτουργεί ουσιαστικά. Δεν θα μπορεί να επιτελέσει εκείνο το ρόλο που, με όλες τις αβελτηρίες του, ήταν εκείνος που συνέβαλε στη δημιουργία αυτού για το οποίο είμαστε, μάλλον περήφανοι στην Ευρώπη και ασφαλώς δεν επιθυμούμε να διαλύσουμε: Το κοινωνικό κράτος δικαίου.
Δεν θα πρέπει, πάντως, να παροράται ότι σήμερα, και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα συλλογικά δικαιώματα, και ειδικά αυτό της συλλογικής συμμετοχής, διεκδικούνται, και σε ένα βαθμό τελικά κατοχυρώνονται, όχι μόνο για τους παραδοσιακούς εργαζόμενους που προσφέρουν εξαρτημένη εργασία, αλλά και για τους αυτοαπασχολούμενους που, τελευταία, αντιλαμβάνονται πλέον ότι προσομοιάζουν με τους κοινούς εργαζόμενους αξιώνοντας και για τους ίδιους ευρύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Καταληκτικά, παρ’ όλες τις παλινδρομήσεις και τις δυσκολίες, το «παιχνίδι» της άσκησης συλλογικών δικαιωμάτων μάλλον δεν έχει φθάσει στο σημείο της λήξης του. Και δεν θα πρέπει να καταλήξουμε εύκολα, ίσως και ποτέ, σε ένα τέτοιο σημείο.
(*) Ο Κώστας Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.