Μία εμφανέστατη συνέπεια της πανδημίας του COVID-19 ήταν η έκρηξη της τηλεργασίας. Το ζήτημα για το οποίο οι πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις ξεκίνησαν πριν από περισσότερο από 40 χρόνια, μάλλον ξεχάστηκε στη συνέχεια και τέλος, πριν 5-6 περίπου χρόνια, δειλά – δειλά ξανάρχισαν οι συζητήσεις με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τη μείωση του κόστους των επικοινωνιών, και την ανάδειξη της νομαδικής τηλεργασίας και του crowdworking (εργασία μέσω πλατφόρμας).
Και, όπως σε πολλά φαινόμενα, έτσι και εδώ, ήταν αναγκαίος ο καταλύτης για να περάσει στο επόμενο στάδιο της εξέλιξης. Και η πανδημία έπαιξε, εν προκειμένω, το ρόλο αυτό. Ώθησε τα πράγματα σε εκρηκτικό βαθμό. Τη θέση του δισταγμού, πήρε η ανάγκη να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο του εγκλεισμού και από τη στοιχειώδη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Και, έτσι, η τηλεργασία ήλθε πλέον δυναμικά στο προσκήνιο.
Αυτό ο βίαιος χαρακτήρας της ώθησης προς την τηλεργασία είχε και θετικές και αρνητικές πτυχές. Από τη μια μεριά, απομάκρυνε την όποια δυσπιστία και τις όποιες αναστολές και των εργαζομένων και των επιχειρήσεων ως προς την προσφυγή σε αυτήν τη μορφή εργασίας. Όλοι έπρεπε να «κολυμπήσουν». Από την άλλη όμως μεριά, δεν είχε μπορέσει να προηγηθεί εκείνη η αναγκαία οργανωτική προετοιμασία των επιχειρήσεων και όλων των λοιπών παραγόντων, ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο θεσμός σε όλα τα επίπεδα.
Η τηλεργασία λοιπόν εμφανίσθηκε, εφαρμόσθηκε, έστω και βίαια, στην πράξη και όλοι πλέον γνωρίζουν και τις θετικές και τις αρνητικές της προεκτάσεις. Και ας διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει. Ίσως όχι καλύπτοντας όλο το χρόνο και όλες τις μέρες εργασίας, ούτε όλες τις επιχειρήσεις. Αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι η προ και η μετά COVID εποχές θα είναι διαφορετικές. Και καθώς όλοι τη γνώρισαν και στην καλή και στην κακή της πλευρά, αναμένεται λογικά να δημιουργηθούν διαφορετικές τάσεις: Άλλοι θα την επιδιώκουν και άλλοι θα την απορρίπτουν. Ο καθένας θα πάρει, εάν βέβαια μπορεί να επιλέξει, αυτό που του ταιριάζει. Έτσι άλλωστε δεν γίνεται, αν όχι πάντοτε, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αρκετά συχνά;
Αλλά, με τον τρόπο αυτό, η αγορά εργασίας αλλάζει, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία για μια περιοχή με σημαντική νησιωτική χώρα και με γεωγραφικό ανάγλυφο. Μήπως λοιπόν ήλθε η εποχή για αναστροφή του κλίματος και για ενίσχυση της τάσης για φυγή από το κέντρο και επιστροφή στην περιφέρεια; Επίσης, δεν μπορούν να παραβλέπονται οι θετικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και τη μετακίνηση, όπως και για τα άτομα που για πολλούς λόγους θέλουν να συνδυάζουν εργασία και παραμονή στο σπίτι (γονείς μικρών παιδιών, ΑΜΕΑ κλπ).
Το τέλος του γραφείου, πάντως, δεν θα έλθει. Η τηλεργασία δεν έχει το συναισθηματικό πλεονέκτημα της «συν-εργασίας» που οδηγεί συχνά τα πράγματα προς τα εμπρός με νουθεσίες, με ενθαρρύνσεις, με αυθόρμητες ανταλλαγές εμπειριών, με δυνατότητα συλλογικής χαλάρωσης και οικειότητας, έστω λίγων λεπτών, μεταξύ συναδέλφων. Οι συνθήκες αυτές μοιάζουν να είναι αναντικατάστατες και δεν μπορούν να εντοπισθούν σε συνθήκες τηλεργασίας.
Και τα διλήμματα απέναντι και σε διάφορες εκδοχές της μορφής αυτής απασχόλησης είναι αρκετά.
Τηλεργασία δεν είναι ούτε ανάπαυση, αλλά ούτε και διαρκής διαθεσιμότητα του εργαζομένου. Τηλεργασία δεν είναι χαλάρωση, αλλά ούτε και εξαντλητική επιτήρηση και παραβίαση της οικογενειακής ζωής. Και η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί μεν να αναμένεται, υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος θα ξεκινά την εργασία του ξεκούραστος, αποφεύγοντας την ταλαιπωρία της μετακίνησης. Αλλά αυτή η βελτίωση δεν θα πρέπει να αντισταθμίζεται από την ενίσχυση της ψυχικής έντασης του εργαζομένου μέσω της παραβίασης των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και επαγγελματικού βίου.
Πρέπει, πάντως, να βρεθούν μέθοδοι για την ανάκτηση της κοινωνικότητας της εργασίας. Πράγματι, στη σύγχρονη εποχή, στον τόπο εργασίας είναι όπου δημιουργούνται, σε σημαντικό βαθμό, ανθρώπινες σχέσεις. Τη γειτονιά ως πεδίο κοινωνικής επαφής αντικατέστησε το γραφείο. Εκεί δημιουργούνται φιλίες, ανταλλάσσονται απόψεις, εκδηλώνονται τα συναισθήματα. Η απομακρυσμένη εργασία δεν μπορεί να προσφέρει, παρά σε μικρό βαθμό αντίστοιχες διεξόδους.
Αν λοιπόν θέλει κανείς να ενισχύσει την τηλεργασία, πρέπει να εξασφαλίσει αυτήν την παράμετρο της κοινωνικότητας. Διαφορετικά η απόρριψη σε πολλές περιπτώσεις θα πρέπει να αναμένεται. Η (επιθυμητή) συμφιλίωση λοιπόν οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής δεν θα πρέπει να αντισταθμίζεται από την (ανεπιθύμητη) απώλεια του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και την απομόνωση.
Η πανδημία λοιπόν προέβαλε πολλά και μείζονα ερωτήματα, έστω και αν τα περισσότερα από αυτά δεν ήταν τελείως άγνωστα. Απλά πλέον οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και επείγουσες είναι και προσλαμβάνουν μείζονες, σε σχέση με το παρελθόν, διαστάσεις επηρεάζοντας και την ίδια την ουσία της εργασιακής σχέσης. Είναι πάντως πιθανότατο ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής.
(*) Ο Κώστας Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.