Αλλαγές στον τρόπο λογοδοσίας της διοίκησης των Big Four φέρνει σειρά από σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν το 2023. Πρόκειται για τις τέσσερις μεγάλες εταιρείες ελεγκτών και συμβουλευτικής, Deloitte, EY, KPMG και PwC, οι οποίες βρέθηκαν πέρσι στη δίνη αποκαλύψεων για σκάνδαλα και στρατηγικές αστοχίες, που εξέθεσαν το μέχρι τώρα σύστημα διακυβέρνησής τους. Οι Big Four, που απασχολούν περισσότερους από 1,5 εκατομμύρια εργαζομένους σε όλο τον κόσμο, συνηθίζουν να έχουν σε κάθε χώρα δίκτυα τοπικών συνεργασιών, με αποτέλεσμα τα διοικητικά τους συμβούλια να μην έχουν την επιρροή που έχουν σε άλλες πολυεθνικές.
Το πρόβλημα αναδείχτηκε στην περίπτωση σκανδάλου στην PwC Αυστραλίας, όπου στέλεχος από το φορολογικό τμήμα που συμβούλευε την κυβέρνηση, μοιράστηκε πληροφορίες με στελέχη που κατάρτιζαν στρατηγικές αποφυγής φορολόγησης για πολυεθνικές. Σύμφωνα με εσωτερική έκθεση το γεγονός οφείλεται στην ‘παρεΐστικη’ ατμόσφαιρα και την υπερβολική ισχύ του επικεφαλής. Για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε εφεξής η PwC Αυστραλίας να έχει στο συμβούλιο που ελέγχει τη διοίκηση τουλάχιστον τρία μέλη που δεν ανήκουν στην εταιρεία, εκ των οποίων το ένα θα είναι και ο πρόεδρος. Σύμφωνα με δηλώσεις στους Financial Times του επικεφαλής της PwC παγκοσμίως, Μομπ Μόριτζ, οι αλλαγές αυτές θα αποτελέσουν οδηγό για την εταιρεία σε διεθνές επίπεδο.
Η ΕΥ, από την πλευρά της, διέφερε καθώς δεν είχε συμβούλιο που εποπτεύει τη διοίκηση σε παγκόσμιο ή τοπικό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα ο διευθύνων σύμβουλος Καρμίν ντι Σίμπιο ήταν ουσιαστικά εκείνος που επέλεξε τον διάδοχό του τον περασμένο Νοέμβριο, αν και τυπικά την απόφαση ενέκρινε 38μελες όργανο. Η νέα επικεφαλής, Τζάνετ Τρανκέιλ, καλείται να μεταρρυθμίσει το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα οι εταίροι της EY ενέκριναν την εισαγωγή νέου συστήματος, που περιλαμβάνει συμβουλευτικό όργανο που θα επιβλέπει τις αποφάσεις της διοίκησης και θα εγκρίνει τη στρατηγική της. Η απόφαση έρχεται σε συνέχεια της άρνησης της διοίκησης να εγκρίνει την απόσχιση από την εταιρεία του παγκόσμιου τμήματος συμβουλευτικής – κάτι που επιθυμούσαν πολλοί από τους εταίρους.
Οι εθνικές εποπτικές Αρχές έχουν αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με τον επιθυμητό τρόπο διακυβέρνησης των Big Four. Στην Ευρώπη, ορισμένες χώρες απαιτούν την ύπαρξη συμβουλίων ελέγχου της διοίκησης, με τη συμμετοχή μελών εκτός εταιρείας. Από το 2018 στην Ολλανδία οι εταιρείες που ελέγχουν εταιρείες δημοσίου συμφέροντος υποχρεούνται να διαθέτουν ανεξάρτητο συμβούλιο, που επιβλέπει τις εσωτερικές τους δραστηριότητες.
Στη Βρετανία, η αρμόδια Αρχή συνέστησε για πρώτη φορά το 2010 τη συμμετοχή στα συμβούλια στελεχών εκτός εταιρείας. Ο τελευταίος κώδικας διακυβέρνησης λειτουργεί με βάση τη λογική «συμμόρφωση ή εξήγηση» και συνιστά στις μεγαλύτερες εταιρείες να έχουν τουλάχιστον τρία ανεξάρτητα στελέχη, τα οποία να αποτελούν και την πλειοψηφία στο εποπτικό συμβούλιο. Για να θωρακιστούν οι διεργασίες του ελεγκτικού τμήματος από εκείνες του τμήματος συμβουλευτικής, καθιερώνεται ξεχωριστό συμβούλιο, όπου πλειοψηφούν μη εκτελεστικά μέλη, για να ελέγχει την ποιότητα και τις δραστηριότητες των ελέγχων.
Στις ΗΠΑ, η αρμόδια Αρχή ανακοίνωσε ότι ξεκινά ‘επισκόπηση της κουλτούρας’ των εταιρειών του κλάδου, μετά από σειρά περιστατικών με πλημμελείς ελέγχους σε εισηγμένες εταιρείες. Πρόσφατα πρότεινε οι ελεγκτικές εταιρείες να έχουν στη διοίκηση τουλάχιστον ένα άτομο που δεν είναι ‘εταίρος’, αν και παραδέχεται ότι αυτό ήδη ισχύει στις Big Four.
Η Φρανσέσκα Λάγκερμπεργκ, διευθύνουσα σύμβουλος της Baker Tilly International, λογιστικής εταιρείας μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων βάσει εσόδων, υποστηρίζει ότι τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά στελέχη είναι «πραγματικά θετικά» για τον κλάδο, καθώς επιτρέπουν στις εταιρείες να «πάψουν να ακούν την ηχώ τους» και να αναρωτιούνται συχνότερα εάν «συνεχίζουν να κάνουν τα ίδια παλιά πράγματα με τον ίδιο παλιό τρόπο».
Όμως η Λάουρα Έμπσον, καθηγήτρια του Bayes Business School του Λονδίνου και μη εκτελεστικό στέλεχος της KPMG Βρετανίας μεταξύ 2013 και 2016, προειδοποιεί ότι «οι εταιρείες δεν έχουν αποδεχθεί το βαθμό συμμετοχής που πρέπει να έχουν τα μη εκτελεστικά στελέχη, προκειμένου να ασκήσουν τον ρόλο που τους αναθέτουν οι ρυθμιστικές αρχές. Υποτιμώντας τον χρόνο και τη δέσμευση των μη εκτελεστικών στελεχών, υποτιμούν επίσης τις αμοιβές που πρέπει να τους δίνουν και άρα δεν είναι εύκολο να προσελκύσουν αρκετούς κατάλληλους ανθρώπους για τη δουλειά».