Η εποχή της νέας τεχνολογίας έχει σημαντικές επιπτώσεις στους όρους εργασίας. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχουν δύο παράγοντες: Η επαγγελματική επιμόρφωση και το στρες στην εργασία.
H επαγγελματική επιμόρφωση αποτελούσε για πολλά χρόνια περιθωριακό τομέα της κοινωνικής πολιτικής, όπως και του εργατικού δικαίου. Περιοριζόταν έτσι στο επίπεδο της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης και μάλιστα, πιο συγκεκριμένα, της μαθητείας.
Κατ’ αρχάς, έγινε αντιληπτό ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μηχανισμό αποκατάστασης της ισότητας ευκαιριών μεταξύ των εργαζομένων. Αποτελώντας τη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία», επιτρέπει την επαγγελματική και εν συνεχεία την κοινωνική προαγωγή των εργαζομένων που βρίσκονται στις χαμηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας.
Εν συνεχεία η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών κατέστησε σαφές ότι η αρχική επαγγελματική εκπαίδευση δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη επαγγελματική επιτυχία του εργαζόμενου. Πράγματι, η τεχνολογική εξέλιξη καθιστά χωρίς αξία σειρά επαγγελματικές ειδικότητες φθάνοντας ακόμη και στην εξαφάνισή τους. Ο μεγαλύτερος αριθμός των εργαζομένων διαπιστώνει όλο και πιο συχνά ότι πρέπει να προσαρμοσθεί στις τεχνολογικές αλλαγές, αν δεν θέλει να μείνει στο περιθώριο του επαγγελματικού στίβου.
Αλλά και οι επιχειρήσεις απαιτούν εργαζόμενους προσαρμοσμένους στις νέες μορφές της εργασίας και στην εξελισσόμενη οργάνωση της παραγωγής. Η εργασιακή κοινωνία στηρίζεται πλέον, όλο και περισσότερο, στη γνώση, παρά στην εμπειρία.
Οι νέες τεχνολογίες κάνουν, λοιπόν, πιο επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός εκσυγχρονισμένου και αποτελεσματικού πλαισίου συνεχούς επαγγελματικής επιμόρφωσης καθ' όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου του ατόμου.
Η προστασία της φυσικής ακεραιότητας των εργαζομένων αποτελεί μια από τις μείζονες προτεραιότητες του εργατικού δικαίου. Η ανάπτυξη της χρήσης των μηχανών, η βιομηχανική επανάσταση και η χρήση βλαπτικών υλικών και μεθόδων παραγωγής συγκράτησαν την προσοχή όλων των παραγόντων. Ήταν όμως μόνο η προστασία της φυσικής ευεξίας των μισθωτών που προσείλκυε την προσοχή.
Αντίθετα, η σύγχρονη περίοδος χαρακτηρίζεται από την ένταση του ψυχικού βάρους των μισθωτών κατά την εργασία, όπως και από την εμφάνιση των ψυχοκοινωνικών κινδύνων που συνδέονται με το εργασιακό περιβάλλον και τις μεθόδους οργάνωσης της εργασίας. Όσο περισσότερο η εργασία καθίσταται πνευματική, μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, τόσο περισσότερο οι ψυχικοί κίνδυνοι εμφανίζονται.
Οι τεχνολογίες της μαζικής παραγωγής, η αυτοματοποίηση της εργασίας και το κυνήγι του κέρδους εκ μέρους των επιχειρήσεων αποτελούν μερικούς από τους σημαντικότερους λόγους επιδείνωσης του «ψυχολογικού περιβάλλοντος» της εργασίας στις επιχειρήσεις.
Υφίστανται επίσης αιτίες που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες της οργάνωσης της εργασίας: Αυξημένες απαιτήσεις, μειωμένη ελευθερία, ιδιαίτερη ευθύνη, ανάγκη παροχής εργασίας υπό συνθήκες επείγοντος. Και, τελευταία, η τεχνητή νοημοσύνη όχι απλά επιβάλλει ένα «δικό της» μοντέλο παροχής εργασίας, αλλά και συνδυάζεται με λεπτομερέστατο και όχι απαραίτητα αδιάβλητο έλεγχο της απόδοσης
Το αίσθημα εργασιακής ανασφάλειας κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος μεταξύ των εργαζομένων. Στο βαθμό που η απασχόληση δεν αναμένεται να διαρκέσει μέχρι το τέλος του εργασιακού βίου, οι εργαζόμενοι θεωρούν εαυτούς απειλούμενους. Οι τεχνολογικές αλλαγές απειλούν εξ άλλου τις θέσεις εργασίας, ενώ απονευρώνουν τις επαγγελματικές γνώσεις.
Οι μισθωτοί που αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις αυτές, δεν γνωρίζουν εάν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις νέες απαιτήσεις της οργάνωσης της εργασίας, ακόμη και μετά την επανεκπαίδευσή τους. Δεν έχουν το αίσθημα ότι κυριαρχούν στο επαγγελματικό γνωστικό πεδίο τους. Η ανάπτυξη της τηλεργασίας και της νομαδικής εργασίας συνοδεύονται, περαιτέρω, από την απώλεια της προσωπικής αυτονομίας. Πολύ περισσότερο που αυτή η μορφή εργασίας πραγματοποιείται συχνά στην οικογενειακή εστία, τελευταίο προπύργιο της προσωπικής αυτονομίας.
Οι πρακτικές των επιχειρήσεων κατευθύνονται, τέλος, προς ασταθείς μορφές απασχόλησης, όπως η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή η προσωρινή απασχόληση, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας και η προσφυγή σε εργασία μέσω εργολαβικών επιχειρήσεων. Η ευελιξία του ωραρίου εργασίας προκαλεί εξ άλλου την αναστάτωση του ρυθμού του καθημερινού βίου και του βαθμού ομαλής εκπλήρωσης των οικογενειακών υποχρεώσεων. Στο βαθμό που εντείνεται η ευελιξία της εργασίας και του ωραρίου, διαταράσσεται και η ιδιωτική ζωή. Η συμφιλίωση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής κρίνεται, έτσι, μακράν μη ικανοποιητική.
(*) Ο Κώστας Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ.