Γνωστότερος από την 10χρονη θητεία του ως Προέδρου του Κολλεγίου Ανατόλια στην Θεσσαλονίκη και με πιο πρόσφατη την 4ετία του στο Κολλέγιο Αθηνών, ο Ρίτσαρντ Τζάκσον, γιος στενού συνεργάτη του προέδρου Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ και με 35χρονη καριέρα διπλωμάτη στο ΥΠΕΞ των Ηνωμένων Πολιτειών, με περάσματα από την Ελλάδα (πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, εμπορικός ακόλουθος στην Αθήνα), προσφέρει στο βιβλίο αυτό μια «εσωτερική» ματιά στο πώς 63 Αμερικανοί διπλωμάτες έζησαν – και κατέγραψαν, σε επίσημες αναφορές αλλά κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες – τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα.
Έχοντας, ως Εκτελεστικός Διευθυντής του ADST/Ένωσης Διπλωματικών Σπουδών και Κατάρτισης πρόσβαση σε δομημένο πρόγραμμα προφορικών μαρτυριών αφυπηρετούντων διπλωματών των ΗΠΑ, ο Τζάκσον κάνει μια βαθιά βουτιά σ’ αυτό το πρωτογενές υλικό από Χέρμπερτ Μπρούστερ και Νόρμπερτ Ανσουρζ ή Βίκτορ Σκαϊλς και Τζέρμιν Γουόρεν (της εποχής Σχεδίου Μάρσαλ) μέχρι Ρόμπερτ Κήλυ και Άρτσερ Μπλαντ και τον ίδιο τον Ρίτσαρντ Τζάκσον (στις αρχές και στα τέλη της Χούντας και στην αρχή της Μεταπολίτευσης), εν συνεχεία Μόντηγκλ Στέρνς και Τζακ Κιούμπις και Νέλσον Λέντσκι (στην ώριμη Μεταπολίτευση), με κλείσιμο στην δύσκολη εμπειρία της «συνάντησης» με την 17 Νοέμβρη (εδώ πάλι Μόντηγκλ Στέρνς και Μπομπ Κήλυ, αλλά και Τόμας Νάϊλς, Τόμας Μίλλερ – όλοι πλέον πρέσβεις – καθώς και ο ιδιαίτερος σε διεισδυτικότητα παρατήρησης Τζων Μπρέϊντι Κίσλινγκ. Με κλείσιμο Τσαρλς Ρις και Τζέφρεϊ Πάϊατ – ο οποίος και προλογίζει το βιβλίο του Τζάκσον, θυμίζοντας (με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα) πώς ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζων Άνταμς αλληλογραφούσαν σχετικά με την Ελλάδα, αλλά και πώς το Σύνταγμα της Επιδαύρου συνειδητά απηχούσε τα ιδρυτικά συνταγματικά κείμενα των ΗΠΑ. Αυτά, για να αναδείξει πώς η Αμερικανική ματιά στα Ελληνικά πράγματα – μ’ όλες τις «συχνές διαφωνίες και αντιφάσεις ανάμεσα στις αφηγήσεις» που έχει συλλέξει ο Ρίτσαρντ Τζάκσον – επιδιώκει να αποκαταστήσει ένα θετικό νήμα.
Από την κατάθεση του Χέρμπερτ Μπρούστερ του Σχεδίου Μάρσαλ («Οι Έλληνες εκτιμούσαν πολύ την βοήθεια που έπαιρναν. Σκέφτονταν πολλές φορές: «Μα, εγώ τα ξέρω καλύτερα απ’ αυτόν τον τύπο»» ή πάλι «Οι Τούρκοι δεν παραπονιούνται – κι αν έχουν παράπονα, τα κρατούν για τον εαυτό τους. Οι Έλληνες πάλι λειτουργούν διαφορετικά, σου παραπονιούνται περισσότερο» και μέχρις την περιγραφή του Τζέφρεϊ Πάϊατ για το κλίμα επί Συμφωνίας των Πρεσπών, όταν οδηγεί μέσα στα δακρυγόνα του Βελλιδείου κατά την ομιλία Τσίπρα στην ΔΕΘ διπλωματικό ζεύγος Αμερικανών, εσπευσμένα στο ξενοδοχείο «με τα λάστιχα να τρίζουν και το αυτοκίνητο να διαπερνά το σύννεφο με τα δακρυγόνα», άκουσε την παρατήρηση «Πρέσβη, είναι σαν την σειρά «Homeland», με τον ίδιο να αποκρίνεται: «Μην ανησυχείτε, δεν κινδύνεψε κανείς!». Για να καταλήξει με το «Αυτό έδειχνε πάντως, πόση δυσαρέσκεια είχε προκαλέσει η Συμφωνία των Πρεσπών […] Ξανακοιτώντας την, νομίζω πως ήταν επαναστατική πράξη στην Ελληνική εξωτερική πολιτική, […] λαμπρό παράδειγμα του οράματος μιας Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητα. Αυτή η Ελλάδα, μπορεί να είναι πηγή λύσεων και όχι μόνο προβλημάτων»
Ενδιάμεσα, βέβαια, ο Νόρμπερτ Ανσουτς θυμίζει ότι «λόγω μακράς ιστορικής σχέσης, το Παλάτι και ιδίως η βασίλισσα Φρειδερίκη, ανέκαθεν θεωρούσαν πως παρά τις καλές σχέσεις τους με την Πρεσβεία, ο πραγματικός δρόμος προς τον Λευκό Οίκο περνούσε από την CIA. Έτσι, οι δεσμοί τους με την Υπηρεσία καλλιεργούνταν με πολύ ζήλο […]. Ξέρω πως ο Παπαδόπουλος είχε δουλέψει ως μυστικός πράκτορας κάποιου είδους, και ότι είχε μακρές και συνεχιζόμενες επαφές με την CIA». Κατά τα άλλα, μαντεύει κανείς την κατάληξη: «Η πρεσβεία ως τέτοια πιάστηκε εντελώς στον ύπνο [για το πραξικόπημα], ίσως το ίδιο και η CIA, με την διαφορά ότι εκείνοι είχαν σταθερές σχέσεις με κάποιους από τους πραξικοπηματίες ιδίως με τον Παπαδόπουλο». Ενώ ο Χέρμπερτ Μπρούστερ άκουσε τον ΥΠΕΞ Ντιν Ράσκ (επί Χούντας) να τον συμβουλεύει: «Μην ταράζεστε τόσο, είναι το 91ο μου πραξικόπημα». Για να του απαντήσει: «Είναι διαφορετικά εδώ, στο λίκνο της δημοκρατίας».
Αυτού του είδους η γλώσσα, η μέχρις ωμότητας αμεσότητα που καταγράφεται χωρίς «χτένισμα» από τον Ρίτσαρντ Τζάκσον στο «Μακριά κι αγαπημένοι» – τίτλος που δεν κυριολεκτείται βέβαια σε κάθε στροφή καθώς η παρεμβατικότητα δεν λείπει! – έχει για τον αναγνώστη που θα την παρακολουθήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. (Μέχρι τώρα, κυρίως ο Αλέξης Παπαχελάς έκανε αυτήν την διαδρομή. Εν μέρει και ανταποκριτές ελληνικών εφημερίδων σε παλαιότερες φάσεις). Άλλωστε ο ίδιος ο επιμελητής εξηγεί ότι συνειδητή απόφασή του ως επιμελητή των κειμένων ήταν να δώσει τα – επιλεγμένα, βέβαια – κείμενα στην άμεση μορφή τους. Σε αντίθεση με του Μπομπ Κήλυ το βιβλίο για την Πρεσβεία και την κατάρρευση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ή πάλι του Μόντηγκλ Στέρνς για τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αίνιγμα…
Η αμερικανική παρουσία στα ελληνικά πράγματα δεν θα πάψει να αποτελεί κλειδί για την κατανόηση και την διευκρίνιση στιγμών, φάσεων, στροφών – όλα με μια αίσθηση συνέχειας. Ο αναγνώστης ας οπλισθεί με ψυχραιμία ένα ποτήρι ουίσκι δεν θα έβλαπτε!